Με το πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στην βουλή επέρχονται ορισμένες αλλαγές και στα θέματα του ΚΦΔ αλλά και του ΚΕΔΕ.
Αναλυτικά:
1. Τροποποιούνται – συμπληρώνονται οι διατάξεις του άρθρου 17Α του ν.2523/1997 που διέπουν το πλαίσιο αρμοδιοτήτων του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Ειδικότερα, προβλέπονται τα εξής :
α. Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος μπορεί να ορίζεται, με τον αναπληρωτή του και δικαστικός λειτουργός με βαθμό εισαγγελέα εφετών, από εκείνους που υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών. (Σήμερα, ορίζεται μόνο αντεισαγγελέας εφετών).
β. Για την άσκηση των καθηκόντων του (διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για τη διακρίβωση τέλεσης φορολογικών, οικονομικών ή άλλων συναφών εγκλημάτων σε βάρος φορέων του Δημοσίου κ.λπ.), ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος έχει την εποπτεία και το συντονισμό των ενεργειών προανακριτικών υπαλλήλων, ιδίως δε υπαλλήλων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) και της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, εντός των σχετικών αρμοδιοτήτων τους.
γ. Τίθεται το πλαίσιο αρμοδιοτήτων του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).
Συγκεκριμένα :
Για τη διερεύνηση των υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητά του, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, ο αναπληρωτής του και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τον συνεπικουρούν μπορούν να παραγγέλλουν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης αποκλειστικά από τους οριζόμενους προανακριτικούς υπαλλήλους. Ειδικά για τους υπαλλήλους της Α.Α.Δ.Ε, η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης παραγγέλλεται αποκλειστικά και μόνο στους τελωνειακούς υπαλλήλους και τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων και μόνο για υποθέσεις που εμπίπτουν στις ελεγκτικές αρμοδιότητές τους.
Οι λοιποί υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε. που έχουν προανακριτικά καθήκοντα σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, διενεργούν προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας που εκδίδεται μόνο μετά από αίτημα της ελεγκτικής υπηρεσίας της Α.Α.Δ.Ε. στην οποία ανήκουν, προς τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Κατ’ εξαίρεση, διενεργούν προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, για υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί και διαβιβαστεί στην Α..Α.Δ.Ε. μέχρι την έναρξη ισχύος των προτεινόμενων ρυθμίσεων, εισαγγελική παραγγελία και έχουν προτεραιοποιηθεί ή πρόκειται να προτεραιοποιηθούν έως την 31/7/2017.
Η εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών για τη διενέργεια ελέγχων, ανατίθεται σε Υπηρεσία εκτός της Α.Α.Δ.Ε., με ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, που εποπτεύονται από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και με αρμοδιότητα την έρευνα τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής ή λοιπών οικονομικών αδικημάτων.
Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν από 1/8/2017.
δ. Παρέχεται η δυνατότητα στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος να γνωστοποιεί εγγράφως στην Α.Α.Δ.Ε., πιθανολογούμενες παραβάσεις της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, διαβιβάζοντας έγγραφα και λοιπά
αποδεικτικά μέσα, τα οποία μπορεί να αξιοποιούνται από την Αρχή στο σύστημα ανάλυσης κινδύνου της, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα. Η εν λόγω γνωστοποίηση δεν επέχει θέση εισαγγελικής παραγγελίας για διενέργεια
προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, δεν δεσμεύει την Α.Α.Δ.Ε. για τη διενέργεια ελέγχου, επιτρέπεται δε σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας. (άρθρα 63 – 64)
Ρύθμιση θεμάτων σχετικών με την αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
Με το άρθρο 63 του προτεινόμενου σχεδίου νόμου τροποποιούνται οι παρ. 1, 3, 4, 5,7 και 8 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997 όπως ισχύει.
Ειδικότερα:
1. Με την παρ. 1 του άρθρου 63 του παρόντος, καθιερώνεται η λειτουργική αναβάθμιση του θεσμού του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, αφού πλέον θα είναι δυνατός ο ορισμός εισαγγελικού λειτουργού που φέρει τον βαθμό του εισαγγελέα εφετών από εκείνους που υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, σε αντίθεση με σήμερα, που Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος μπορεί να οριστεί εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό αντεισαγγελέα εφετών από εκείνους που υπηρετούν στην ίδια υπηρεσία.2. Με την παρ. 2 του άρθρου 63 του παρόντος τροποποιείται η παρ. 3 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997, όπως ισχύει προκειμένου να επανακαθοριστεί το πεδίο αρμοδιότητας και εποπτείας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και να εναρμονιστεί με τη λειτουργική και διοικητική ανεξαρτησία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Πιο συγκεκριμένα, με την προτεινόμενη διάταξη, στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ανήκει η εποπτεία, η καθοδήγηση και ο συντονισμός των ενεργειών των γενικών, κατά το άρθρο 33 παράγραφος 1 περίπτωση α’ του Κ.Π.Δ., και ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων, ιδίως, δε, υπαλλήλων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), εντός των σχετικών αρμοδιοτήτων τους. Με την ίδια προτεινόμενη διάταξη τίθενται υπό την εποπτεία του Οικονομικού Εισαγγελέα και οι υπηρετούντες στη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας αστυνομικοί.
