Με αυξημένες διαγραφές θα προσπαθήσουν οι τράπεζες να παραμείνουν σε τροχιά επίτευξης των στόχων μείωσης των προβληματικών δανείων, καθώς η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών κατά το πρώτο τρίμηνο οδήγησε σε αναζωπύρωση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Παράλληλα, δεδομένη θεωρείται η απώλεια του «μαξιλαριού» που είχε σχηματιστεί από την καλύτερη επίδοση κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2016: οι τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) κατά 1 δισ. περισσότερο, στα 104,8 δισ. ευρώ, έναντι στόχου 105,8 δισ. ευρώ, και κατά 400 εκατ. ευρώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs), στα 75,9 δισ., έναντι στόχου 76,3 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει στον SSM, στο τέλος Μαρτίου τα NPEs θα πρέπει να είναι στα 105,2 δισ. ευρώ, δηλαδή υπάρχει το περιθώριο, λόγω της καλής επίδοσης του 2016, και να αυξήσουν τα υπόλοιπα και να παραμείνουν εντός στόχου. Ο στόχος για τα NPLs ωστόσο, 74,7 δισ. ευρώ, είναι δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς εδώ το «μαξιλάρι» είναι πολύ μικρότερο, ενώ στο ξεκίνημα του 2017 τα μη εξυπηρετούμενα έχουν αυξηθεί σημαντικά. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, από τις αρχές του έτους έχουν δημιουργηθεί νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια περίπου 2 δισ. ευρώ, ανατρέποντας τη θετική τάση που είχε σχηματιστεί κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016.
Η αβεβαιότητα που προκάλεσαν οι καθυστερήσεις και οι ανακολουθίες στο θέμα της αξιολόγησης οδήγησαν σε μεγάλη αύξηση των καθυστερήσεων τον Ιανουάριο, περαιτέρω (αλλά ηπιότερη) αύξηση τον Φεβρουάριο, βελτίωση τον Μάρτιο και εκ νέου επιδείνωση τον Απρίλιο. Υπενθυμίζεται ότι τα NPLs αφορούν δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ενώ τα NPEs περιλαμβάνουν τα NPLs καθώς και δάνεια που εμφάνισαν προβλήματα αποπληρωμής και έχουν ρυθμιστεί.
Οι τράπεζες, προκειμένου να πιάσουν ή να παραμείνουν κοντά στους στόχους, θα προxωρήσουν σε μεγαλύτερες διαγραφές από αυτές που προγραμμάτιζαν, τακτική όμως που είναι προσωρινή και δεν συνιστά ουσιαστική επίτευξη των στόχων. Ο λόγος είναι ότι τα επιχειρησιακά σχέδια των τραπεζών περιλαμβάνουν δέσμη δράσεων: το 36% της μείωσης θα προέλθει από διαγραφές, ωστόσο το υπόλοιπο 64% θα προέλθει από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων και πωλήσεις «κόκκινων» δανείων σε τρίτους. Τα σχέδια των τραπεζών περιγράφουν με ακρίβεια το ύψος της μείωσης από κάθε παράγοντα, και για να πετύχουν, θα πρέπει να έχουν επιτυχία σε όλα τα παραπάνω μέτωπα. Τα κεφάλαια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διαγραφές είναι συγκεκριμένα και αυτό σημαίνει ότι αν κάνουν περισσότερες διαγραφές τώρα, θα πρέπει να κάνουν λιγότερες στο μέλλον.
Με τις αυξημένες διαγραφές του πρώτου τριμήνου οι τράπεζες απλώς αγοράζουν χρόνο, ελπίζοντας ότι κατά το υπόλοιπο της χρονιάς η κατάσταση θα εξομαλυνθεί πλήρως, οι ρυθμοί θα επιταχυνθούν και εντέλει θα πετύχουν και τους στόχους εισπράξεων, ρευστοποιήσεων κ.ά. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά η ενεργοποίηση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, εάν δεν αλλάξει ουσιαστικά η εικόνα στο υπόλοιπο του χρόνου με μείωση των νέων «κόκκινων» δανείων και κυρίως αύξηση εσόδων από εισπράξεις – ρευστοποιήσεις, τότε οι στόχοι του 2017 δεν θα επιτευχθούν, γεγονός που μπορεί να βάλει τις τράπεζες σε νέες περιπέτειες ενόψει του stress test που θα διενεργήσει η ΕΚΤ το 2018. Είναι χαρακτηριστικό ότι εντός του 2017 θα πρέπει να μειώσουν τα NPLs κατά 10 δισ. σε 65,9 δισ. από 75,9 δισ. (Δεκέμβριο 2016), ενώ το σύνολο των κεφαλαίων που θα χρησιμοποιηθούν για διαγραφές την περίοδο 2016 – 2019 είναι 13,9 δισ. ευρώ.