Ειδικότερα, το άρθρο 65 του πολυνομοσχεδίου αναφέρει ότι όσοι από τον νόμο ή από δικαιοπραξία έχουν την επιμέλεια ή με τη οποιονδήποτε τρόπο διαχείριση περιουσίας πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη, ή τη με οποιονδήποτε τρόπο διαχείριση δημόσιας περιουσίας ή περιουσίας οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή περιουσίας νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη) δεν υπέχουν ποινική και αστική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις, τις οποίες τελούν για την εξυπηρέτηση της αναδιάρθρωσης ή διαγραφής δανείων, οφειλών ή χρεών, κατά τα οριζόμενα στον Πτωχευτικό Κώδικα ή στον ν. 4469/2017 (Α΄62) ή στους νόμους που διέπουν τη λειτουργία τους, εφόσον αυτές είναι σύμφωνες με τους προβλεπόμενους στους ανωτέρω νόμους και τις σχετικές εγκυκλίους, κανόνες και διαδικασίες, τα οριζόμενα στους εσωτερικούς κανονισμούς και τα καταστατικά των νομικών προσώπων που εκπροσωπούν. Παράλληλα, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, όπου προσήκει, οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Για τα στελέχη των τραπεζών:
α) οι πράξεις ή παραλείψεις τελούνται με σκοπό είτε την είσπραξη μέρους τουλάχιστον της απαίτησης είτε, αν πρόκειται για επιχειρηματικά δάνεια, τη συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης με βάση συμφωνία εξυγίανσης ή σχέδιο αναδιοργάνωσης και διάσωσης, με το οποίο αποβλέπουν στην εξασφάλιση είσπραξης τουλάχιστον μέρους της απαίτησης,
β) κατά την εξυπηρέτηση της αναδιάρθρωσης ή διαγραφής των δανείων, οφειλών ή χρεών δεν παραβιάζονται οι σχετικές κανονιστικές πράξεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση οφειλών σε καθυστέρηση και τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν, και τηρούνται οι κανόνες που προβλέπονται στην εγκεκριμένη πολιτική αναδιαρθρώσεων των ως άνω ιδρυμάτων,
γ) υφίστανται αποφάσεις των θεσμοθετημένων εγκριτικών επιτροπών ή οργάνων του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή της Επιτροπής Ειδικών Εκκαθαρίσεων προκειμένου για ειδικούς εκκαθαριστές,
δ) δεν οδηγούν σε χειροτέρευση της πραγματικής οικονομικής θέσης του νομικού προσώπου του δανειστή, από αυτή στην οποία θα επερχόταν, αν ο οφειλέτης, η οφειλή του οποίου αναδιαρθρώνεται ή διαγράφεται, ετίθετο άμεσα σε εκκαθάριση ή ρευστοποίηση του ενεργητικού του σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του.
Τα ανωτέρω ισχύουν και για την αναδιάρθρωση ή διαγραφή δανείων, οφειλών ή χρεών από διμερείς συμφωνίες μεταξύ πιστωτικού ιδρύματος και οφειλέτη, που αποβλέπουν στην εφαρμογή της εσωτερικής εγκεκριμένης πολιτικής διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, είτε επιχειρήσεων είτε ιδιωτών στο πλαίσιο εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας (απόφαση 195/1/29.7.2016, Β΄ 2376).
Για πράξεις ή παραλείψεις τραπεζικών στελεχών, ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση τριμελούς Επιτροπής που αποτελείται από έναν Αρεοπαγίτη και δύο Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, οι οποίοι ορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ορίζει τα ανωτέρω πρόσωπα καθώς και τους αναπληρωτές τους εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Εκπρόσωπος της Τράπεζας της Ελλάδος, που ορίζεται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, συντάσσει ειδική και εμπεριστατωμένη γνώμη, την οποία υποχρεούται να υποβάλλει στην ανωτέρω Επιτροπή εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών.
Η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών αρχίζει από την επομένη της υποβολής του αντίστοιχου αιτήματος της ανωτέρω Επιτροπής προς την Τράπεζα της Ελλάδος. Η Επιτροπή αναζητά, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, συμπληρωματικά στοιχεία από οποιαδήποτε υπηρεσία ή τρίτο, ιδίως από ειδικευμένο εμπειρογνώμονα. Στην αίτηση της Επιτροπής προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα πρέπει να τεκμηριώνεται ειδικά και εμπεριστατωμένα ότι οι ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις τελέστηκαν κατά παράβαση των αναφερόμενων στην προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συγκροτείται η Επιτροπή και τοποθετούνται τα μέλη της και οι αναπληρωτές τους για θητεία ενός (1) έτους, η οποία μπορεί να ανανεώνεται άπαξ για ένα (1) έτος. Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα ανωτέρω καθήκοντα παράλληλα με τα κύρια δικαστικά τους καθήκοντα. Με την ίδια απόφαση ορίζονται υπάλληλοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατηγορίας ΠΕ ως Γραμματείς της Επιτροπής.
Για τους λειτουργούς του Δημοσίου:
α) οι πράξεις ή παραλείψεις τελούνται με σκοπό είτε τη ρύθμιση των οφειλών για την είσπραξη τουλάχιστον μέρους της απαίτησης είτε, αν πρόκειται για οφειλές επιχειρήσεων, τη συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης με βάση συμφωνία εξυγίανσης ή σχέδιο αναδιοργάνωσης, με το οποίο αποβλέπουν στην εξασφάλιση είσπραξης τουλάχιστον μέρους της απαίτησης,
β) δεν οδηγούν σε χειροτέρευση της πραγματικής οικονομικής θέσης του νομικού προσώπου του δανειστή, από αυτή στην οποία θα επερχόταν, αν ο οφειλέτης, η οφειλή του οποίου αναδιαρθρώνεται ή διαγράφεται, ετίθετο άμεσα σε εκκαθάριση ή ρευστοποίηση του ενεργητικού του σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του.
Για πράξεις ή παραλείψεις στελεχών του Δημοσίου, ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης. Στην αίτηση πρέπει να τεκμηριώνεται ειδικά και εμπεριστατωμένα ότι οι ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις.
Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και η Επιτροπή (βλ. ανωτέρω) υποχρεούνται, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την παραλαβή της καταγγελίας, να υποβάλλουν στον αρμόδιο εισαγγελέα την αίτηση των ή να κοινοποιήσουν την απόφαση περί μη υποβολής της.