Απόφαση 1033 / 2016 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1033/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Γεωργέλλη, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.58/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Μαρία Χυτήρογλου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Απριλίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννας Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Δ. Μ. του Α., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Στέφανο Παύλου και Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.3406/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Γ. Δ. του Χ. και 2)Σ. Χ. του Β., κατοίκων …, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κυριακή Πακιρτζίδου.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ.πρωτ.102/11-1-2016 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 24 Μαρτίου 2016 προσθέτους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 146/2016.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο κατά το κεφάλαιο της που επιδικάζονται στους πολιτικώς ενάγοντες, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, το ποσό των 44 ευρώ εις έκαστο και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I] Η κρινόμενη από 8-1-2016 (αριθμ. πρωτ. 102/11-1-2016) αίτηση του Δ. Μ. του Α. για αναίρεση της καταχωρηθείσας στις 21-12-2015 στο οικείο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠοινΔ 3406/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με δήλωσή του η οποία επιδόθηκε στις 11-1-2016 στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Επομένως είναι παραδεκτή κατά τα άρθρα 473 παρ. 3 και 474 παρ. 1 και 2 ΚΠοινΔ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Μαζί με αυτήν πρέπει να συνεξετασθούν ως συναφείς και οι από 24-3-2016 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης οι οποίοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα με το κατατεθέν στη γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου κατ’ άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠοινΔ ιδιαίτερο δικόγραφο.
II] Κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του ο,τιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας, ενώ μπορούν να προβαίνουν και σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν. Εξάλλου κατά το άρθρο 141 παρ. 1 ΚΠοινΔ τα πρακτικά της συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων, … τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων …, τις προτάσεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Όποιος διευθύνει τη συζήτηση φροντίζει να καταχωρίζονται στα πρακτικά κατά λέξη εκείνα τα μέρη των μαρτυριών ή των δηλώσεων, που κρίνει ουσιώδη για τους σκοπούς της απόδειξης. Εξάλλου κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στον νόμο, και να παραδίδουν γραπτώς σ’ αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Η απόφαση του δικαστηρίου που αρνείται ή περιορίζει την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων η οποία εκδίδεται μετά από προσφυγή κατά της άρνησης του διευθύνοντος τη συζήτηση, προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται κατά της οριστικής απόφασης και μόνο μαζί με αυτήν. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 170 παρ. 2, 171 παρ. 1 εδ. δ’ , 333 παρ. 2 και 357 παρ. 3 ΚΠΔ συνάγεται ότι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για μη τήρηση των διατάξεων που αφορούν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων του στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, η οποία θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ, επέρχεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει από το νόμο υποχρέωση στο δικαστή να δημιουργήσει αυτεπαγγέλτως τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων, χωρίς να είναι αναγκαία η υποβολή αντίστοιχης αίτησης από τον κατηγορούμενο. Αντίθετα ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για έλλειψη ακρόασης του άρθρου 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ, η οποία θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ ΚΠοινΔ, επέρχεται στις περιπτώσεις που παρέχεται από το νόμο στον κατηγορούμενο ή στο συνήγορο του η ευχέρεια να ζητήσει, αν το θελήσει, την