3. Με την παρ. 3 του άρθρου 63 του παρόντος προστίθεται στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997, όπως ισχύει, η φράση: «προτάσσοντας εκείνες τις υποθέσεις που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος θα ενημερώνεται για όλες τις καταγγελίες και τις πληροφορίες που περιέχονται στις υπηρεσίες της παραγράφου 3 του άρθρου 17 Α του ν. 2523/1997 για εγκλήματα της αρμοδιότητάς του, θα αξιολογεί δε και θα διερευνά τις πληροφορίες αυτές, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που περιέρχεται σε γνώση του, σχετικά με αυτά, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Με την προτεινόμενη διάταξη παρέχεται στον Οικονομικό Εισαγγελέα η δυνατότητα να διερευνά κατά προτεραιότητα σημαντικές υποθέσεις υψηλού επιπέδου φοροδιαφυγής, με απώτερο στόχο την βελτίωση της απόδοσης του διωκτικού και του ερευνητικού έργου, και, κατ’ επέκταση, την αξιοποίηση της εποπτείας που έχει ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος επί του συνόλου της διωκτικής και ελεγκτικής δραστηριότητας στο πεδίο της οικονομικής εγκληματικότητας.
4. Με την παρ. 4 του άρθρου 63 του παρόντος αντικαθίσταται η παρ. 5 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997, όπως ισχύει, ούτως ώστε να καθοριστεί το πεδίο αρμοδιότητας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, του αναπληρωτή του και των εισαγγελικών λειτουργών που τον συνεπικουρούν ως προς τη παραγγελία της διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης. Ειδικότερα, με την προτεινόμενη διάταξη ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, ο αναπληρωτής αυτού και οι εισαγγελικοί λειτουργοί, που τον συνεπικουρούν αποκλειστικά μπορούν να παραγγέλλουν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης στους γενικούς κατά το άρθρο 33 παράγραφος 1 περίπτωση α’ του Κ.Π.Δ. ή στους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους και ιδίως στους υπαλλήλους του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) και της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας. Επίσης, με την παρούσα παράγραφο καθορίζονται, κατά τις ειδικότερες επιμέρους προτεινόμενες διατάξεις, αναλυτικές ρυθμίσεις για τις κατηγορίες προανακριτικών υπαλλήλων οι οποίοι υπάγονται διοικητικά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και συγκεκριμένα οι υπάλληλοι των Τελωνείων και της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων. Επιπλέον ορίζεται ότι οι λοιποί υπάλληλοι της ΑΑΔΕ που έχουν προανακριτικά καθήκοντα διενεργούν προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας που δύναται να εκδόσει ο Οικονομικός Εισαγγελέας ύστερα από σχετικό αίτημα που του απευθύνουν.
Μια σημαντική τομή που επέρχεται με την παρούσα ρύθμιση είναι η Ίδρυση Ειδικής Υπηρεσίας, η οποία θα στελεχωθεί από προανακριτικούς υπαλλήλους υπό την εποπτεία του Οικονομικού Εισαγγελέα, οι οποίοι, έχουν το καθήκον να εκτελούν τις Εισαγγελικές Παραγγελίες του Οικονομικού Εισαγγελέα και των λοιπών Εισαγγελέων για την διεξαγωγή προανάκρισης και προκαταρκτικής εξέτασης. Οι ως άνω προανακριτικοί υπάλληλοι θα έχουν την αρμοδιότητα έρευνας τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής ή λοιπών οικονομικών αδικημάτων.
Με το τελευταίο εδάφιο της προτεινόμενης ρύθμισης καθορίζεται η 1η Αυγούστου 2017 ως ο χρόνος της έναρξης ισχύος της συγκεκριμένης ρύθμισης.
5. Με την παρ. 5 του άρθρου 63 του παρόντος αντικαθίσταται η παρ. 7 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997, προκειμένου να παρέχεται, πλην του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, και στον αναπληρωτή αυτού η δυνατότητα να παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης ενημερώνονται εγγράφως για την πορεία της. Για την εν λόγω παραγγελία απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του εποπτεύοντος Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που έχει ορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997.
Η επέκταση αυτή τίθεται προς άρση ερμηνευτικών αμφισβητήσεων.
6. Με την παρ. 6 του άρθρου 63 του παρόντος αντικαθίσταται η παράγραφος 8 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997. Οι αλλαγές, ως προς τα επιμέρους εδάφια της υπό αντικατάσταση τροποποίηση παραγράφου έχουν ως εξής:
α) το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 τροποποιείται με τρόπο ώστε να εξειδικεύεται η διαδικασία πρόσβασης των Εισαγγελικών Λειτουργών της παρ. 1 του άρ. 17 Α του ν. 2523/1997 στις πληροφορίες που είναι χρήσιμες για την άσκηση του έργου τους.
β) Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 8 αντικαθίσταται με τρόπο ώστε να υπάρξει διαφοροποίηση ως προς το αρμόδιο Συμβούλιο για την έκδοση βουλεύματος για την παράταση του χρονικού διαστήματος της δέσμευσης που επιβάλλεται σύμφωνα με το ίδιο εδάφιο. Κατά την ισχύουσα ρύθμιση, αρμόδιο για την παράταση της εν θέματι διάταξης είναι πάντοτε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, ανεξαρτήτως του εάν η διάταξη εξεδόθη από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή τον αναπληρωτή του (που σήμερα έχουν τον βαθμό του αντεισαγγελέως εφετών) ή από τους εισαγγελικούς λειτουργούς που συνεπικουρούν τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος (που φέρουν το βαθμό του εισαγγελέως ή του αντεισαγγελέως πρωτοδικών). Με την προτεινόμενη ρύθμιση, εάν η δέσμευση επέρχεται δυνάμει διατάξεως ενός εκ των εισαγγελικών λειτουργών που συνεπικουρούν τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, θα δύναται να παραταθεί με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Η ρύθμιση αυτή γίνεται για την αποσυμφόρηση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών από έκδοση βουλευμάτων επί διατάξεων που εκδόθηκαν από εισαγγελικούς λειτουργούς που δεν έχουν τον βαθμό που αντιστοιχεί στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών.
γ) Το έβδομο εδάφιο της παρ. 8 του άρ. 17Α τροποποιείται κατ’ αντίστοιχο τρόπο με την αλλαγή που επέρχεται στο μόλις προαναφερθέν β’ εδάφιο της ίδιας παραγράφου, ως προς την αρμοδιότητα του Συμβουλίου που κρίνει επί της προσφυγής που ασκείται από τους έχοντες έννομο συμφέρον για άρση της προαναφερθείσας δέσμευσης. Έτσι, εάν η δέσμευση εκδόθηκε με διάταξη του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για κρίση επί προσφυγής για την άρση της δέσμευσής παραμένει. Εάν η δέσμευση εκδόθηκε με διάταξη ενός/μίας εκ των εισαγγελικών λειτουργών που συνεπικουρούν τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, αρμόδιο για να κρίνει επί προσφυγής για την άρση της ως άνω δέσμευσης είναι, με την προτεινόμενη διάταξη, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών.
δ) Περαιτέρω στο δέκατο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρ. 17Α του νόμου 2523/1997 προστίθεται η φράση: «ούτε εμποδίζουν την τελευταία να λάβει τέτοια μέτρα». Η εν λόγω προσθήκη κρίνεται αναγκαία προκειμένου να παρέχεται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων η δυνατότητα να λαμβάνει διασφαλιστικά μέτρα μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, σε περιπτώσεις που είτε παραγγέλλεται από τον Οικονομικό Εισαγγελέα άσκηση ποινικής δίωξη και εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κ.Π.Δ., είτε η ποινική δικογραφία αρχειοθετείται και η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών (ακινήτων και κινητών) εν γένει στοιχείων αίρεται αυτοδικαίως.
ε) Τέλος, με την προσθήκη εδαφίου στην παράγραφο 8 του άρ. 17Α του ν. 2523/1997 καλύπτεται ένα ζήτημα αρμοδιότητας για τις περιπτώσεις που η διάταξη δέσμευσης έχει διαταχθεί, κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και τη σύμφωνη γνώμη του εποπτεύοντος Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Κατά το ισχύον σήμερα δίκαιο, υπάρχει πρόβλεψη για την αρμοδιότητα του κατά τόπο αρμοδίου Συμβουλίου Πλημμελειοδικών να κρίνει επί της προσφυγής για την άρση της δέσμευσης που διατάσσεται από τον κατά τόπο εισαγγελέα πρωτοδικών ως ανωτέρω. Με την προτεινόμενη προσθήκη εδαφίου, το ίδιο Συμβούλιο καθίσταται αρμόδιο και για την παράταση της υπό τους ανωτέρω όρους διαταχθείσας δέσμευσης.
Επί του άρθρου 64
Ανακοίνωση παραβάσεων φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας από τις εισαγγελικές αρχές προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων Με το άρθρο 64 του παρόντος σχεδίου νόμου, εισάγεται νέα, ειδική, διάταξη, με την οποία παρέχεται στις εισαγγελικές αρχές η δυνατότητα να διαβιβάζουν πληροφορίες που δεν είναι άμεσα ποινικά ερευνητέες (λ.χ. λόγω χαμηλού ποσού φοροδιαφυγής που δεν επιτρέπει την ποινική δίωξη, ή λόγω παράβασης που δεν στοιχειοθετεί πλέον ποινικό αδίκημα) στη φορολογική αρχή και να μην τίθενται αποκλειστικά στο αρχείο σύμφ. με το άρ. 43 ΚΠΔ. Έτσι, οι πληροφορίες των εισαγγελικών αρχών μπορούν να δοθούν στην φορολογική διοίκηση με πρωτοβουλία πλέον των εισαγγελικών αρχών, και όχι μόνο με πρωτοβουλία της φορολογικής διοίκησης όπως επιτρέπεται σήμερα. Οι πληροφορίες αυτές δεν έχουν τη δεσμευτικότητα εισαγγελικής παραγγελίας και μπορούν να αξιοποιηθούν από την ΑΑΔΕ με βάση το σύστημα ανάλυσης κινδύνου. Με τον τρόπο αυτό, παρέχεται πρόσβαση σε μεγάλο όγκο πληροφοριών στη Φορολογική Διοίκηση, ο οποίος δεν είναι προσπελάσιμος σήμερα, για να επιτευχθεί από την πλευρά της η καίριας ταξινόμηση των χαρακτηριστικών επικινδυνότητας φοροδιαφυγής (risk profiling). Επίσης η ως άνω διάταξη μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο προς τον σκοπό της πρόταξης των σημαντικών υποθέσεων από την πλευρά του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, όπως άλλωστε προκύπτει και από την προτεινόμενη, με το παρόν σχέδιο νόμου προσθήκη στην παρ. 4 του άρ. 17Α του ν. 2523/1997.
Ρύθμιση θεμάτων σχετικών με την αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997 (Α’ 179) αντικαθίσταται ως εξής:
«Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος ορίζεται με τον αναπληρωτή του, εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό εισαγγελέα εφετών ή αντεισαγγελέα εφετών, από εκείνους που υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών.»
2. Η παρ. 3 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος έχει ως αρμοδιότητα τη διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τελέσεως κάθε είδους φορολογικών και οικονομικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων συναφών, εφόσον αυτά διαπράττονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία. Η κατά τόπο αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος επεκτείνεται σε όλη την Επικράτεια. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, για την άσκηση των καθηκόντων του , ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος έχει την εποπτεία, καθοδήγηση και το συντονισμό των ενεργειών των γενικών κατά το άρθρο 33 παράγραφος 1 περίπτωση α’ του Κ.Π.Δ. και ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων, ιδίως δε υπαλλήλων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) και της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, εντός των σχετικών αρμοδιοτήτων τους».
3. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «προτάσσοντας εκείνες τις υποθέσεις που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»
4. Η παρ. 5 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:«α) Για τη διερεύνηση των υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητά του ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, ο αναπληρωτής αυτού και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τον συνεπικουρούν μπορούν να παραγγέλλουν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης αποκλειστικά από τους κατά την παράγραφο 3 γενικούς ή ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους. Ειδικά για τους υπαλλήλους της Α.Α.Δ.Ε. η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης παραγγέλλεται αποκλειστικά και μόνο στους τελωνειακούς υπαλλήλους και τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων και μόνο για υποθέσεις που εμπίπτουν στις ελεγκτικές τους αρμοδιότητες. Οι λοιποί υπάλληλοι της ΑΑΔΕ που έχουν προανακριτικά καθήκοντα σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, διενεργούν προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας που εκδίδεται μόνο μετά από αίτημα της ελεγκτικής υπηρεσίας της ΑΑΔΕ στην οποία ανήκουν προς τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Κατ’ εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου, οι υπάλληλοι της ΑΑΔΕ που αναφέρονται σε αυτό διενεργούν προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, για υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί και διαβιβαστεί στην ΑΑΔΕ μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας παραγράφου, εισαγγελική παραγγελία και έχουν προτεραιοποιηθεί ή πρόκειται να προτεραιοποιηθούν έως τις 31.7.2017. β) Με την επιφύλαξη της περ. α’ της παρούσας παραγράφου, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος και οι λοιποί Εισαγγελείς δεν παραγγέλλουν στις Υπηρεσίες και το προσωπικό της ΑΑΔΕ τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, ούτε διαβιβάζουν με οποιαδήποτε διαδικασία εντολές ή αιτήματα διενέργειας φορολογικών ελέγχων. Η εκτέλεση των ανωτέρω εισαγγελικών παραγγελιών ανατίθεται σε Υπηρεσία εκτός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων με ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, που εποπτεύονται από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και με αρμοδιότητα την έρευνα τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής ή λοιπών οικονομικών αδικημάτων. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν από την 1η Αυγούστου 2017.»
5. Η παρ. 7 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«Με σύμφωνη γνώμη του εποπτεύοντος Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που έχει ορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος και ο αναπληρωτής αυτού μπορούν να παραγγέλλουν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, χωρίς να στερούνται τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, μετά το πέρας της οποίας ενημερώνονται εγγράφως για την πορεία της.
