Η κυβέρνηση δέχτηκε να παραχωρήσει δάνεια για α’ κατοικία τα οποία έχουν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου
Ανυπολόγιστες συνέπειες για χιλιάδες Ελληνες δανειολήπτες είχε η υποχώρηση της κυβέρνησης σε θέματα διαχείρισης δανείων από ξένα funds κάτω από την πιεστική ανάγκη ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης. Το «ΘΕΜΑ», αναδεικνύοντας μια κρυφή πτυχή από τη συμφωνία που έρχεται την επόμενη εβδομάδα για ψήφιση στη Βουλή, παρουσιάζει τις δυσάρεστες εκπλήξεις που προκύπτουν για μεγάλο μέρος των δανειοληπτών.
Πιο συγκεκριμένα, σοβαρά προβλήματα δημιουργούνται με όσα προσφάτως συμφωνήθηκαν για κόκκινους δανειολήπτες των οποίων τα δάνεια έχουν εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, ιδιαίτερα για σεισμόπληκτους όπως της Κεφαλονιάς, πυρόπληκτους, πλημμυροπαθείς ή αγρότες με ζημιές στις καλλιέργειές τους.
Και διαχείριση ακινήτων
Οι παραπάνω θα κληθούν από τα απαιτητικά funds να διευθετήσουν με κάθε τρόπο τις υποχρεώσεις τους παρ’ όλα όσα τους έχουν βρει, με τις τράπεζες πλέον να μην έχουν αρμοδιότητα. Και όλα αυτά ενώ ξεκάθαρα στο κείμενο της συμφωνίας περιγράφεται ότι τα funds νομιμοποιούνται πλέον να έχουν -μια και η κυβέρνηση συναίνεσε για κάτι τέτοιο- αρμοδιότητες διαχείρισης και ακινήτων. Τι σημαίνει αυτό; Μετά το άνοιγμα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών εντός του Αυγούστου, όπως αποκάλυψε η Τράπεζα της Ελλάδος την προηγούμενη εβδομάδα, ανοίγει ο δρόμος για τους διαχειριστές που θα αναλάβουν τα κόκκινα δάνεια να ελέγξουν σειρά ακινήτων, τα οποία πλέον θα φύγουν από τα χέρια των τραπεζών. Με δεδομένα τα παραπάνω, πληροφορίες αναφέρονται ακόμα και σε κινδύνους που υπάρχουν σε εταιρείες ή και φορείς της γενικής κυβέρνησης, όπως οι ΟΤΑ, των οποίων τα δάνεια είχε εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο και τη διαχείρισή τους αναλαμβάνουν πλέον ξένα funds.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Με βάση τη συμφωνία που θα φέρει η κυβέρνηση προς ψήφιση τις επόμενες ημέρες και συγκεκριμένα στις σελίδες 7-8, στίχος 54, αναφέρεται στο αγγλικό κείμενο: «[…]the purpose of the servicing companies will be expanded to include the management of the real estate property connected to the loan portfolio they have been assigned to service». Που σημαίνει ότι η κυβέρνηση συναίνεσε να δώσει και αρμοδιότητες διαχείρισης ακινήτων στα funds. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι με αυτή την υποχώρηση ανοίγεται ένας νέος δρόμος, καθώς τα funds μέχρι σήμερα είχαν δικαίωμα διαχείρισης μόνο των δανείων και όχι των assets που προκύπτουν από αυτά. Τώρα το νομοθέτημα διευρύνει τους σκοπούς των διαχειριστών, προσθέτοντας και τη διαχείριση των ακινήτων που είναι συνδεδεμένα με δάνεια. Αν δηλαδή ένα fund δεν εισπράξει αυτά που θέλει από τον δανειολήπτη, είτε εξωδίκως, είτε δικαστικώς, έχει τη δυνατότητα όχι απλώς να επιστρέψει το δάνειο στην τράπεζα, αλλά και να εκκινήσει διαδικασία πλειστηριασμού.
Παράδοση όχι μόνο των δανείων, αλλά και της διαχείρισης των ακινήτων που είναι συνδεδεμένα με αυτά. Δηλαδή των υποθηκευμένων κατοικιών μας. Αυτό αναφέρεται στο αγγλικό κείμενο της συμφωνίας
Πρώτη κατοικία
Η συγκεκριμένη υποχώρηση της κυβέρνησης ανοίγει τον δρόμογια τη διαχείριση δανείων από τις ξένες εταιρείες, συνδεδεμένων με την πρώτη κατοικία (από 1/1/2018 σταματά η κάλυψή της από πλειστηριασμούς, ενώ μέχρι τώρα υπάρχει προστασία έως το ποσό των 140.000 ευρώ, δηλαδή του 85% των στεγαστικών), την επαγγελματική στέγη, την αγροτική γη, με εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ. Στην τελευταία ομάδα εντάσσονται πυρόπληκτοι, σεισμόπληκτοι, πλημμυροπαθείς, αγρότες των οποίων η σοδειά καταστράφηκε, ακόμη και επιχειρήσεις παραμεθόριων περιοχών.