άσκηση δικαιώματος που παρέχεται ρητά σε αυτούς, όπως είναι και το δικαίωμα των διαδίκων για σχολιαστικές ή άλλες δηλώσεις σχετικές με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν, αποσκοπούν στον έλεγχο της αξιοπιστίας τους και την αποκάλυψη της αλήθειας. Για να προκληθεί όμως η εν λόγω ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επειδή παραβιάστηκε το δικαίωμα του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του να κάνουν παρατηρήσεις σχετικές με τις καταθέσεις των μαρτύρων και την αξιοπιστία τους ή με εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και έγγραφα που προσκομίστηκαν και αναγνώστηκαν, πρέπει να έχει υποβληθεί και απορριφθεί σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του με διάταξη του διευθύνοντος τη συζήτηση και να ασκήθηκε αμέσως κατ’ αυτής προσφυγή στο δικαστήριο, το οποίο να μην απάντησε ή να απέρριψε την προσφυγή παρά το νόμο, και όχι για λόγους ουσίας, αφού η εκτίμηση πραγμάτων είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Το ίδιο ισχύει και για την καταχώρηση στα πρακτικά του περιεχομένου των ερωτήσεων που απευθύνονται προς τους μάρτυρες ή των αιτήσεων, ενστάσεων και δηλώσεων του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του με αντικείμενο το σχολιασμό μαρτυρικών καταθέσεων, εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης ή άλλων εγγράφων που προσκομίστηκαν και αναγνώστηκαν κατά τη σχετική διαδικασία, για την οποία (καταχώρηση) δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου, εκτός αν αυτό ζητηθεί ρητά από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορο του. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ λόγω μη άσκησης του παρεχόμενου από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματος στον αναιρεσείοντα να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεση καθενός από τους μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Όμως, ούτε ο αναιρεσείων επικαλείται ούτε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης ότι είχε υποβληθεί από τους συνηγόρους του κατηγορουμένου αίτημα για καταχώρηση στα πρακτικά του περιεχομένου των σχολιασμών του για την αποδεικτική αξία και βαρύτητα των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή για παροχή άδειας για να προβούν αυτοί σε δηλώσεις, εξηγήσεις ή παρατηρήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων ούτε πολύ περισσότερο ότι αυτοί προσέφυγαν προς τούτο στο δικαστήριο. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
ΙΙΙ] Κατά τις διατάξεις του άρθρου 138 παρ. 2 και 3 του ΚΠοινΔ “Πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν το λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος, όπου υπάρχει… καθώς και οι παρόντες διάδικοι …” και “Η παράβαση της παρ. 2 συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, του βουλεύματος και της διάταξης”. Στην προκείμενη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ λόγω μη τήρησης των διατάξεων των άρθρων 138 παρ. 2 και 3 και 171 παρ. 1 στοιχ. β’ και δ’ ΚΠοινΔ, καθόσον μετά την υποβολή από τον κατηγορούμενο αιτήματος για την κλήτευση ως μάρτυρα της ιατρού Α. Π. το δικαστήριο παρέλειψε την προηγούμενη ακρόαση του Εισαγγελέα και του κατηγορουμένου. Όμως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης στο επίμαχο σημείο (σελ. 21-22) μετά την υποβολή του σχετικού αιτήματος “Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, επιφυλάχθηκε να προτείνει περί της αποδοχής ή μη του ως άνω αιτήματος και πρότεινε το Δικαστήριο να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των πολιτικώς εναγόντων, στους οποίους δόθηκε ο λόγος, ζήτησαν την απόρριψη του ως άνω αιτήματος. Οι συνήγοροι υπεράσπισης του κατηγορουμένου, στους οποίους δόθηκε ο λόγος στη συνέχεια, δήλωσαν ότι εμμένουν στο ανωτέρω αίτημα και ζήτησαν την αποδοχή του από το δικαστήριο. Κατόπιν ο Πρόεδρος δήλωσε, ότι το Δικαστήριο επιφυλάσσεται να αποφανθεί επί του αιτήματος του κατηγορουμένου και διέταξε την πρόοδο της δίκης”. Περαιτέρω από την επισκόπηση των ίδιων ως άνω πρακτικών στη σελίδα 53 προκύπτει ότι: “Μετά την ανάγνωση των ως άνω εγγράφων, η Εισαγγελέας, αφού πήρε το λόγο, πρότεινε την απόρριψη του αιτήματος του κατηγορουμένου περί κλητεύσεως της υπογράφουσας την παθολογοανατομική έκθεση, Α. Π., Παθολογοανατόμου του Γ.