6. Η παρ. 8 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι εισαγγελικοί λειτουργοί της παραγράφου 1 έχουν πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για τις υποθέσεις τις οποίες ερευνούν, μη υποκείμενοι στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου είδους απορρήτου και σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με ισχύοντες κανόνες ιχνηλασιμότητας. Επίσης, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξή τους σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων, ακινήτων και κινητών, προς το σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, σε περίπτωση διενεργούμενης ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης για την εξακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για χρονικό διάστημα μέχρι ένα (1) έτος που μπορεί να παρατείνεται είτε με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από τον Οικονομικό Εισαγγελέα ή τον αναπληρωτή του, είτε με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από Εισαγγελικό λειτουργό που συνεπικουρεί τον Οικονομικό Εισαγγελέα, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω, ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης. Η διάταξη εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του καθ’ ου ή τρίτου και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν, θυρίδα, κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο. Η δέσμευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης προς τον οργανισμό ή την υπηρεσία προς την οποία απευθύνεται. Ως χρονική στιγμή αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης της παρούσας παραγράφου προς τους αρμόδιους οργανισμούς και υπηρεσίες λογίζεται η ημέρα που γνωστοποιείται με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, ιδίως δε τηλεομοιοτυπικά, η διάταξη στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών, την Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, οι οποίες οφείλουν να ενημερώνουν αμελλητί τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής. Με τον ίδιο τρόπο η διάταξη γνωστοποιείται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων , η οποία δεν κωλύεται να λαμβάνει όλα τα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις μέτρα διασφάλισης. Η διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι δύνανται να προσφύγουν και να ζητήσουν την άρση της με αίτησή τους είτε προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από τον Οικονομικό Εισαγγελέα ή τον αναπληρωτή του, είτε προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από εισαγγελικό λειτουργό που συνεπικουρεί τον Οικονομικό Εισαγγελέα, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται ή τροποποιείται αντίστοιχα, εάν προκύψουν νέα στοιχεία.
Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης: i) στην περίπτωση που παραγγέλλεται από τον Οικονομικό Εισαγγελέα άσκηση ποινικής δίωξης εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κ.Π.Δ. και Π) στην περίπτωση αρχειοθέτησης της ποινικής δικογραφίας η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν θίγουν τυχόν διασφαλιστικά μέτρα που έχουν ληφθεί από τη φορολογική διοίκηση, ούτε εμποδίζουν την τελευταία να λάβει τέτοια μέτρα. Με τη σύμφωνη γνώμη του εποπτεύοντος, κατά την παράγραφο 2, Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος μπορεί να παραγγέλλει την έκδοση της διάταξης του παρόντος άρθρου και προς τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος εκδίδει τη διάταξη σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου, οι διατάξεις της οποίας εφαρμόζονται ανάλογα. Η προσφυγή κατά της διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών εισάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Στην περίπτωση έκδοσης διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών σύμφωνα με τα δύο προηγούμενα εδάφια, το κατά τόπο αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο και για την έκδοση βουλεύματος, με το οποίο δύναται να παραταθεί η διάρκεια της δέσμευσης, σε περίπτωση δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης.»
Άρθρο 64
Γνωστοποίηση παραβάσεων φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας από τις εισαγγελικές αρχές προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων Ο αρμόδιος Εισαγγελέας δύναται να γνωστοποιεί εγγράφως στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) πιθανολογούμενες παραβάσεις της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, διαβιβάζοντας έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα που περιέρχονται στη διάθεσή του, τα οποία μπορούν να αξιοποιούνται από την ως άνω Αρχή στο σύστημα ανάλυσης κινδύνου της, στο πλαίσιο του φορολογικού ή τελωνειακού ελέγχου, όταν κρίνεται σκόπιμο από αυτήν, σύμφωνα με τις εκάστοτε κείμενες διατάξεις. Η γνωστοποίηση του προηγουμένου εδαφίου δεν επέχει θέση εισαγγελικής παραγγελίας για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης σύμφωνα με τον ΚΠΔ, ούτε δεσμεύει την ΑΑΔΕ για διενέργεια ελέγχου. Επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και σε περίπτωση θέσης της
υπόθεσης στο αρχείο κατ’ άρθρο 43 ΚΠΔ ή περάτωσής της καθ’ οιονδήποτε τρόπο.
Ο Εισαγγελέας δεν προβαίνει σε γνωστοποίηση, εάν κρίνει ότι αυτή δυσχεραίνει ουσιωδώς την έρευνα για την τέλεση ποινικού αδικήματος.
2. Συμπληρώνεται το άρθρο 26 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν.4174/2013), σχετικά με τον τρόπο επιλογής των υποθέσεων προς έλεγχο.
