Επιφυλάξεις για τις δυνατότητες γρήγορης ένταξης της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ εκφράζουν επιτελικά στελέχη τραπεζών. Οπως τονίζουν, το ζήτημα του χρέους, αλλά και η εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του με τρόπο που θα ικανοποιεί και το ΔΝΤ, αποτελεί εξαιρετικά πολύπλοκο πρόβλημα που είναι δύσκολο να επιλυθεί μέχρι το επόμενο Eurogroup.
Ετσι θεωρούν απίθανο το ενδεχόμενο ένταξης στο QE μέσα στο καλοκαίρι, εκτιμώντας ότι αυτό θα γίνει μετά τις γερμανικές εκλογές, προς το τέλος του χρόνου ή στις αρχές του 2018. Μάλιστα, ορισμένοι διατυπώνουν τον προβληματισμό τους αν θα προλάβουμε, καθώς ήδη έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την ολοκλήρωση της προγράμματος. Υπενθυμίζεται ότι το QE «τρέχει» από το 2015 και η ΕΚΤ έχει προχωρήσει σε αγορές κρατικών ομολόγων αξίας άνω του 1,5 τρισ. ευρώ όλων των χωρών-μελών της Ευρωζώνης πλην της Ελλάδας, η οποία έχει σπαταλήσει την τελευταία διετία σε διαπραγματεύσεις, επαναδιαπραγματεύσεις και ξανά διαπραγματεύσεις. Ετσι, κι ενώ πληθαίνουν οι φωνές εντός της ΕΚΤ για την ανάγκη ολοκλήρωσης της ανορθόδοξης αυτής παρέμβασης, η χώρα μας ελπίζει ότι κάτι θα προλάβει δύο και πλέον χρόνια μετά την έναρξη του προγράμματος.
Οι τράπεζες εκτιμούν ότι στο επόμενο Eurogroup θα βρεθεί μια φόρμουλα η οποία θα επιτρέψει την εκταμίευση της δόσης, αλλά θα μεταθέσει για αργότερα τις αποφάσεις για το χρέος. Στην αντίπερα όχθη, οι πιο αισιόδοξοι σημειώνουν ότι υπάρχουν πιθανότητες ένταξης στο QE κατά το διάστημα Ιουλίου – Σεπτεμβρίου και ότι στην κατεύθυνση αυτή το Eurogroup του Ιουνίου θα έχει καθοριστική σημασία. Η ένταξη στο QE θα έχει μεγάλη ψυχολογική επίδραση και θα ενισχύσει αποφασιστικά την εμπιστοσύνη, καθώς το να αγοράσει η ΕΚΤ ελληνικά ομόλογα θα σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους της πολυετούς καραντίνας στην οποία βρέθηκε η Ελλάδα εξαιτίας της κρίσης και της ανησυχίας για τον κίνδυνο εξόδου από το ευρώ, ανησυχία που λίγο έλειψε να γίνει πραγματικότητα το καλοκαίρι του 2015.
Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι για την ένταξη της Ελλάδας στο QE θα πρέπει να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Στο πλαίσιο αυτό, δεν αρκούν πολιτικές δηλώσεις ή μια απλή αναφορά σειράς μέτρων, αλλά αυτά –εκτός από εξειδικευμένα και ποσοτικοποιημένα– θα πρέπει να συνιστούν νομικές δεσμεύσεις, κάτι καθόλου εύκολο λίγο πριν από τις γερμανικές εκλογές. Σε ανάλυσή της η Goldman Sacks εκτίμησε ότι η χώρα μας δύσκολα θα εκπληρώσει τους όρους που έχει θέσει η ΕΚΤ για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πριν ενεργοποιηθεί ο περιορισμός του μηνιαίου ρυθμού αγορών ομολόγων. Ακόμη, σημειώνει, αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν αναφέρει το υψηλό επίπεδο «κόκκινων» ως εστία ανησυχίας που επίσης θα μπορούσε να καθυστερήσει την απόφαση για την ένταξη της Ελλάδας στο QE.
Στο ίδιο μοτίβο και η Citi, η οποία εκτιμά ότι η Ελλάδα θα λάβει τη δόση των 6,5 δισ. ευρώ τον Ιούλιο, που είναι απαραίτητη για να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της, χωρίς όμως να επιτευχθεί συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους και τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Δίχως το χρέος, τονίζει η Citi, τόσο η ένταξη στο QE όσο και η έξοδος της χώρας μας στις αγορές παραμένουν πολύ αβέβαια. Παράλληλα η Pimco, ένας από τους μεγαλύτερους κατόχους ελληνικών ομολόγων πενταετούς διάρκειας, γνωστοποίησε ότι έχει αρχίσει να πουλάει ελληνικά ομόλογα, εκτιμώντας ότι όταν η Ελλάδα βγει στις αγορές, θα γίνει σε επίπεδα που δεν θα είναι ελκυστικά.