Οπως αναφέρει η γνωστή δικηγόρος στον τομέα των κόκκινων δανείων Αριάδνη Νούκα, «όλες οι παραπάνω ομάδες δανειοληπτών με εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου έχουν υψηλό δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων και ανέρχονται σε συνολικό ανεξόφλητο ποσό ύψους 1,575 δισ. ευρώ προς ιδιωτικές επιχειρήσεις και επιπλέον 1,638 δισ. ευρώ δανείων τα οποία αφορούν την αποκατάσταση πληγέντων από φυσικές καταστροφές. Σύνολο 3,2 δισ. ευρώ, όπως εξάλλου έχει ανακοινώσει και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους».
Πρόβλημα ωστόσο υπάρχει και με το ανεξόφλητο εγγυημένο υπόλοιπο δανείων που έχουν λάβει εταιρείες και φορείς της γενικής κυβέρνησης όπως κρατικές επιχειρήσεις, οργανισμοί του Δημοσίου, δήμοι, ακόμα και το Μέγαρο Μουσικής, η ΕΤΑΔ (Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου), ο ΟΣΚ (Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων) κ.ά. Ηδη ανησυχία και κινητικότητα υπάρχει για το θέμα στην ΚΕΔΕ (Κεντρική Ενωση Δήμων Ελλάδος), η οποία διερευνά τις λεπτομέρειες της συμφωνίας που η κυβέρνηση υπέγραψε.
Σημαντικό στοιχείο της συμφωνίας είναι ότι ξεκάθαρα πλέον ανοίγει ο δρόμος ώστε να πάρουν στα χέρια τους τα funds και κανονικά εξυπηρετούμενα δάνεια ακινήτων. Σύμφωνα με την κυρία Νούκα, «δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο νόμος 4389 του 2016 άνοιξε την κερκόπορτα για τις αγοραπωλησίες όχι μόνο κόκκινων δανείων, αλλά και κανονικά εξυπηρετούμενων. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι τα δάνεια των Ελλήνων πολιτών, είτε αποπληρώνονται είτε όχι, μπορούν να περάσουν στα funds». Πληροφορίες αναφέρονται σε επιλογή που αφορά τη μεγαλύτερη κερδοφορία των funds από τα δάνεια. Αν και η κυβέρνηση αντιδρούσε αρχικά σε μια τέτοια λογική, τελικά υποχώρησε δίνοντας ακόμη και υγιή δάνεια, κυρίως διότι οι ξένες εταιρείες διαχείρισης δανείων θέλουν να καταστήσουν τα προς πώληση πακέτα πιο ελκυστικά. Βάσει της συμφωνίας που υπάρχει για την πώληση των δανείων, μέχρι το τέλος του 2019 η πλειονότητα των δανείων που θα πουληθούν είναι καταναλωτικά και άνευ εξασφαλίσεων (αγγίζουν τα 7 δισ. ευρώ).
Η προσθήκη υγειών δανείων θα αυξήσει την τιμή πώλησης ανά ευρώ δανείου (τα κόκκινα πιάνουν περί τα 3 έως 5 λεπτά του ευρώ ανά δάνειο) και θα υπάρξει ένα περιθώριο κέρδους το οποίο εκτιμάται στο 10%-15%. Από την πλευρά τους οι τράπεζες εκχωρούν και εξυπηρετούμενα -εκτός των μη εξυπηρετούμενων δανείων- για λόγους απομόχλευσης των ισολογισμών τους. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι στο στόχαστρο κυρίως θα μπουν εξυπηρετούμενα μεν δάνεια, με μικρές όμως χρονικές αργοπορίες, ως πρώτο κύμα που θα παραχωρηθεί στα funds. Αν και κάποιος που πληρώνει δεν έχει κάποιον κίνδυνο, όπως αναφέρει η έμπειρη νομικός, το πρόβλημα θα προκύψει αν υπάρξει οποιαδήποτε μεταβολή και για έστω μικρό διάστημα ένας δανειολήπτης δεν κατορθώσει να ανταποκριθεί.