Σύντομα κάποιες από τις βαλκανικές χώρες θα μας ξεπεράσουν σε κατά κεφαλήν εισόδημα. Από την Ρουμανία και την Πολωνία, έως την Ουγγαρία και την Βουλγαρία, οι οικονομίες αναπτύσσονται με ρυθμούς 3%,4% και 5%, συγκλίνοντας ολοένα και περισσότερο με το μέσο ευρωπαϊκό όρο, όταν εμείς συνεχώς αποκλίνουμε.
Τα λόγια είναι του καθηγητή Οικονομικών στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Χάρρυ Παπαπανάγου, που εξηγεί γιατί τα επόμενα χρόνια η ΝΑ Ευρώπη θα υπερκεράσει την Ελλάδα.
Σχολιάζει τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat που δείχνουν ότι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης καταγράφουν την πιο ισχυρή ανάπτυξη, και εξηγεί τον τρόπο που αυτές πέτυχαν να συγκρατήσουν το δημόσιο χρέος τους σε επίπεδα 30% και 40%. Εκτιμά ότι τα επόμενα χρόνια μπορεί να δούμε ένα μεταναστευτικό ρεύμα Ελλήνων επιστημόνων και εργαζομένων προς τις πιο ανεπτυγμένες από τις χώρες της γειτονιάς μας, ενώ κάνει ειδική μνεία στα επιτεύγματα της Ρουμανίας. Χώρα όπου ο βιομηχανικός τομέας συνεισφέρει με… 41% στο ΑΕΠ, έναντι 25,6% του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
-Έχουμε πάρει σαν χώρα την κάτω βόλτα, όταν τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat δείχνουν πως οι γείτονές μας τρέχουν…
Πράγματι οι χώρες αυτές της ΝΑ Ευρώπης και των Βαλκανίων συγκλίνουν προς τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, ενώ αντιθέτως η Ελλάδα αποκλίνει. Και δεν είναι τόσο το γεγονός ότι αυτές τρέχουν πολύ, όσο κυρίως ότι η Ελλάδα οπισθοδρομεί με πολύ γοργούς ρυθμούς. Το 2008 είχαμε σχεδόν συγκλίνει με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, δηλαδή βρισκόμασταν κοντά στο 97% του μέσου κατά κεφαλήν ευρωπαϊκού εισοδήματος, σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης. Σήμερα βρισκόμαστε στο 69,7%. Τείνουμε να γίνουμε οι παρίες της Αν.Ευρώπης.
– Όταν την ίδια στιγμή οι γείτονες μας με τι ρυθμούς κινούνται;
Στην Σλοβενία για παράδειγμα, το 2008 το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν κάτω του 55% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, και σήμερα βρίσκεται στο 81,2%. Και για να μιλήσουμε σε απόλυτους αριθμούς, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα από περίπου 32.000 δολάρια το 2008, έπεσε πέρυσι στα 26.000 δολάρια, καταγράφοντας μια μείωση περίπου 20%. Αντιθέτως τα κατά κεφαλήν εισοδήματα όλων των ανατολικών χωρών αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς, καθώς οι περισσότερες από αυτές παρουσιάζουν ρυθμούς ανάπτυξης πολύ άνω του 3%. Για παράδειγμα η Ρουμανία είχε πέρυσι ρυθμό ανάπτυξης 5%, τον υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Μαυροβούνιο 5,1%, ενώ ακόμη και η Τουρκία, παρά τα αρκετά της προβλήματα, έτρεξε πέρυσι με 3,3%.
-Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Τι θα συμβεί σε πέντε χρόνια από σήμερα εφόσον εκείνοι συνεχίσουν να αναπτύσσονται με ρυθμούς 3% και 4% και εμείς παλεύουμε ακόμη με τα πλεονάσματα;
Σκεφτείτε ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης στα Βαλκάνια προβλέπεται να είναι 3% για το 2017, 3,1% για το 2018, 3,2% για το 2019, και πάνω από 3,3% από το 2020 και μετά. Σε εμάς, ακόμη και να επαληθευτούν οι προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου, (ενδεικτικά 1,7% φέτος, 2,4% το 2018, 2,6% το 2019, 2,3% το 2020, κ.ο.κ.), οι ρυθμοί θα είναι πολύ χαμηλότεροι από εκείνους των γειτόνων μας. Αλλά τα μέτρα ύψους 5 δισ. ευρώ που ψηφίσαμε χθες για τα επόμενα χρόνια, λόγω του αρνητικού πολλαπλασιαστικού τους αποτελέσματος στο ΑΕΠ, θα περιορίσουν κατά την γνώμη μου το ρυθμό ανάπτυξης σε επίπεδα χαμηλότερα του 1,7%. Τούτο σημαίνει ότι οι χώρες της ΝΑ και Αν. Ευρώπης θα αναπτύσσονται με σχεδόν διπλάσιο ρυθμό απ’ ότι η Ελλάδα. Σαν φυσικό επακόλουθο, σε σύντομο χρονικό διάστημα κάποιες από αυτές θα μας ξεπεράσουν σε κατά κεφαλήν εισόδημα. Με άλλα λόγια ο μέσος Βούλγαρος, Ρουμάνος ή Σλοβένος, θα είναι πλουσιότερος του μέσου Έλληνα.
– Βλέπετε τελικά να γινόμαστε μετανάστες στην Αν. Ευρώπη;
Αν η Ελλάδα δεν κατορθώσει να ανακάμψει σύντομα, θα δούμε όλο και περισσότερους Έλληνες μετανάστες όχι μόνο στην Β. Ευρώπη, αλλά και στις χώρες των Βαλκανίων και της Μαύρης Θάλασσας. Σήμερα το φαινόμενο εντοπίζεται σε επίπεδο επιχειρήσεων καθώς υπάρχει στην γειτονιά μας ένα πολύ πιο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Δεν καταγράφεται τουλάχιστον μαζικά σε επίπεδο ελευθέρων επαγγελματιών ή και απλών εργαζομένων. Αν και θα σας έλεγα πως το τελευταίο διάστημα, αρχίζει να υπάρχει μια τέτοια τάση φυγής εργαζομένων και προς κάποιες χώρες των Βαλκανίων.
– Σε τι επίπεδα κυμαίνονται οι μισθοί στις χώρες αυτές; Κινούνται ακόμη σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα του ελληνικού ή μήπως αυτό αποτελεί πλέον ένα μύθο;
Όχι είναι ακόμη χαμηλότεροι του ελληνικού. Το χαμηλό εργατικό κόστος είναι και ένας από τους λόγους για την υψηλή ανταγωνιστικότητα των συγκεκριμένων οικονομιών. Όταν ο μέσος μισθός στην Ελλάδα διαμορφώνεται ακόμη στα 1.500 δολάρια, στις χώρες της Αν. Ευρώπης είναι γύρω στα 700 δολάρια, και στα Βαλκάνια γύρω στα 1.000 δολάρια. Αυτά όμως σιγά-σιγά αλλάζουν.
– Το κόστος ζωής που βρίσκεται; Μήπως λόγω της ανάπτυξης έχει προσεγγίσει το ελληνικό;
Αν και πράγματι έχει αυξηθεί, παρ’ όλα αυτά δεν έχει προσεγγίσει ακόμη το κόστος ζωής στην Ελλάδα. Σε εμάς παρά τα οκτώ χρόνια ύφεσης, παραμένει αρκετά πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, ακριβώς λόγω των ισχυρών μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών χαρακτηριστικών πολλών αγορών. Για παράδειγμα, η αγορά βασικών τροφίμων στην Ελλάδα είναι έντονα ολιγοπωλιακή, και θα γίνει ακόμη περισσότερο, καθώς κυριαρχείται από τέσσερις αλυσίδες σουπερ-μάρκετ και πέντε μεγάλους προμηθευτές που ελέγχουν το 84,7% της αγοράς. Αντίθετα στις χώρες της Αν. Ευρώπης παραμένει ακόμη ζωντανό το παλιό ελληνικό μοντέλο του μπακάλικου.
