Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, κατά της απόφασης Αχτσιόγλου προσέφυγαν ήδη 64 ιατροί άλλων ειδικοτήτων ή χωρίς τίτλο ειδικότητας που κατ’ εξαίρεση ασκούν καθήκοντα ιατρού εργασίας με αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ. Ταυτόχρονα με ξεχωριστή αίτησή τους ζητούν και την αναστολή της ισχύος της υπουργικής απόφασης.
Εάν εφαρμοστεί η συγκεκριμένη απόφαση, όπως υποστηρίζουν, τουλάχιστον οι μισοί ιατροί άλλων ειδικοτήτων ή χωρίς τίτλο ειδικότητας, που κατ’ εξαίρεσιν ασκούν καθήκοντα ιατρού εργασίας, θα βρεθούν εκτός του υπό συγκρότηση ειδικού καταλόγου. Αποτέλεσμα; Θα καθίσταται αδύνατη η κάλυψη της ζήτησης υπηρεσιών ιατρού εργασίας, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία των εργαζομένων σε επιχειρήσεις.
Την ίδια στιγμή, η μείωση του αριθμού των ιατρών που θα επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες ιατρού Εργασίας σε επιχειρήσεις, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει στην άνοδο των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών των ιατρών, που τελικά θα ενταχθούν στο ειδικό κατάλογο. Και αυτό, θα έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση των επιχειρήσεων που είναι υποχρεωμένες να απασχολούν ιατρό εργασίας.
Κριτήρια σοβιετικού τύπου
Οι προσφεύγοντες στο ΣτΕ υποστηρίζουν ότι η απόφαση Αχτσιόγλου ορίζει παράνομα και αντισυνταγματικά κριτήρια για την ένταξη των ιατρών στον ειδικό κατάλογο των ασκούντων καθήκοντα Ιατρού Εργασίας.
Ειδικότερα, θέτει ως προϋπόθεση ένταξης την προσκόμιση ακριβούς αντιγράφου σύμβασης με επιχειρήσεις με τους αντίστοιχους αριθμούς πρωτοκόλλου από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ από τα οποία να προκύπτει:
- απασχόληση σε καθήκοντα ιατρού εργασίας πριν την 9η Αυγούστου 2005 και
- ενεργός σύμβαση παροχής υπηρεσιών ιατρού εργασίας την 15η Μαΐου 2015.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, τα παραπάνω κριτήρια εσφαλμένα τίθενται από την ΥΑ, αφού δεν συμπεριλαμβάνονται στην εξουσιοδοτική ρύθμιση του άρθρου 16 του Ν. 3850/2010, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η συγκεκριμένη ΥΑ.
Πέραν όμως τούτου, η απαίτηση του συγκεκριμένου προσόντος, καθιστά στην πραγματικότητα σχεδόν ανέφικτη την εγγραφή στον ειδικό κατάλογο ιατρών που ασκούν κατ’ εξαίρεσιν τα καθήκοντα ιατρού εργασίας. Και αυτό διότι ακόμα και η δυνατότητα ανεύρεσης εγγράφων αποδεικτικών απασχόλησης ιατρών στην συγκεκριμένη δραστηριότητα ήδη προ της 9.8.2005 είναι εξαιρετικά δυσχερής, ακόμα και για τις ίδιες τις υπηρεσίες του ΣΕΠΕ, στις οποίες κατατίθενται οι συγκεκριμένες συμβάσεις απασχόλησης.
“Η απαίτηση της συνδρομής του συγκεκριμένου κριτηρίου εξαιρεί στην πραγματικότητα μία κατηγορία ιατρών, οι οποίοι δικαιούνται αναγραφής στον ειδικό κατάλογο, με βάσει την διάταξη του άρθρου 16 του κωδικοποιητικού νόμου 3850/2010, όχι όμως και με βάσει τις διατάξεις της προσβαλλόμενης ΥΑ.
Συγκεκριμένα εξαιρούνται, αντίθετα προς τις διατάξεις του νόμου, ειδικευμένοι ιατροί, σε άλλη ειδικότητα από την ειδικότητα των ιατρών εργασίας, οι οποίοι αν και απασχολούνταν σε καθήκοντα ιατρού εργασίας την 15.5.2009 με ενεργό σύμβαση εργασίας, δεν είχαν αντίστοιχη απασχόληση πριν από την ημερομηνία της 9.8.2005.
Συνεπώς, η αδυναμία ανταπόκρισης ως προς την εξεύρεση δικαιολογητικών για ένα προσόν, που δεν προβλέπεται στο νόμο (δηλαδή ως προς την απασχόληση σε καθήκοντα ΙΕ προ της 9ης.8.2005) και ιδρύεται το πρώτον με την υπουργική απόφαση, θα επιφέρει τον ανεπίτρεπτο δραστικό περιορισμό του αριθμού των ιατρών. Οι οποίοι, αν και πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου, θα αδυνατούν να εγγραφούν στον ειδικό κατάλογο ιατρών που ασκούν κατ’ εξαίρεσιν τα καθήκοντα ιατρού εργασίας” εξηγεί στο Capital.gr ο δικηγόρος Πολυχρόνης Καρσαμπάς.
Δεν επαρκούν οι ιατροί εργασίας
Σύμφωνα με έρευνες για τις ποσοτικές και ποιοτικές ανάγκες των χώρων εργασίας σε ιατρούς, σήμερα, οι πραγματικές ποσοτικές ανάγκες για κάλυψη καθηκόντων ιατρών εργασίας στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα ανέρχεται σε 1.500 ιατρούς περίπου, την στιγμή που οι κάτοχοι της συγκεκριμένης ειδικότητας (Ιατρική της Εργασίας) στον ελλαδικό χώρο ανέρχονται συνολικά σε 105.
Ακόμη, οι ιατροί άλλων ειδικοτήτων ή χωρίς τίτλο ειδικότητας που κατ’ εξαίρεσιν ασκούν καθήκοντα ιατρού εργασίας είναι περίπου 780, σύμφωνα με στοιχεία του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ). Συγκεκριμένα ο συνολικός αριθμός επιχειρήσεων άνω των 50 εργαζομένων ανέρχεται σε 3.527 χωρίς να συμπεριλαμβάνονται σε αυτές και οι επιχειρήσεις που τυγχάνει να έχουν ακριβώς 50 εργαζόμενους.
Συνυπολογιζομένων και των επιχειρήσεων αυτών οι συνολικές επιχειρήσεις που χρήζουν κατά νόμο απασχόλησης ιατρών εργασίας υπερβαίνουν τις 5.000 επιχειρήσεις, είναι δε κατανεμημένες εντελώς ανισομερώς ως προς την γεωγραφική τους διασπορά.
Αξίζει εξάλλου να επισημανθεί ότι όπως πιστοποιείται και από το οικείο πρακτικό της αρμόδιας Επιτροπής του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για την εξέταση του θεσμικού πλαισίου για την άσκηση καθηκόντων ιατρών εργασίας (συνεστήθη δια της υπ’ αρ. 16538/2.6.2015 του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης), στις ανωτέρω καταγεγραμμένες ανάγκες στο σύστημα Εργάνη δεν περιλαμβάνονται οι φορείς του Δημοσίου Τομέα και ΔΕΚΟ όπως η ΔΕΗ, καθώς και του κατασκευαστικού τομέα που αντιστοιχούν σε συνολικό αριθμό εργαζομένων που χρήζουν ιατρού εργασίας 575.000.
Άμεση λοιπόν συνέπεια, της υλοποίησης της συγκεκριμένης ΥΑ της υπουργού εργασίας θα είναι ποσοστό άνω του 50% των ιατρών άλλων ειδικοτήτων ή χωρίς τίτλο ειδικότητας που κατ’ εξαίρεσιν ασκούν καθήκοντα ιατρού εργασίας να βρεθεί εκτός του υπό συγκρότηση ειδικού καταλόγου με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η κάλυψη της ζήτησης υπηρεσιών ιατρού Εργασίας και να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία των εργαζομένων σε επιχειρήσεις.
Και η μείωση του αριθμού των ιατρών που θα επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες Ιατρού Εργασίας σε επιχειρήσεις, θα έχει σαν συνέπεια και την άνοδο των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών των ιατρών που τελικά θα ενταχθούν στο Ειδικό κατάλογο, γεγονός που θα έχει σαν συνέπεια την επιβάρυνση των επιχειρήσεων , που είναι υποχρεωμένες να απασχολούν ιατρό Εργασίας.
Σημειώνεται ότι τα προβλήματα που πρόκειται να δημιουργηθούν από την συγκεκριμένη ΥΑ, τόσο στην αγορά εργασίας, όσο και στις επιχειρήσεις, αλλά και τον κίνδυνο για την υγεία των εργαζομένων, είχαν εγκαίρως επισημάνει στην υπουργό εργασίας ο ΣΕΒ, η ΓΣΕΒΕΕ, η ΕΣΕΕ και ο ΣΕΤΕ, με κοινό υπόμνημά τους που είχαν καταθέσει επί του σχεδίου της ΥΑ.
