Από το παράθυρο πετάει τις όποιες προσδοκίες για σοβαρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας η εξέλιξη των βασικών παραμέτρων που απαιτεί η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα. Οι εγχώριες και ξένες επενδύσεις έχουν καταρρεύσει κυριολεκτικά, ενώ η αποταμίευση είναι αρνητική και η χρηματοδότηση της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα παραμένει, επιεικώς, στάσιμη. Παράλληλα, η κατανάλωση και το διαθέσιμο εισόδημα συνεχίζουν να συρρικνώνονται υπό το βάρος των συνεχών φορολογικών επιβαρύνσεων και η χρηματοδότηση του Δημοσίου χωρίς βοήθεια από το ΔΝΤ ή και τους Ευρωπαίους εταίρους είναι πρακτικά αδύνατη.
Σε αυτό το περιβάλλον και απουσία σοβαρών διαρθρωτικών παρεμβάσεων, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να κινηθεί στην καλύτερη περίπτωση γύρω από το 1% τόσο φέτος όσο και κατά τα επόμενα χρόνια. Πολύ δηλαδή χαμηλότερα από το 2,3% που είναι ο μέσος όρος των προβλέψεων των θεσμών και πλησιέστερα στο 1,1%, που προκύπτει από τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις του ιδιωτικού τομέα και κυρίως των ελληνικών και ξένων τραπεζών.
Αυτά, μεταξύ άλλων, αποκαλύπτει η ενδελεχής μελέτη του ελληνικού μακροοικονομικού και χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος της PricewaterhouseCoopers (PwC). Επιπλέον ο διεθνής συμβουλευτικός οίκος εκτιμά πως παρά τη διαφαινόμενη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης παραμένει εν ζωή πλήθος αβεβαιοτήτων που σχετίζονται τόσο με την αμέσως επόμενη αξιολόγηση όσο και κυρίως με τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη χρηματοδότηση της χώρας.
«Εάν το ΔΝΤ αρνηθεί τελικά να συμμετάσχει στο πρόγραμμα, πρέπει να συμφωνηθεί ένα νέο πρόγραμμα με τα ευρωπαϊκά κράτη για να καλυφθεί το χάσμα των 16 δισ. ευρώ που θα χρηματοδοτείτο από το ΔΝΤ», εξηγεί επισημαίνοντας πως οι κρατικές απαιτήσεις χρηματοδότησης στο τρίτο και στο 4ο τρίμηνο του 2017 δεν μπορούν να καλυφθούν χωρίς τα κεφάλαια που θα αποδεσμευτούν από το πρόγραμμα. «Υπάρχουν σημαντικά γεγονότα που μπορεί να οδηγήσουν είτε σε ανάκαμψη είτε σε αδιέξοδο», αναφέρει χαρακτηριστικά. Αν και εκτιμά πως υπάρχει ακόμα χρόνος για να συμμετάσχει η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτι το οποίο θα διευκολύνει την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές, υπολογίζει πως «η πιθανότητα σημαντικής ανάπτυξης το 2017 είναι χαμηλή και η κατάσταση αβεβαιότητας μπορεί να συνεχιστεί το 2018».
Η PwC βλέπει λοιπόν τέσσερα διακριτά σενάρια για την εξέλιξη της ελληνικής υπόθεσης, με τα δύο εξ αυτών, που θεωρεί και ως πιο πιθανά, να οδηγούν είτε σε τέταρτο μνημόνιο είτε σε πιστωτικό γεγονός, πολιτικές εντάσεις και εκλογές. Στα άλλα δύο σενάρια, δε, στα οποία αποδίδει χαμηλές πιθανότητες επαλήθευσης, μόνον το ένα συνδέεται με ομαλή έξοδο από τα προγράμματα στήριξης, ενώ το άλλο διαβλέπει αναβολή των αποφάσεων με παράλληλα προσωρινή αναχρηματοδότηση.
Ειδικότερα έπειτα από τη διαφαινόμενη ενδιάμεση συμφωνία με τους θεσμούς η PWC βλέπει μερική αποδέσμευση της δόσης και δύο ενδεχόμενες εξελίξεις: είτε συμφωνία για τη συμμετοχή του ΔΝΤ είτε την αποχή του από το πρόγραμμα. Στην περίπτωση της αποχής του, που τη θεωρεί και πιο πιθανή, εκτιμά πως δεν θα ανακτηθεί η πρόσβασης της Αθήνας στις κεφαλαιαγορές. Ετσι, η χώρα θα βρεθεί ενώπιον δύο ενδεχομένων: Είτε θα προχωρήσει η αναδιάρθρωση του χρέους προς τους Ευρωπαίους δανειστές και θα ακολουθήσει ένα 4ο πρόγραμμα οικονομικής στήριξης είτε δεν θα υπάρχει συμφωνία για το χρέος, περίπτωση που οδηγεί κατά την PwC σε πολιτικές ατραπούς, πιθανό πιστωτικό γεγονός και εκλογές. Τα δύο προαναφερθέντα σενάρια χαρακτηρίζονται ως υψηλής πιθανότητας.
Στα άλλα δύο προβλέπεται πως μετά τη συμφωνία για τη συμμετοχή του ΔΝΤ θα ανακτηθεί η δυνατότητα δανεισμού από τις αγορές και κατόπιν είτε θα υπάρξει αναδιάρθρωση του χρέους είτε όχι. Αν υπάρξει, το επόμενο βήμα είναι η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια. Αν όμως δεν προχωρήσει η αναδιάρθρωση του χρέους, η χώρα θα παραμείνει σε μια κατάσταση αβεβαιότητας που θα απαιτήσει μερική αναχρηματοδότηση και αναβολή των αποφάσεων.