-Πως φτάσαμε ως εδώ κε καθηγητά; Έφταιξαν μόνο τα μνημόνια;
Δηλαδή τι κάνουν οι άλλοι καλύτερα από εμάς; Πρώτα απ’ όλα θα σας πω ότι η περιοχή της Αν. Ευρώπης ξεχωρίζει για το πολύ υγιές δημοσιονομικό της περιβάλλον. Δηλαδή μικρά δημόσια χρέη της τάξης του 30%-35% του ΑΕΠ, όταν εμείς ακόμη και στις εποχές της ευμάρειας του 2006, είχαμε ένα τεράστιο χρέος, της τάξης του 103%. Με το χρέος δεν παίζεις, εμείς παίξαμε και χάσαμε. Σκεφτείτε ότι το χρέος στη γειτονική μας FYROM είναι στο 38,3% του ΑΕΠ, στη Βουλγαρία 30,2% του ΑΕΠ, στη Ρουμανία 39,7% του ΑΕΠ και στην Τουρκία μόλις 30,7%.
– Πως όμως το κατάφεραν;
Ίσως να έπαιξε ρόλο και μια νοοτροπία που κληρονόμησαν από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Εμπάσει περιπτώση, όλες αυτές οι χώρες κράτησαν χαμηλά τις δημόσιες δαπάνες τους, και δεν επιδόθηκαν σε σπατάλες με αποτέλεσμα τα δημοσιονομικά τους να είναι υγιέστατα. Σκεφτείτε ότι στις περισσότερες χώρες το δημοσιονομικό έλλειμμα, δηλαδή η διαφορά εσόδων και εξόδων, είναι γύρω στο 3%, ποσοστό που ικανοποιεί το κριτήριο του Μάαστριχτ, και άρα δεν συσσωρεύουν χρέος. Σαν αποτέλεσμα ο μέσος όρος δημοσίου χρέους στην Αν. Ευρώπη βρίσκεται κάτω του 60%, επίσης καλύπτοντας αντίστοιχο κριτήριο του Μάαστριχτ. Συνεπώς, το υγιές αυτό περιβάλλον τους δίνει την δυνατότητα να χρηματοδοτούν την ανάπτυξή τους χωρίς ιδιαίτερα προσκόμματα, και να βγαίνουν εύκολα στις αγορές.
– Σε τι επίπεδα κυμαίνεται η ανεργία;
Στη Ρουμανία, το 2016 η ανεργία διαμορφώθηκε στο 6,4%, στην Βουλγαρία στο 8,6%, και στην Σλοβενία στο 7,9%, και ο μέσος όρος των Βαλκανίων φτάνει στο 15%. Δίχως υπερβολή, θα σας έλεγα ότι ο μέσος όρος ανεργίας στα Βαλκάνια κυμάνθηκε πέρυσι στο 15%, ακριβώς επειδή συνυπολογίζεται το υψηλότατο ελληνικό ποσοστό, ύψους 23,5%. Διαφορετικά θα ήταν πολύ χαμηλότερος. Όσο για την Αν. Ευρώπη, σκεφτείτε πως υπάρχουν κάποιες χώρες σαν την Μολδαβία με ανεργία ακόμη και κάτω του 5%.
-Ας σταθούμε λίγο στην Ρουμανία, η οικονομία της οποίας έτρεξε το πρώτο τρίμηνο του 2017 με ρυθμό 5,7%. Διαβάζω ότι το 2010, και ενώ η χώρα βρισκόταν ήδη σε πρόγραμμα στήριξης, η τότε κυβέρνηση πήρε την απόφαση να μην αυξήσει την φορολογία επιχειρήσεων, προκειμένου να μην διώξει από τη χώρα αυτούς που παράγουν…
Ακριβώς, το γεγονός ότι δεν ενέδωσε στις πιέσεις του ΔΝΤ για αύξηση των φορολογικών συντελεστών (όπως συνέβη και στην Ιρλανδία), παρά διατήρησε την φορολογία επιχειρήσεων στο 16%, συνέβαλε στη διατήρηση του ρυθμού προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων απ’ όλο τον κόσμο, και αποτέλεσε στρατηγικής σημασίας παράγοντα για την έξοδο των Ρουμάνων από το πρόγραμμα. Πίσω από τους περυσινούς ρυθμούς ανάπτυξης 5%, βρίσκονται αυτές ακριβώς οι επενδύσεις.