Π.Ν. Ιπποκράτειου Θεσσαλονίκης. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των πολιτικώς εναγόντων, στους οποίους δόθηκε ο λόγος, ζήτησαν την απόρριψη του ως άνω αιτήματος. Οι συνήγοροι υπεράσπισης του κατηγορουμένου, στους οποίους δόθηκε ο λόγος στη συνέχεια, δήλωσαν ότι εμμένουν στο ανωτέρω αίτημα και ζήτησαν την αποδοχή του από το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε εκ νέου να αποφανθεί επί του ανωτέρω αιτήματος.”. Τέλος, από την επισκόπηση των ίδιων πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης στις σελίδες 60-61 προκύπτει ότι, μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης και των μαρτύρων υπεράσπισης, το δικαστήριο διασκέφθηκε μυστικώς επί της έδρας του σχετικά με το αίτημα της κλήτευσης της υπογράφουσας την παθολογοανατομική έκθεση Α. Π. και με το εκεί σκεπτικό απέρριψε τούτο. Από τα παραπάνω είναι πρόδηλο ότι επί του αιτήματος δόθηκε ο λόγος τόσο στην εισαγγελέα της έδρας για την πρότασή της όσο και στους συνηγόρους υπεράσπισης του κατηγορουμένου για τις σχετικές με το υποβληθέν από αυτούς αίτημα δηλώσεις και εξηγήσεις, παρείλκε δε οποιαδήποτε νέα ανάπτυξη και επάνοδος επί του εν λόγω αιτήματος, η οποία άλλωστε δεν ζητήθηκε από το δικαστήριο που επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του σε επόμενο χρόνο, κάτι που δεν παρέλειψε να πράξει. Επομένως, ο σχετικός δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. IV] Κατά το άρθρο 470 ΚΠοινΔ “Στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Δεν εμποδίζεται όμως η επιβολή παρεπόμενης ποινής, που από παραδρομή δεν επιβλήθηκε, αν και σύμφωνα με το νόμο έπρεπε υποχρεωτικά να επιβληθεί, ή η επιβολή μέτρου ασφαλείας προβλεπόμενου από τον ποινικό κώδικα”. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 65 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠοινΔ “Το ποινικό δικαστήριο αποφασίζει ελεύθερα σε κάθε περίπτωση που εκδικάζει υπόθεση αποζημίωσης” Ως αποζημίωση κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται όχι μόνο η υλική ζημία αλλά και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατ’ άρθρο 932 του ΑΚ, της οποίας το ύψος προσδιορίζει το δικαστήριο κατ’ ελεύθερη κρίση με βάση τα αναφερόμενα σαφή κριτήρια και σε σχέση με το πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) του φερόμενου ως παθόντος που προσβλήθηκε από την αξιόποινη πράξη. Η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης από το εφετείο ποσού ίσου ύψους με το επιδικασθέν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έστω και αν επιβλήθηκε μικρότερη ποινή ή έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη για μερικές πράξεις του κατ’ εξακολούθηση τελεσθέντος εγκλήματος λόγω παραγραφής τους, δεν συνιστούν χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, πολύ περισσότερο όταν ο πολιτικώς ενάγων είχε ζητήσει την επιδίκαση ενός συμβολικού ποσού, επιφυλασσόμενος να ζητήσει το υπόλοιπο από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν υπερβαίνει την εξουσία του και, έτσι, δεν δημιουργείται υπέρ του καταδικασθέντος κατηγορουμένου ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ. Συνιστά όμως χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης από το Εφετείο ποσού ίσου ύψους με το επιδικασθέν από πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε για μερικές από τις πράξεις για τις οποίες είχε πρωτόδικα καταδικαστεί και αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης. Με τον τρίτο λόγο του κυρίως δικογράφου της αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι κατέστησε χειρότερη τη θέση του και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας (ΚΠοινΔ 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ), εφόσον πρωτοδίκως καταδικάσθηκε για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια και επιδικάσθηκε εις βάρος του το ποσό των 44 ευρώ για καθένα από τους πολιτικώς ενάγοντες ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη και την ηθική βλάβη που οι τελευταίοι υπέστησαν και στη συνέχεια το ίδιο ποσό επιδικάσθηκε εις βάρος του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καίτοι αυτός είχε αθωωθεί για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις: α) της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που φερόταν ότι είχε τελεσθεί σε βάρος του νεογνού τέκνου των Σ. Χ. και Γ. Δ. και β) της σωματικής βλάβης από αμέλεια που φερόταν ότι είχε τελεσθεί σε βάρος της επιτόκου Σ. Χ.. Από την επισκόπηση των πρακτικών του πιο πάνω (πρωτοβάθμιου) δικαστηρίου προκύπτει ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής δηλώθηκε κατά λέξη ως εξής: “Στη συνέχεια παρουσιάσθηκαν Α) 1. η Σ. Χ. του Β. και 2. ο Γ. Δ. του Χ. και δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατο του γιου τους, ο οποίος υπήρξε απότοκος της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο πρώτης αξιοποίνου πράξεως και Β) η Σ. Χ. του Β. για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο δεύτερη αξιόποινη πράξη και ότι ζητούν, για τη χρηματική τους ικανοποίηση, να υποχρεωθεί να τους καταβάλει αυτός το συμβολικό ποσόν των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, σε έκαστο, με τη ρητή επιφύλαξή τους να επιδιώξουν υπέρτερη, εκ της αιτίας ταύτης, αποζημίωση στα πολιτικά Δικαστήρια…”. Με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κηρύχθηκε ο αναιρεσείων ένοχος και των δύο αποδιδομένων σ’ αυτόν αξιόποινων πράξεων, υποχρεώθηκε δε “να καταβάλει σε έκαστο πολιτικώς ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ”, όπως κατά λέξη αναγράφεται στο διατακτικό της. Εξάλλου από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικών του εφετείου προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της έφεσης του αναιρεσείοντος οι πολιτικώς ενάγοντες δήλωσαν την ίδια παράσταση, όπως και πρωτοδίκως. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του το εφετείο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο μεν της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, αθώο δε της σωματικής βλάβης από αμέλεια. Στη συνέχεια, αφού στο σκεπτικό της απόφασής του δέχθηκε ότι “οι πολιτικώς ενάγοντες υπέστησαν ψυχική οδύνη από την αδικοπραξία του κατηγορουμένου για την οποία καταδικάσθηκε αυτός”, υποχρέωσε αυτόν “να καταβάλει σε έκαστο των πολιτικώς εναγόντων το ποσό των σαράντα τεσσάρων [44,00] ευρώ”. Από τα πιο πάνω σαφώς προκύπτει ότι: α) πρωτοδίκως και κατ’ έφεση είχαν παραστεί ως πολιτικώς ενάγοντες (ζητώντας χρηματική ικανοποίηση ποσού 44 ευρώ ο καθένας) η Σ. Χ. για ψυχική οδύνη, ο Γ. Δ. για ψυχική οδύνη και η Σ. Χ. για ηθική βλάβη και β) με τη μεν πρωτόδικη απόφαση επιδικάσθηκε χρηματική ικανοποίηση 44 ευρώ σε καθένα από τους πολιτικώς ενάγοντες για τους λόγους για τους οποίους παρέστησαν, δηλαδή στη Σ. Χ. για ψυχική οδύνη, στο Γ. Δ. για ψυχική οδύνη και στη Σ. Χ. για ηθική βλάβη (44 ευρώ Χ 3), ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση επιδικάσθηκε χρηματική ικανοποίηση 44 ευρώ σε καθένα από τους Σ. Χ. και Γ. Δ. για ψυχική οδύνη (44 ευρώ Χ 2). Το τελευταίο προκύπτει ιδίως από το συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό της προσβαλλομένης, όπου, όπως ήδη έχει εκτεθεί, αναφέρεται ότι “οι πολιτικώς ενάγοντες υπέστησαν ψυχική οδύνη από την αδικοπραξία του κατηγορουμένου για την οποία καταδικάσθηκε αυτός”, δηλαδή δεν επιδικάζεται με αυτήν το επί πλέον αιτηθέν από τη Σ. Χ. ποσό των 44 ευρώ για την ηθική της βλάβη. Με βάση τα ανωτέρω το εφετείο δεν κατέστησε χειρότερη τη θέση αναιρεσείοντος αφού, μετά την αθώωσή του για τη μία από τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν αξιόποινες πράξεις, επιδίκασε σε βάρος του, ως χρηματική ικανοποίηση των παθόντων, ποσό συνολικά κατώτερο του επιδικασθέντος από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για την ίδια αιτία.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. V] Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ “Όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 Π.