Τίθενται νέες διατάξεις στον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε., ν.δ.356/1974), σύμφωνα με τις οποίες, καθορίζεται, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., ο τρόπος προσδιορισμού της εμπορικής αξίας του ακινήτου που κατάσχεται, το αρμόδιο όργανο προσδιορισμού της αξίας αυτής, ο τρόπος καθορισμού της αμοιβής του καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα. Μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, λαμβάνεται υπόψη η εμπορική αξία των ακινήτων που κατάσχονται σύμφωνα με τον Κ.Ε.Δ.Ε. και ως τιμή πρώτης προσφοράς λαμβάνεται υπόψη η αξία αυτή (εμπορική), όπως αυτή προσδιορίζεται κατά τον χρόνο της κατάσχεσης. (άρθρα 77 – 78)
Τροποποίηση άρθρου 26 ν. 4174/2013 (Α’ 170)
Με την προτεινόμενη τροποποίηση της παραγράφου 1 του άρθρου 26, εξειδικεύεται η υποχρέωση της Φορολογικής Διοίκησης να ελέγχει υποθέσεις κατά προτεραιότητα, επιλέγοντας αυτές με κριτήρια ανάλυσης κινδύνου από εσωτερικές και εξωτερικές πηγές πληροφόρησης (στοιχεία από πιστωτικά ιδρύματα, κλπ.), αξιοποιώντας με τον τρόπο αυτό ευρύτερο πεδίο διαθέσιμων πληροφοριών, με στόχο την αύξηση της αποτελεσματικότητας και εισπραξιμότητας των διενεργούμενων ελέγχων. Με την προτεινόμενη τροποποίηση της παραγράφου 2 οριοθετείται σε νέα πιο ορθολογική βάση ο φορολογικός έλεγχος. Συγκεκριμένα, με τις εν λόγω διατάξεις ορίζεται ότι ο έλεγχος εστιάζει κατά προτεραιότητα καταρχήν στα τρία πιο πρόσφατα φορολογικά έτη, και μόνο εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι, που καθορίζονται με βάση κριτήρια ανάλυσης κινδύνου, εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές ή άλλα κριτήρια τα οποία δεν δημοσιοποιούνται, επεκτείνεται και στα δύο προηγούμενα φορολογικά έτη ή χρήσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο έλεγχος καθίσταται αποδοτικότερος και αποτελεσματικότερος, δεδομένου ότι κατευθύνεται
πλέον εκεί που υπάρχει πραγματικό φορολογικό ενδιαφέρον. Η νέα αυτή προσέγγιση, που είχε ήδη ξεκινήσει από την τροποποίηση του άρθρου 26 του ν. 4174/2013 με το άρθρο 61 του ν. 4342/2015, θα καταστήσει πιο ευέλικτο τον έλεγχο και θα του επιτρέψει να στραφεί σε πρόσφατα έτη για τα οποία είναι ευχερέστερη η αναζήτηση στοιχείων και πληροφοριών, με πιο άμεσα αποτελέσματα και δυνατότητα επέκτασής του στα δύο προηγούμενα φορολογικά έτη ή χρήσεις, μόνο όταν κρίνεται σκόπιμο με βάση τα καθοριζόμενα ελεγκτικά κριτήρια.
Άρθρο 78
Τροποποιήσεις Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων
Με τις προτεινόμενες διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 36 του ν.δ 356/1974 (ΚΕΔΕ) εναρμονίζεται το δίκαιο της διοικητικής εκτέλεσης με το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης ως προς τον τρόπο της εκτίμησης της αξίας του κατασχεθέντος ακινήτου, η οποία πλέον είναι η εμπορική αξία αυτού. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται για τις κατασχέσεις που επιβάλλονται μετά την έκδοση της κοινής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της ΑΑΔΕ και στην οποία θα καθορίζεται ο τρόπος προσδιορισμού της εμπορικής αξίας του ακινήτου που κατάσχεται, το αρμόδιο όργανο προσδιορισμού της αξίας αυτής, ο τρόπος καθορισμού της αμοιβής του καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα. Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 39 του ν.δ 356/1974 (ΚΕΔΕ) εναρμονίζεται το δίκαιο της διοικητικής εκτέλεσης με το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης ως προς τον ορισμό της τιμής πρώτης προσφοράς του ακινήτου που εκπλειστηριάζεται, η
οποία πλέον είναι η εμπορική αξία αυτού, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο επιβολής της κατάσχεσης, ρύθμιση η οποία θα τεθεί σε ισχύ μετά την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 7 του άρθρου 36.