– Έχει η χώρα παραγωγική βάση για να υποδεχτεί νέες επενδύσεις ή τώρα την κτίζει;
Είναι επίσης κάτι που δεν γνωρίζουν αρκετοί για την Ρουμανία. Μπορεί οι Ρουμάνοι να μην παράγουν αυτοκίνητα και αεροπλάνα, αλλά παρά την γενικότερη αποβιομηχάνιση που παρατηρείται πανευρωπαϊκά, κατάφεραν να διατηρήσουν ζωντανή την βιομηχανία τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνεισφορά του βιομηχανικού τομέα στο ΑΕΠ βρίσκεται στο 41,3%, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι μόλις… 25,6%! Δηλαδή είναι διπλάσια η συνεισφορά της βιομηχανίας στην Ρουμανία απ’ ότι στο μέσο ευρωπαϊκό όρο. Σαν αποτέλεσμα, έχουν την πιο βιομηχανοποιημένη χώρα σε όλη την Δυτική και Ανατολική Ευρώπη. Δεν θα βρείτε καμία χώρα με τέτοια συνεισφορά στο ΑΕΠ.
-Βέβαια, όλες αυτές οι χώρες βρίσκονταν – και βρίσκονται- εκτός ευρώ, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας…
Σύμφωνοι, έτσι είναι. Αλλά οι οικονομίες τους έχουν τέτοια δυναμική, που ακόμη και αν ήταν μέλη της ευρωζώνης, και αναγκάζονταν να επωμιστούν το κόστος της περιοριστικής νομισματικής της πολιτικής, και πάλι τα οφέλη από την συμμετοχή τους σε μια ενιαία αγορά 520 εκατομμυρίων, όχι μόνο θα το ισοφάριζαν αλλά και θα το ξεπερνούσαν. Σκεφτείτε ότι οι χώρες αυτές επηρεάζονται πάρα πολύ από την συνολική πορεία της ευρωζώνης. Το γεγονός ότι η ανάπτυξη στην Ε. Ένωση ήταν τα τελευταία χρόνια υποτονική, επηρέασε και τους ρυθμούς ανάπτυξης των Βαλκανίων. Αντί για 2,9% που ήταν στα Βαλκάνια το 2016, οι επιδόσεις τους θα μπορούσαν να ήταν πολύ μεγαλύτερες.
– Τελικά μήπως μαζί με τις αγορές των Βαλκανίων, χάσαμε και μια μεγάλη ευκαιρία που δεν θα μας ξαναδοθεί;
Είχαμε μια πολύ μεγάλη πρόσβαση στις αγορές αυτές από την δεκαετία του 1990 έως και τα μέσα του 2000, και μαζί μια τεράστια ευκαιρία για να κατευθύνουμε εκεί ακόμη μεγαλύτερη επιχειρηματική και επενδυτική δραστηριότητα. Σκεφτείτε κάποτε ότι τα περισσότερα κέρδη των ελληνικών τραπεζών προέρχονταν από τα 3.819 υποκαταστήματα στις χώρες των Βαλκανίων και Αν. Ευρώπης. Χάθηκε επομένως μια τεράστια ευκαιρία που δεν θα μας ξαναδοθεί. Πλέον οι χώρες της Αν. Ευρώπης είναι ανοικτές στην παγκοσμιοποίηση, δέχονται ροές κεφαλαίων απ’ όλο τον κόσμο. Τότε ήμασταν οι πρώτοι που κατακτήσαμε μεγάλα μερίδια των τοπικών αγορών. Τα μερίδια αυτά χάθηκαν. Αλλά ας μην πλανόμαστε πλάνην οικτράν ότι τα επόμενα χρόνια θα πετύχουμε δυναμική ανάπτυξη, και επομένως θα κερδίσουμε πάλι τα χαμένα “βασίλεια” των Βαλκανίων. Αφενός αυξάνουμε τους φόρους, κίνηση με αρνητικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα πάνω στο ΑΕΠ. Αφετέρου μειώνουμε τις δημόσιες δαπάνες, προκαλώντας ένα δεύτερο και μεγαλύτερα αρνητικό αποτέλεσμα πάνω στο ΑΕΠ. Αν τα κάνεις και τα δύο αυτά μαζί, το αποτέλεσμα πάνω στο ΑΕΠ μπορεί να είναι καταστροφικό.