Κ. “από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται η διαπίστωση αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή πείρα και λογική, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με τη πράξη ή την παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ. Κατά τη διάταξη αυτή όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος είχε ιδιαίτερη (δηλαδή ειδική και όχι γενική) νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση (προς ενέργεια τείνουσα στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος) μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Εν όψει αυτών υπάρχει ειδική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια ασθενούς στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από αυτόν των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και η ενέργεια ή παράλειψή του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Η ιδιαίτερη δε νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς απορρέει από το νόμο και τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας και από την εγγυητική θέση αυτού έναντι της ασφάλειας της ζωής ή της υγείας του ασθενούς που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης είτε αυτή αφορά ιατρική εξέταση είτε χειρουργική επέμβαση. Εξάλλου η έναρξη της ανθρώπινης ζωής κατά το ποινικό δίκαιο δεν συμπίπτει προς την έναρξη του “προσώπου” κατά το αστικό, το οποίο αρχίζει να υπάρχει μόλις γεννηθεί ζωντανό και παύει να υπάρχει με το θάνατο του (ΑΚ 35), δηλαδή αφού ολοκληρωθεί ο τοκετός με την αποχωρισμό του νεογνού από το μητρικό σώμα. Το τελευταίο συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 303 ΠΚ περί παιδοκτονίας, η οποία μπορεί να διαπραχθεί και κατά τον τοκετό.
Συνεπώς και πριν την ολοκλήρωση του τοκετού αλλά πάντως μετά την έναρξη αυτού υφίσταται “τέκνο”, άνθρωπος, οπότε μπορεί να τελεσθεί ανθρωποκτονία. Από τη χρονική στιγμή που θα αρχίσει ο τοκετός και μαζί με αυτόν το τικτόμενο να προσλαμβάνει ανθρώπινη ιδιότητα, θεμελιώνεται ακόμη και από αμέλεια ποινική ευθύνη του δράστη που το προσβάλλει. Με την έναρξη της ανθρώπινης ζωής προστατεύεται και η σωματική ακεραιότητα του νεογνού. Ενόψει των σοβαρών κινδύνων τους οποίους συνεπάγεται δια το τικτόμενο το γεγονός του τοκετού, το ποινικό δίκαιο προστατεύει τούτο ως άνθρωπο πριν ακόμη του αναγνωρισθεί η ιδιότητα του “προσώπου” κατά το αστικό δίκαιο. Ο τοκετός και μαζί με αυτόν η ανθρώπινη ιδιότητα άρχονται από τη στιγμή κατά την οποία, αδιακρίτως συμπτωμάτων, τεθεί σε κίνηση η φυσική εκείνη αλληλουχία φάσεων, η οποία κατά τα διδάγματα της μαιευτικής επιστήμης οδηγεί αδιαλείπτως στην ολοκλήρωση της γέννησης. Τέλος, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει προκειμένου για καταδικαστική απόφαση όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται κατά το άρθρο 178 περ. γ’ του ΚΠοινΔ και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου κώδικα υπό προϋποθέσεις από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και σε κάθε περίπτωση δεν είναι αντίθετα με αυτές. Επί εγκλήματος εξ αμελείας που συνίσταται σε παράλειψη πρέπει να προσδιορίζεται στην αιτιολογία της απόφασης και από πού πηγάζει η ιδιαίτερη υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια (αποτρεπτική του αποτελέσματος) και αν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα δικαίου και ο κανόνας αυτός. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 3406/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε, σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων, μαιευτήρας γυναικολόγος ιατρός, ένοχος ανθρωποκτονίας από αμέλεια νεογνού και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ (18) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία, ενώ κρίθηκε αθώος για την πράξη της πρόκλησης σωματικής βλάβης από αμέλεια στην επίτοκο. Στο αιτιολογικό περί ενοχής του άνω δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, διαλαμβάνονται, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στην προκειμένη υπόθεση από τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, την από 6-5- 2010 πραγματογνωμοσύνη, που διενήργησε ο πραγματογνώμονας, Γ. Μ., μαιευτήρας – γυναικολόγος, την ανάγνωση των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, καθώς και των εγγράφων που νομίμως προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος στα Γιαννιτσά, στις 15-7-2008, με την ιδιότητα του μαιευτήρα – γυναικολόγου, από έλλειψη της δέουσας επιμέλειας και σύνεσης που κάθε μέτρια συνετός, επιμελής και ευσυνείδητος ιατρός της αυτής ειδικότητας όφειλε κάτω από τις ίδιες περιστάσεις αλλά και που μπορούσε λόγω των προσωπικών του δυνατοτήτων, γνώσεων και ικανοτήτων να