Τέθηκε σε ισχύ η «ευρωπαϊκή εντολή έρευνας» (“European Investigation Order”- Οδηγία 2014/41/ΕΕ ), η οποία απλουστεύει πλέον το έργο των δικαστικών αρχών όταν ζητούν αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται σε άλλη χώρα της ΕΕ.
Για παράδειγμα, εάν οι γαλλικές δικαστικές αρχές εντοπίσουν τρομοκράτες που κρύβονται στο Βέλγιο, μπορούν να ζητήσουν από τους Βέλγους ομολόγους τους να ανακρίνουν μάρτυρες ή να διεξαγάγουν κατ’ οίκον έρευνες για λογαριασμό τους. Το νέο αυτό εργαλείο θα απλοποιήσει και θα επιταχύνει τις διασυνοριακές ποινικές έρευνες.
Η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας βασίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε χώρα της ΕΕ υποχρεούται να αναγνωρίζει και να εκτελεί το αίτημα της άλλης χώρας, όπως θα έπραττε με μια απόφαση που θα προερχόταν από τις δικές της αρχές.
Η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας θα προσφέρει τα εξής πλεονεκτήματα:
-Δημιουργεί ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο νομικό μέσο με ευρύ πεδίο εφαρμογής — Θα αντικαταστήσει το υφιστάμενο κατακερματισμένο νομικό πλαίσιο για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Θα καλύπτει, για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, ολόκληρη τη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, από τη δέσμευση αποδεικτικών στοιχείων έως τη μεταφορά υφιστάμενων αποδεικτικών στοιχείων.
-Ορίζει αυστηρές προθεσμίες για τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων που ζητούνται — Τα κράτη μέλη έχουν έως 30 ημέρες για να αποφασίσουν αν θα κάνουν δεκτό ένα αίτημα. Εάν το κάνουν δεκτό, έχουν προθεσμία 90 ημερών για να εκτελέσουν το ερευνητικό μέτρο που ζητείται. Τυχόν καθυστέρηση θα γνωστοποιείται στην χώρα της ΕΕ που εξέδωσε την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας.
-Περιορίζει τους λόγους για την απόρριψη αυτών των αιτημάτων — Η παραλήπτρια αρχή δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση της εντολής παρά μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, π.χ. εάν το αίτημα αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές δικαίου της χώρας ή βλάπτει συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας.
-Μειώνει τη γραφειοκρατία μέσω της θέσπισης ενιαίου τυποποιημένου εντύπου μεταφρασμένου στην επίσημη γλώσσα του κράτους εκτέλεσης, με το οποίο οι αρχές μπορούν να ζητούν βοήθεια κατά την αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων.
-Προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα υπεράσπισης — Οι αρχές έκδοσης πρέπει να αξιολογούν την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα του ζητούμενου ερευνητικού μέτρου. Η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας πρέπει να εκδίδεται ή να επικυρώνεται από δικαστική αρχή, και η έκδοσή της μπορεί να ζητηθεί από ύποπτο ή κατηγορούμενο, ή από δικηγόρο που ενεργεί εξ ονόματός του, σύμφωνα με τα δικαιώματα υπεράσπισης και τις εθνικές ποινικές διαδικασίες. Τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ένδικα μέσα ισοδύναμα με αυτά που θα ήταν διαθέσιμα σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση και να φροντίζουν ώστε τα άτομα που αφορά η εντολή να ενημερώνονται δεόντως για τις δυνατότητες αυτές.
Ειδικότερα, η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας παρέχει τις εξής δυνατότητες:
-προσωρινή μεταγωγή κρατουμένων με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων·
-έλεγχοι στους τραπεζικούς λογαριασμούς και στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές υπόπτων ή κατηγορουμένων·
-μυστικές έρευνες και παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών·
-μέτρα προστασίας αποδεικτικών στοιχείων.
Τα παραδοσιακά εργαλεία έρευνας δεν είναι πάντοτε προσαρμοσμένα στον ψηφιακό κόσμο όπου ζούμε. Οι δικαστικές αρχές χρειάζονται τρόπους πρόσβασης σε αποδεικτικά στοιχεία στο υπολογιστικό νέφος τα οποία βρίσκονται σε άλλη χώρα της ΕΕ ή αλλού στον κόσμο. Η Επιτροπή επεξεργάζεται αυτή τη στιγμή λύσεις που θα εξοπλίσουν τις δικαστικές αρχές με σύγχρονα εργαλεία έρευνας, τα οποία θα απλοποιήσουν τη δυνατότητα πρόσβασής τους σε ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία.
Επόμενα βήματα
Τα κράτη μέλη είχαν το χρονικό περιθώριο να μεταφέρουν την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας στην εθνική τους νομοθεσία έως σήμερα, 22 Μαΐου 2017. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αναλύσει τώρα την κατάσταση όσον αφορά την εφαρμογή της εντολής και θα ζητήσει εξηγήσεις από τα κράτη μέλη σε περίπτωση που δεν έχουν ακόμη λάβει τα αναγκαία μέτρα.
Στη σύνοδο του Συμβουλίου Υπουργών Δικαιοσύνης που θα πραγματοποιηθεί στις 8 Ιουνίου, η Επιτροπή θα παρουσιάσει λύσεις για τη βελτίωση της διασυνοριακής πρόσβασης σε ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία.
Ιστορικό
Η οδηγία βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων στον τομέα της συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για χρήση σε ποινικές διαδικασίες.
Η οδηγία αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις χώρες της ΕΕ εκτός από τη Δανία και την Ιρλανδία, οι οποίες δεν συμμετέχουν. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να συμμετάσχει στην προταθείσα οδηγία. Η οδηγία αντικαθιστά τα υφιστάμενα ενωσιακά συστήματα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, και ιδίως τη σύμβαση του 2000 για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή και την απόφαση-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ σχετικά με τη δέσμευση αποδεικτικών στοιχείων.
Στις 21 Μαΐου 2010 επτά κράτη μέλη της ΕΕ (Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Εσθονία, Ισπανία, Σλοβενία και Σουηδία) παρουσίασαν μια πρωτοβουλία για τη θέσπιση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας. Η οδηγία εγκρίθηκε από κοινού από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2014. (europa.eu)
Περισσότερες πληροφορίες
Οδηγία 2014/41/ΕΕ περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις