ΣτΕ Β΄ Τμ. 1366/2017 επταμ.
Δικαίωμα περιουσίας και επιχειρηματική ελευθερία – Αλληλέγγυα ευθύνη εταιρείας για την καταβολή των φόρων και πολλαπλών τελών που καταλογίζονται σε φυσικά πρόσωπα στα οποία αποδίδεται τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας – Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 97 (παρ. 5), 99 (παρ. 2) και 108 του Τελωνειακού Κώδικα, για την κήρυξη ως αστικώς συνυπευθύνου του κυρίου ή παραλήπτη των εμπορευμάτων, αρκεί, κατ’ αρχήν, ο καταλογισμός του διοικητικού αδικήματος της λαθρεμπορίας σε (ένα τουλάχιστον) πρόσωπο, που έδρασε υπό την ιδιότητα του εντολοδόχου, διαχειριστή ή αντιπροσώπου του κυρίου ή παραλήπτη, χωρίς να προσαπαιτείται δόλος ή γνώση του κυρίου ή παραλήπτη, ο οποίος, όμως, δεν κηρύσσεται αστικώς συνυπεύθυνος, εάν αποδειχθεί ότι δεν μπορούσε να έχει καν γνώση περί της πιθανότητας τέλεσης της τελωνειακής παράβασης (πρβλ. ΣτΕ 909/2015) – Ειδικότερα, ενόψει και των κρίσεων του ΔΕΕ στην υπόθεση C-81/15 Καπνοβιομηχανία Καρέλια, οι εν λόγω διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα, ερμηνευόμενες σύμφωνα με την οδηγία 92/12 και τις θεμελιώδεις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση λαθρεμπορίας οινοπνεύματος, η κήρυξη του παραλήπτη του εμπορεύματος ως αλληλεγγύως υπεύθυνου για την πληρωμή των πολλαπλών τελών και των διαφυγόντων φόρων, που καταλογίζονται στους τελέσαντες τη λαθρεμπορία, προϋποθέτει ότι κάποιος από τους υπαίτιους της παράβασης ενήργησε ως εντολοδόχος, διαχειριστής ή αντιπρόσωπος του παραλήπτη (πρβλ. ΣτΕ 2330/2016) – Επομένως, σε περίπτωση, όπως η επίδικη, στην οποία δεν καταλογίζεται λαθρεμπορική παράβαση στο νόμιμο εκπρόσωπο ανώνυμης εταιρείας (ελλείψει δόλιας συμμετοχής του στην παράβαση), δεν επιτρέπεται να κηρυχθεί η εν λόγω εταιρεία αστικώς συνυπεύθυνη για την καταβολή των σχετικών με την παράβαση πολλαπλών τελών και διαφυγόντων φόρων, εφόσον κανένας από τους δράστες της παράβασης (κύριους υπεύθυνους για την πληρωμή των αντίστοιχων ποσών) δεν συνδεόταν μαζί της με έννομη σχέση, από την οποία να προκύπτει ότι ενήργησε υπό την ιδιότητα του εντολοδόχου, διαχειριστή ή αντιπροσώπου της, χωρίς να προσαπαιτείται ούτε παρεμπίπτουσα κρίση ως παράνομης ή ακύρωση της πράξης καταλογισμού της παράβασης και πολλαπλών τελών στους δράστες αυτούς ούτε κρίση ότι η εταιρεία δεν μπορούσε να έχει καν γνώση της πιθανότητας τέλεσης της παράβασης (πρβλ. ΣτΕ 1157/2004)
ΣτΕ Β΄ Τμ. 1365/2017 επταμ.
Αρχές επιβολής κυρώσεων – Αρχή της νομιμότητας – Κυρώσεις για παραβάσεις του ΚΒΣ – Πρόστιμο για ανακριβές ή εικονικό φορολογικό στοιχείο – Τέτοιο στοιχείο είναι και το συμβόλαιο μεταβίβασης ακινήτου
Πρόβλεψη του ΚΒΣ ότι δεν εκδίδεται από τον επιτηδευματία τιμολόγιο ή απόδειξη πώλησης σε περίπτωση σύνταξης συμβολαίου μεταβίβασης ακινήτου (άρ. 12 παρ. 16 και άρ. 13 παρ. 4) – Ο λόγος είναι ότι το συμβόλαιο (υπερ)καλύπτει τα στοιχεία του τιμολογίου ή της απόδειξης πώλησης και, συνεπώς, αποτελεί το προβλεπόμενο από τον ΚΒΣ παραστατικό στοιχείο της πώλησης, αντί για το τιμολόγιο ή την απόδειξη πώλησης – Συνακόλουθα, σε περίπτωση που το συμβόλαιο είναι ανακριβές ή εικονικό ως προς την αξία της πώλησης του ακινήτου από τον επιτηδευματία, στοιχειοθετείται παράβαση του ΚΒΣ, για την οποία επιβάλλεται σε βάρος του πρόστιμο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 10 του Ν. 2523/1997 – Μη νόμιμη η αντίθετη κρίση του Διοικ. Εφετείου, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις των άρθρων 12 (παρ. 1 και 16) και 13 (παρ. 1 και 4) του ΚΒΣ, είναι στενώς ερμηνευτέες, ως συναπτόμενες σε περίπτωση παραβίασής τους με την επιβολή σε βάρος του παραβάτη των κυρώσεων που προβλέπονται από το άρθρο 5 του Ν 2523/1997