καταβάλει, δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσαν οι πράξεις του, παραβαίνοντας τους κοινώς αποδεκτούς και αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης στον κλάδο της μαιευτικής – γυναικολογίας και το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας και ειδικότερα, με την παραπάνω ιδιότητά του, κατ’ εντολήν του, η επίτοκος Σ. Χ. του Β., που την παρακολουθούσε σε όλη τη διάρκεια της κύησης διανύοντας τη 40η εβδομάδα κύησης, εισήχθη την 15-7-2008 και ώρα 09:00, δύο ημέρες νωρίτερα από την πιθανή ημερομηνία τοκετού (17-7-2008), στην ιδιωτική μαιευτική – χειρουργική – γυναικολογική κλινική με την επωνυμία “…”, που βρίσκεται στα Γιαννιτσά επί της οδού … για τεχνητή πρόκληση φυσιολογικού τοκετού. Στη συνέχεια περί ώρα 10.00 τοποθετήθηκε σ’ αυτήν, πάντα κατόπιν εντολής του κατηγορούμενου, προσταγλαδίνη ενδοκολπικά και ετέθη υπό καρδιοτοκογραφική παρακολούθηση (καρδιοτοκογραφήματα διενεργήθηκαν στις 09.25 με διάρκεια έως 09.45, στις 10.25 με διάρκεια έως τις 10.45, στις 12.29 με διάρκεια έως τις 12.49, στις 13.54 με διάρκεια έως τις 14.02, στις 15.13 με διάρκεια έως τις 15.23, στις 16.14 με διάρκεια έως τις 16.45, στις 18.01 με διάρκεια έως τις 18.11, και τέλος στις 18.17 με διάρκεια έως 19.44). Στις 17.30 η ανωτέρω επίτοκος υπέφερε από έντονες ωδίνες. Κατόπιν παρακλήσεώς της και με τη σύμφωνη γνώμη του κατηγορούμενου ετέθη περί ώρα 18:00’ από τον αναισθησιολόγο Γ. Σ., σε επισκληρίδιο αναλγησία και της παρασχέθηκε οξυτοκίνη κατόπιν εντολής του κατηγορούμενου, ο οποίος, καίτοι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση σε ενέργεια κατατείνουσα στην αποτροπή του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου, πηγάζουσα από το νόμο και δη από τον κώδικα της ιατρικής δεοντολογίας αλλά και από την εγγυητική θέση του ιατρού απέναντι στην ασφάλεια ζωής και της υγείας της επιτόκου και του κυοφορούμενου, που δημιουργήθηκε από την προηγούμενη παρακολούθησή της, καθ1 όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν παρακολουθούσε διαρκώς ως όφειλε την εξέλιξη του τοκετού, από την έναρξη του οποίου είχαν ήδη περάσει 8 ώρες, δεν είχε διαρκή οπτική επαφή με τις ενδείξεις του καρδιοτοκογράφου, επιπρόσθετα δε, όταν στις 18.48 η καρδιοτοκογραφική καταγραφή παρουσίασε όψιμες επιβραδύνσεις που αποτελούν δυσμενές προγνωστικό στοιχείο που καταδεικνύει πλημμελή αιμάτωση και οξυγόνωση του εμβρύου, παρέλειψε, κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας, να υποβάλει άμεσα την επίτοκο σε καισαρική τομή, ή έστω να παρακολουθεί συνεχώς και επισταμένως την εξέλιξη της συχνότητας των καρδιακών παλμών του εμβρύου, να ελέγχει συχνά την οξεοβασική ισορροπία του εμβρύου και να προετοιμάζει τη με χειρουργικό τρόπο περάτωση του τοκετού (καισαρική τομή), όπως όφειλε και μπορούσε να πράξει, αλλά αντίθετα εξήλθε από την αίθουσα των τοκετών, χωρίς να προβεί σε καμία απολύτως ενέργεια, ακολούθως γύρω στις 19.30 και ενώ η επίτοκος βρισκόταν στην αίθουσα των τοκετών με παρόντα μόνο το σύζυγο της, να αισθανθεί ζάλη και τάση για εμετό, οπότε ο σύζυγος της ειδοποίησε την υπεύθυνη μαία, Π. Σ., η οποία με τη σειρά της, αφού διαπίστωσε βραδυκαρδία του εμβρύου, ειδοποίησε τον κατηγορούμενο, ο οποίος τηλεφωνικά της έδωσε οδηγίες (η ανωτέρω μαία γύρισε την επίτοκο στο πλάι, έκλεισε την ωδινοποίηση, σταματώντας τη χορήγηση οξυτοκίνης, άνοιξε τη ροή του Ringer και της εφάρμοσε μάσκα οξυγόνου), όταν δε ο κατηγορούμενος έφθασε στην αίθουσα των τοκετών, λόγω της παραπάνω αμελούς συμπεριφοράς του, αντιμετώπισε το φαινόμενο της έντονης βραδυκαρδίας του νεογνού, όταν αυτό πλέον είχε ενταθεί, σε σημείο επικίνδυνο για τη ζωή του, αφού η επίτοκος είχε ήδη αρχίσει να αιμορραγεί, το δε έμβρυο μετά από μία προσπάθεια απεμπέδωσης της προβάλλουσας μοίρας από τον κατηγορούμενο, παρουσίασε παρατεινόμενη βραδυκαρδία, ο δε τελευταίος αποφάσισε τη διενέργεια καισαρικής τομής μόλις στις 19.50. Αποτέλεσμα της ως άνω αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορούμενου (μη συνειδητής αμέλειας) ήταν η ενδεδειγμένη ιατρικώς ενέργεια της καισαρικής τομής να διενεργηθεί με μεγάλη καθυστέρηση (ήτοι 1 ώρα και 17 λεπτά μετά την εμφάνιση των όψιμων επιβραδύνσεων), καθ’ όσον η καισαρική τομή ξεκίνησε στις 