Τροποποίηση άρθρου 26 ν. 4174/2013 (Α’ 170)
1. Η παρ. 1 του άρθρου 26 του ν.4174/2013 (Α’ 170), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι υποθέσεις που ελέγχονται κατά προτεραιότητα, επιλέγονται με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων με βάση κριτήρια ανάλυσης
κινδύνου, στοιχεία από εσωτερικές και εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ή, εξαιρετικά, με βάση άλλα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και δεν δημοσιοποιούνται.»2. Η παρ. 2 του άρθρου 26 του ν.4174/2013, αντικαθίσταται ως εξής:
«2.α. Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία εκδίδεται έως το τέλος κάθε έτους και δύναται να τροποποιηθεί οποτεδήποτε, καθορίζεται ο αριθμός των μερικών ή και πλήρων ελέγχων που θα διενεργούνται εντός του επόμενου έτους κατά προτεραιότητα, με βάση κριτήρια ανάλυσης κίνδυνου, στοιχεία από εσωτερικές και εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με βάση άλλα κριτήρια, σύμφωνα με την προηγούμενη περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των ελεγκτών κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης και του αριθμού των διενεργηθέντων ελέγχων κατά τους προηγούμενους δώδεκα μήνες από τον μήνα έκδοσης της απόφασης. Στην απόφαση ορίζεται, επίσης, το ποσοστό των πλήρων και μερικών ελέγχων για φορολογικά έτη, χρήσεις, υποθέσεις, περιόδους ή υποχρεώσεις που αφορούν στην τελευταία πενταετία, συμπεριλαμβανομένου και του έτους έκδοσης της απόφασης, το οποίο δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσοστού 70% του συνόλου πλήρων και μερικών ελέγχων, αντίστοιχα, των κατά προτεραιότητα ελεγχόμενων υποθέσεων,
καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα. Ειδικά, για το έτος 2016 το ανωτέρω ποσοστό ορίζεται σε 50% και για το έτος 2017 σε 60%.
β. Για ελέγχους που διενεργούνται από 1.1.2018, ποσοστό τουλάχιστον 75% των ελέγχων που ορίζονται στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α’ της παρούσας παραγράφου αφορούν κατ’ αρχήν σε ελέγχους της τελευταίας τριετίας για τις οποίες έχει λήξει η προθεσμία υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Οι έλεγχοι του προηγούμενου εδαφίου μπορούν να επεκτείνονται στα δύο προηγούμενα, πέραν της τελευταίας τριετίας, φορολογικά έτη ή χρήσεις, με βάση κριτήρια κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.»
Άρθρο 78
Τροποποιήσεις Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων
1. Στο άρθρο 36 του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90) προστίθενται νέες παράγραφοι ως εξής:
«6. Για τις κατασχέσεις που επιβάλλονται μετά την έκδοση της απόφασης της παρανράφου 7 εφαρμόζονται οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του
άρθρου 993 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
7. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων καθορίζεται ο τρόπος προσδιορισμού της εμπορικής αξίας του ακινήτου που κατάσχεται, το αρμόδιο όργανο προσδιορισμού της αξίας αυτής, ο τρόπος καθορισμού της αμοιβής του καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα. » 2. Στο άρθρο 39 του ν.δ. 356/1974 προστίθεται νέα παράγραφος ως εξής:
«7. Για τις κατασχέσεις που επιβάλλονται μετά την έκδοση της απόφασης της παρ. 7 του άρθρου 36 εφαρμόζονται οι διατάξεις του τέταρτου εδαφίου της παρ. 1 του
άρθρου 995 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.»
3. Τίθενται μεταβατικές διατάξεις, σχετικά με τα επιβαλλόμενα πρόστιμα Φ.Π.Α. για πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία. Ειδικότερα ορίζεται ότι:
Για παραβάσεις για τις οποίες προβλέπεται η επιβολή προστίμων του άρθρου 6 του ν. 2523/1997 και της περίπτωσης δ’ της παρ. 2 του άρθρου 55 του ν. 4174/2013, για τις οποίες κατά την ημερομηνία κατάθεσης του υπό ψήφιση νόμου δεν έχουν εκδοθεί οι οριστικές πράξεις επιβολής προστίμων, δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα των προαναφερομένων διατάξεων, αλλά επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που εξέπεσε ή που επιστράφηκε ή που δεν αποδόθηκε, ανεξάρτητα εάν δεν προκύπτει τελικά ποσό φόρου για καταβολή.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και επί εκκρεμών κατά την κατάθεση του υπό ψήφιση νόμου υποθέσεων, εφόσον η εφαρμογή τους συνεπάγεται ευνοϊκότερο καθεστώς για τον υπόχρεο, υπό τις οριζόμενες προϋποθέσεις (ανέκκλητη δήλωση ανεπιφύλακτης αποδοχής των παραβάσεων, άμεση καταβολή του προστίμου κ.λπ.). Ποσά που έχουν καταβληθεί δεν επιστρέφονται, δεν συμψηφίζονται και δεν αναζητούνται. (άρθρο 79)
Πρόστιμο Φ.Π.Α. για πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία Με τις προτεινόμενες διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 θεσπίζονται αναγκαίες
μεταβατικές διατάξεις, συνεπεία της κατάργησης του άρθρου 6 του ν. 2523/97 και της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 55 του ν. 4174/2013, ώστε να προβλέπεται η επιβολή των ίδιων κυρώσεων, τόσο για τις υποθέσεις για τις οποίες είχαν επιβληθεί είτε οι κυρώσεις του άρθρου 6 του ν. 2523/1997 είτε του άρθρου 55 παρ. 2 περ. δ’ του ν. 4174/2013 και οι οποίες εκκρεμούν κατά την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος σχεδίου νόμου, όσο και για ανάλογες περιπτώσεις που θα προκόψουν μελλοντικά. Η προτεινόμενη διάταξη αποσκοπεί στον εξορθολογισμό των κατά τις ως άνω διατάξεις επιβληθέντων προστίμων και στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από τις εν λόγω εκκρεμείς υποθέσεις.
