Επειτα από δεκαετίες κατασπατάλησης, μακρές περιόδους αγρανάπαυσης, δικαστικών διαμαχών (που συνεχίζονται), καθυστερήσεων που οφείλονται σε έλλειψη χρηματοδότησης ή προσωπικού και άλλα ευτράπελα, στα τέλη του 2016 είχε ολοκληρωθεί η κτηματογράφηση μόνο του 10% της επιφανείας της Ελλάδας, που αντιστοιχεί στο 25,3% των συνολικών δικαιωμάτων γης. Ο λογαριασμός έως τώρα είναι 1,1 δισ. ευρώ – και το κοντέρ ακόμη γράφει.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2017, η Ελλάδα βρίσκεται στην 141η θέση μεταξύ 200 χωρών στην καταγραφή της ακίνητης περιουσίας, λόγω της μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας κτηματογράφησης, «περίπλοκων και ακριβών διαδικασιών» και «ελάχιστης αυτοματοποίησης» του συστήματος ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.
Συγκεκριμένα, βάσει των στοιχείων της Παγκόσμιας Τράπεζας, ένας επιχειρηματίας που επιθυμεί να αγοράσει ένα οικόπεδο με ένα κτίριο στην Ελλάδα, με τίτλους ιδιοκτησίας που δεν αμφισβητούνται, χρειάζεται να διεκπεραιώσει 10 διαδικασίες (έναντι 4,7 που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ), που απαιτούν χρόνο 20 ημερών (μ.ό. ΟΟΣΑ: 22,4 μέρες). Η υπόθεση θα του κοστίσει 4,8% της αξίας του ακινήτου που αγοράζει (μ.ό. ΟΟΣΑ: 4,2%). Το χάσμα με τον ανεπτυγμένο κόσμο φαίνεται πάνω από όλα στον δείκτη διοίκησης γης (land administration index), που συναπαρτίζεται από πέντε κατηγορίες μέτρησης: αξιοπιστία υποδομών, διαφάνεια πληροφόρησης, γεωγραφική κάλυψη, επίλυση ιδιοκτησιακών διαφορών και ισότιμη πρόσβαση σε δικαιώματα ιδιοκτησίας. Με άριστα το 30, η Παγκόσμια Τράπεζα βαθμολογεί την Ελλάδα με 4,5, έναντι μ.ό. 22,7 των χωρών του ΟΟΣΑ.
Αξίζει να συγκριθεί η οδύσσεια του ελληνικού κτηματολογίου με την περίπτωση της Βουλγαρίας, μιας χώρας που έγινε μέλος της Ε.Ε. μόλις το 2007 και που παραμένει σημαντικά φτωχότερη από την Ελλάδα. Το πρόγραμμα κτηματογράφησης και κατάρτισης κτηματολογίου στη γειτονική χώρα (Registration and Cadastre Project) εγκρίθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα το 2001. Το έργο περιλάμβανε την ανάπτυξη της νέας υπηρεσίας κτηματολογίου (μεταξύ άλλων με τη μεταφορά αρχείων από 80 δημοτικές υπηρεσίες και 80 κτηματικές επιτροπές), την οικοδόμηση ενός νέου συστήματος καταγραφής ιδιοκτησίας στα 112 αρμόδια δικαστήρια και τα έργα πληροφορικής που θα επέτρεπαν τη χαρτογράφηση της επικράτειας και την εγγραφή των δικαιωμάτων επ’ αυτής. Περιλάμβανε επίσης εκπαιδευτικά προγράμματα εξοικείωσης με το νέο σύστημα, για υπαλλήλους του κτηματολογίου και του υπουργείου Δικαιοσύνης, τοπογράφους, κτηματομεσίτες, συμβολαιογράφους, ακόμα και τραπεζίτες.
Ο αρχικός προϋπολογισμός ήταν 36,8 εκατ. δολάρια και ο αρχικός σχεδιασμός ήταν το έργο να ολοκληρωθεί σε έξι χρόνια. Τελικά, μετά δύο παρατάσεις, το έργο ολοκληρώθηκε το 2009, με τελικό κόστος 49,6 εκατ. δολάρια. Σε λιγότερο από μία δεκαετία, η Βουλγαρία, στον κρίσιμο για τις επενδύσεις τομέα της καταγραφής της ακίνητης ιδιοκτησίας, εισήλθε στον ανεπτυγμένο κόσμο αφήνοντας πίσω της την Ελλάδα.
Φιλόδοξοι στόχοι
Υπενθυμίζεται ότι η ολοκλήρωση του κτηματολογίου έως το 2020 αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση της χώρας. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής, η κυβέρνηση –με τη συνδρομή της Παγκόσμιας Τράπεζας– έχει δεσμευτεί να προωθήσει τη μετάβαση από την ΕΚΧΑ (Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση), που είναι ανώνυμη εταιρεία, στον νέο Οργανισμό Εθνικού Κτηματολογίου, που θα είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, και στην οποία θα συγχωνευτούν τα υποθηκοφυλακεία και οι υπηρεσίες κτηματογράφησης. Παράλληλα, πρέπει να ξεκινήσει η διαδικασία συγχώνευσης των 398 υποθηκοφυλακείων (άμισθων και έμμισθων) και των 110 μεταβατικών γραφείων κτηματογράφησης σε 19 –σύμφωνα με τις συστάσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας– κτηματολογικά γραφεία που θα εξυπηρετούν (ψηφιακά) τους πολίτες στην εποχή του κτηματολογίου. Στην έκθεση του διεθνούς οργανισμού τον περασμένο Δεκέμβριο για το κτηματολόγιο, αναφέρεται ότι «δεν έχει γίνει κάποια σοβαρή προσπάθεια κοστολόγησης ή κατάρτισης ενός χρονοδιαγράμματος» για τη διαδικασία αυτή. Ο λόγος είναι ότι οι συγχωνεύσεις θα είναι πολιτικά επώδυνες – όσο διοικητικά δύσβατη θα είναι και η απόπειρα ίδρυσης του νέου Οργανισμού Εθνικού Κτηματολογίου.