20.05, με συνέπεια το νεογνό να βγει από το σώμα της επιτόκου στις 20.10, ασφυκτικό, άσφυγμο, απνοϊκό, ωχροκύανο, να διασωληνωθεί, να διενεργηθεί επ1 αυτού καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, να τοποθετηθεί ομφαλικός καθετήρας και να μεταφερθεί σε κωματώδη κατάσταση στη Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών του “Ιπποκράτειου” Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, όπου και απεβίωσε δύο ημέρες μετά από βαριά περιγεννητική ασφυξία, ήτοι συμπεριφορά που ως μόνη ενεργός αιτία επέφερε το θάνατο αυτού (του νεογνού). Πιο συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος παρακολουθούσε την πολιτικώς ενάγουσα, Σ. Χ., που ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί της, η οποία το έτος 2000 είχε γεννήσει με φυσιολογικό τοκετό ένα κορίτσι, ενώ προηγουμένως (τον Μάιο του 2007) είχε διαγνώσει σ’ αυτήν έναν ενδομήτριο πολύποδα τον οποίο και αφαίρεσε. Στις 14-7-2008 αυτός εξέτασε την κ. Χ., που βρισκόταν στην 40η εβδομάδα της κύησης, η οποία μέχρι τότε είχε εξελιχθεί φυσιολογικά και χωρίς κανένα πρόβλημα και ήδη υπήρχε ένα τελειόμηνο κύημα τεσσάρων κιλών, ο πλακούντας ήταν ώριμος και υπήρχε καλό καρδιοτοκογράφημα. Η πιθανή ημερομηνία γέννησης ήταν η 17-7- 2008 αλλά ο κατηγορούμενος της είπε να πάει την επόμενη ημέρα το πρωί (15-7- 2008) στην ανωτέρω κλινική, προκειμένου να εισαχθεί για τεχνητή πρόκληση φυσιολογικού τοκετού. Έτσι λοιπόν η τελευταία πράγματι πήγε στις 15-7-2008 με το σύζυγο της στην κλινική το πρωί, με σκληρό τράχηλο, με άρρηκτο θυλάκιο και ένα εκατοστό διαστολή και περί ώρα 10.00 τοποθετήθηκε σ’ αυτήν από τη μαία, Π. Σ., κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου, προσταγλαδίνη ενδοκολπικά και συγκεκριμένα 1/4 από το φαρμακευτικό σκεύασμα CYTOTEC και ετέθη υπό καρδιοτοκογραφική παρακολούθηση. Στις 17.30 η εν λόγω επίτοκος, επειδή υπέφερε από έντονες ωδίνες, κατόπιν παρακλήσεώς της και με τη σύμφωνη γνώμη του κατηγορουμένου που την εξέτασε τότε και είδε ότι ο τράχηλος αυτής είχε τρία εκατοστά διαστολή, ετέθη περί ώρα 18.00 από τον αναισθησιολόγο Γ. Σ., σε επισκληρίδιο αναλγησία και της παρασχέθηκε οξυτοκίνη από τον ίδιο αναισθησιολόγο κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου. Από ώρα όμως 18.48 παρουσιάστηκε αλλοίωση των εμβρυϊκών καρδιακών παλμών και ειδικότερα η καρδιοτοκογραφική καταγραφή παρουσίασε όψιμες επιβραδύνσεις που αποτελούν δυσμενές προγνωστικό στοιχείο που καταδεικνύει πλημμελή αιμάτωση και οξυγόνωση του εμβρύου και είναι ένδειξη για καισαρική τομή. Από δε ώρα 18.48 έως 19.34 ο καρδιοτοκογράφος κατέγραψε δεκαέξι (16) συνεχόμενες όψιμες επιβραδύνσεις, χωρίς διαφοροποίηση δηλαδή επιτάχυνση ή επιβράδυνση, και είκοσι (20) συσπάσεις μήτρας, το δε καρδιοτοκογράφημα αυτό χαρακτηρίζεται ως “παθολογικό”. Στις 19.00 ο κατηγορούμενος είδε την επίτοκο, όταν δηλαδή υπήρχαν όψιμες επιβραδύνσεις και μετά από δέκα περίπου λεπτά (19.10) αποχώρησε από την αίθουσα, όπου βρισκόταν η τελευταία, ενώ στις 19.15 ο αναισθησιολόγος, Σ., χορήγησε δεύτερη δόση επισκληρίδιας αναλγησίας. Στις 19.30 η επίτοκος, που βρισκόταν στην αίθουσα των τοκετών με παρόντα μόνο το σύζυγο της, αισθάνθηκε δυσφορία, ζάλη και τάση για εμετό. Ο. σύζυγος της, Γ. Δ., ειδοποίησε την υπεύθυνη μαία, Π. Σ., η οποία, ως έμπειρη, διαπίστωσε βραδυκαρδία του εμβρύου και ειδοποίησε τον κατηγορούμενο, ο οποίος τηλεφωνικά της έδωσε οδηγίες, τις οποίες και αυτή εκτέλεσε, δηλαδή γύρισε την επίτοκο στο πλάι, έκλεισε την ωδινοποίηση, σταματώντας τη χορήγηση οξυτοκίνης, άνοιξε τη ροή του Ringer και της εφάρμοσε μάσκα οξυγόνου. Ειδικότερα, στις 19.32 οι εμβρυϊκοί παλμοί έπεσαν στους πενήντα (50), γεγονός που υποδηλώνει μια “προθανάτια κατάσταση” και ότι πρέπει ο γιατρός να ενεργήσει άμεσα καισαρική τομή. Ο κατηγορούμενος πήγε τότε στην επίτοκο, της άλλαξε θέση, την εξέτασε κολπικά, προσπάθησε να κάνει απεμπέδωση, είδε ότι δεν είχε μεγάλη διαστολή ο τράχηλος και περίμενε να γίνει ανάταξη των παλμών, όπως και ο ίδιος κατέθεσε στην απολογία του, παρόλο που το καρδιοτοκογράφημα τον ανησύχησε, αφού γνώριζε, ότι αυτό είναι δυσμενές προγνωστικό για την οξέωση του κυήματος. Ενώ δεν υπήρχε πλέον πεδίο για φυσιολογικό τοκετό, ο κατηγορούμενος άφησε να περάσει