Πρόστιμο Φ.Π.Α. για πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία
1. Για παραβάσεις για τις οποίες προβλέπεται η επιβολή προστίμων του άρθρου 6 του ν. 2523/1997 (Α’ 179) και της περίπτωσης δ’ της παρ. 2 του άρθρου 55 του ν. 4174/2013 (Α’ 170), για τις οποίες κατά την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος δεν έχουν εκδοθεί οι οριστικές πράξεις επιβολής προστίμων, δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα των προαναφερομένων διατάξεων, αλλά επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που εξέπεσε ή που επιστράφηκε ή που δεν αποδόθηκε, ανεξάρτητα εάν δεν προκύπτει τελικά ποσό φόρου για καταβολή.2. Οι διατάξεις της παρ. 1 εφαρμόζονται και επί εκκρεμών κατά την κατάθεση του παρόντος υποθέσεων, εφόσον η εφαρμογή τους συνεπάγεται ευνοϊκότερο καθεστώς για τον υπόχρεο. Ως εκκρεμείς υποθέσεις νοούνται οι υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικράτειας κατόπιν άσκησης εμπρόθεσμης ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής ή τακτικού ενδίκου μέσου ή αίτησης αναίρεσης ή για τις οποίες εκκρεμεί η προθεσμία άσκησης ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής ή τακτικού ενδίκου μέσου ή αίτησης αναίρεσης, καθώς και υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί οι σχετικές πράξεις ή αποφάσεις αλλά δεν έχουν κοινοποιηθεί. Ως εκκρεμείς νοούνται, επίσης, οι υποθέσεις οι οποίες έχουν συζητηθεί και δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση του δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί μη αμετάκλητη απόφαση και δεν έχει κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο.
3. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1 επί των υποθέσεων της παρ. 2, απαιτείται η εκ μέρους του ενδιαφερομένου ταυτόχρονη υποβολή σχετικής αίτησης και ανέκκλητης δήλωσης ανεπιφύλακτης αποδοχής των ως άνω παραβάσεων, κάθε πράξης ή απόφασης της διεύθυνσης επίλυσης διαφορών ή του δικαστηρίου, και καταβολή του συνόλου της οφειλής, που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1, άμεσα ή το αργότερο εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της δήλωσης αποδοχής, άλλως δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μην έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης αποδοχής. Ποσά που έχουν καταβληθεί δεν επστρέφονται, δεν συμψηφίζονται και δεν αναζητούνται, λόγω εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.
Η αίτηση-δήλωση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της αρχής που εξέδωσε την πράξη. Στις περιπτώσεις που η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων, με την ως άνω δήλωση αποδοχής συνυποβάλλεται και σχετική βεβαίωση της γραμματείας του αρμόδιου δικαστηρίου για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση. Αν έχει εκδοθεί μη αμετάκλητη απόφαση, η ως άνω βεβαίωση πρέπει να διαλαμβάνει αν η απόφαση επιδόθηκε στον αντίδικο του Δημοσίου και, σε καταφατική περίπτωση, την ημεροχρονολογία της επίδοσης. Επί υποθέσεων που είχαν ήδη συζητηθεί, αλλά δεν είχε εκδοθεί ακόμη απόφαση ή είχε εκδοθεί αλλά δεν είχε καταστεί αμετάκλητη, λόγω ύπαρξης προθεσμίας άσκησης ή λόγω άσκησης ενδίκου μέσου κατά της απόφασης, η κατά τα ανωτέρω συνυποβαλλομένη δήλωση ανέκκλητης
αποδοχής και η συνεπεία αυτής καταβολή της οφειλής κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ενέχει, κατά περίπτωση, και παραίτηση των διαδίκων από του δικαιώματος τους να απαιτήσουν τη συμμόρφωση προς την τυχόν εκδοθησομένη δικαστική απόφαση ή να ασκήσουν οποιοδήποτε τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο κατ’ αυτής ή παραίτηση από του δικογράφου του ασκηθέντος ενδίκου μέσου. Ειδικώς δε, σε υποθέσεις που δεν έχουν συζητηθεί ή έχουν συζητηθεί και δεν έχει εκδοθεί απόφαση του δικαστηρίου, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 142 του ν. 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, Α’ 97), τα αποτελέσματα της οποίας επέρχονται με την περιέλευση στη γραμματεία του δικαστηρίου σχετικής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της φορολογικής αρχής που εξέδωσε την πράξη, με περιεχόμενο την περάτωση της διαδικασίας του παρόντος άρθρου.