Η επιστολή των φορέων προς την Έφη Αχτσιόγλου
Στην επιστολή τους οι φορείς (ΣΕΒ, η ΓΣΕΒΕΕ, η ΕΣΕΕ και ο ΣΕΤΕ) αναφέρουν, μεταξύ άλλων ότι :
“για τις επιχειρήσεις είναι ήδη δυσχερές να βρουν εύκολα ιατρό εργασίας, κατάσταση η οποία καθίσταται περισσότερο προβληματική στις περιοχές της χώρας, εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως π.χ. οι νησιωτικές ή παραμεθόριες. Αποτέλεσμα είναι η κάλυψη των αναγκών από άλλες περιοχές με σημαντικό κόστος ή ακόμα και η αδυναμία εφαρμογής της νομοθεσίας από τις συγκεκριμένες αποκεντρωμένες επιχειρήσεις.
Ενόψει των ανωτέρω ο στόχος όλων μας θα πρέπει να είναι η αύξηση του διαθέσιμου αριθμού ιατρών εργασίας, προκειμένου αφενός να καλύπτονται οι ανάγκες όλων των επιχειρήσεων, αφετέρου δε αυτό να γίνεται με εφικτό τρόπο και με εύλογο κόστος.
Είναι σαφές πως η καταγραφή των ιατρών, οι οποίοι ασκούν τα καθήκοντα ιατρού εργασίας δεν μας βρίσκει αντίθετους. Ωστόσο, η θέση σε ισχύ της προωθούμενης Υπουργικής Απόφασης δεν περιορίζεται σε αυτή την καταγραφή. Παράλληλα ενεργοποιείται η διάταξη 2.Α.γ του άρθρου 16 του Ν 3850/2010 σύμφωνα με την οποία προβλέπεται ότι: “γ) Ιατρός που περιλαμβάνεται στον Ειδικό Κατάλογο της περίπτωσης α’’ μπορεί να ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας μόνο στην περιφέρεια του ιατρικού συλλόγου στον οποίο είναι εγγεγραμμένος και εφόσον λάβει βεβαίωση του συλλόγου αυτού ότι δεν υπάρχει ή δεν είναι διαθέσιμος ιατρός με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας στην περιφέρεια αυτή.”
Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη προκειμένου να μπορέσει κάποιος ιατρός (εγγεγραμμένος στον ειδικό κατάλογο) να ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας, θα πρέπει να λάβει προηγουμένως βεβαίωση του οικείου ιατρικού συλλόγου ότι δεν υπάρχει ή δεν είναι διαθέσιμος ιατρός με την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας στη συγκεκριμένη περιφέρεια.
Ξεπερνώντας το θέμα του ελέγχου της διαθεσιμότητας από τον Ιατρικό Σύλλογο, το οποίο και αυτό δεν ξέρουμε πως θα λειτουργήσει στην πράξη (προφανώς θα πρέπει η σχετική διαδικασία να εξειδικευθεί και να τεθούν συγκεκριμένες προθεσμίες προς ενέργεια), το ερώτημα που προκύπτει είναι πως κρίνεται τυπικά και ουσιαστικά αν είναι ή όχι διαθέσιμος ένας ιατρός;
Καταρχάς, ως προς το θέμα των ωρών εργασίας του, αυτό, εξ όσων αντιλαμβανόμαστε, δεν μπορεί να ελεγχθεί από τον Ιατρικό Σύλλογο (ο οποίος θα χορηγεί τη σχετική βεβαίωση), αλλά μόνο μέσω της Επιθεώρησης Εργασίας η οποία θα πρέπει να προβαίνει στις σχετικές διασταυρώσεις και ελέγχους. Πέραν τούτου όμως εξίσου σημαντικό είναι και το ζήτημα της ουσιαστικής διαθεσιμότητας. Ένας ιατρός ο οποίος αξιώνει από την επιχείρηση δικαίως (λόγω αυξημένων εξόδων μεταφοράς εξαιτίας της αποστάσεως για παράδειγμα) ή αδίκως, υπέρογκα ποσά, τα οποία η επιχείρηση δεν μπορεί να διαθέσει είναι μεν τυπικά διαθέσιμος (και επομένως στερεί από την επιχείρηση το δικαίωμα να στραφεί σε κάποιον άλλο) όμως δεν είναι ουσιαστικά διαθέσιμος για την επιχείρηση.
Για να εφαρμοστεί, λοιπόν, η συγκεκριμένη διάταξη θα έπρεπε να υπάρχει πληθώρα ιατρών με την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας και αυτοί να είναι κατανεμημένοι σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Σε αντίθετη περίπτωση τα προβλήματα που θα προκύψουν από τη θέση σε ισχύ της Υπουργικής Απόφασης και τα οποία θα κληθούμε όλοι μας να αντιμετωπίσουμε θα είναι ανυπέρβλητα”.