χαμένος και άλλος πολύτιμος χρόνος για τη ζωή και την υγεία του κυήματος και αποφάσισε καθυστερημένα τη διενέργεια καισαρικής τομής, η οποία ξεκίνησε στις 20.05 και στις 20.10 βγήκε από το σώμα της επιτόκου νεογνό, άρρεν, 4090 γραμμαρίων, ασφυκτικό, άσφυγμο, απνοϊκό, ωχροκύανο, το οποίο στη συνέχεια διασωληνώθηκε, διενεργήθηκε επ’ αυτού καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, τοποθετήθηκε ομφαλικός καθετήρας και μεταφέρθηκε σε κωματώδη κατάσταση στη Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών του “Ιπποκράτειου” Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, όπου και απεβίωσε δύο ημέρες μετά από “βαριά περιγεννητική ασφυξία”, αποτέλεσμα που οφείλεται, όπως αναφέρεται παραπάνω, στην αμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Με βάση τα παραπάνω ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτόν με το κατηγορητήριο αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη αυτή.”. Σύμφωνα με αυτά που δέχθηκε το κατ’ έφεση δικάσαν Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης διέλαβε στην προσβαλλόμενη 3406/2015 απόφασή του την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τις αποδείξεις οι οποίες το θεμελίωσαν και τις σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26, 28, 15 και 302 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και δεν στερείται νόμιμης βάσης. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος λεκτέα τα ακόλουθα: Οι αιτιάσεις που ενσωματώνονται στους πρώτο και τρίτο λόγους του δικογράφου των προσθέτων, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 302 ΠΚ και έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης αντίστοιχα, καθόσον το νεογνό υπέστη περιγεννητική ασφυξία εντός της κοιλίας της επιτόκου και ο εγκεφαλικός του θάνατος προκλήθηκε πριν εξέλθει της εγκύου, με συνέπεια να μη στοιχειοθετείται το αδίκημα, είναι αβάσιμες, διότι στηρίζονται επί ελλιπών και ατελών παραδοχών, οι οποίες παραβλέπουν την επίδραση της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος στην πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος (θανάτου του νεογνού), ενώ δεν υπηρετούνται ούτε υποστηρίζονται από το πραγματικό υλικό της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το οποίο η επίτοκος είχε εισαχθεί στη μαιευτική – χειρουργική – γυναικολογική κλινική για τεχνητή πρόκληση φυσιολογικού τοκετού τις πρωινές ώρες της 15-7-2008, της τοποθετήθηκε κατ’ εντολή του αναιρεσείοντος προσταγλαδίνη ενδοκολπικά και παρακολουθούνταν καρδιοτοκογραφικά, υποφέροντας δε από έντονες ωδίνες τέθηκε από τον αναιρεσείοντα στις 17.30 της ίδιας ημέρας σε επισκληρίδιο αναλγησία και της παρασχέθηκε οξυτοκίνη, πλην όμως ο τελευταίος, ενώ είχαν παρέλθει οκτώ ώρες από την έναρξη του τοκετού, δεν είχε διαρκή επαφή, ως όφειλε, με τις ενδείξεις του καρδιοτοκογράφου και επιπλέον, όταν στις 18.48 η καρδιοτοκογραφική καταγραφή παρουσίασε όψιμες επιβραδύνσεις, που αποτελούν δυσμενές προγνωστικό στοιχείο για την αιμάτωση και οξυγόνωση του εμβρύου, παρέλειψε να υποβάλει άμεσα την επίτοκο σε καισαρική τομή, καθώς και να πράξει το ελάχιστο, που ήταν η συνεχής και επισταμένη παρακολούθηση της συχνότητας των καρδιακών παλμών και ο συχνός έλεγχος της οξεοβασικής ισορροπίας του εμβρύου προετοιμάζοντας ταυτόχρονα τη χειρουργική περάτωση του τοκετού.
Ουδεμία αντίφαση προκαλείται στις παραπάνω παραδοχές από την παρουσία του αναιρεσείοντος στις 19.00 – 19.10 στο χώρο όπου βρισκόταν η επίτοκος, τη χορήγηση της δεύτερης δόσης επισκληρίδιας αναλγησίας στις 19.15 από τον αναισθησιολόγο, καθώς και την παροχή βοήθειας προς την αισθανθείσα εμετική τάση επίτοκο με εκτέλεση τηλεφωνικών οδηγιών του αναιρεσείοντος προς τη μαία που την παρακολουθούσε. Τούτο διότι ήδη από τις 18.48 εκδηλώθηκε το δυσμενές προγνωστικό στοιχείο που επέβαλε άμεση χειρουργική επέμβαση, όταν δε στις 19.50 αποφάσισε ο αναιρεσείων τη διενέργεια της καισαρικής τομής, το φαινόμενο της έντονης βραδυκαρδίας είχε ενταθεί σε σημείο επικίνδυνο για τη ζωή του νεογνού με αποτέλεσμα η εν λόγω, εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος, καθυστερημένη, πλέον στις 20.05, εκτελεσθείσα ενέργεια (μία ώρα και 17 λεπτά μετά την εμφάνιση των όψιμων επιβραδύνσεων) να έχει ως συνέπεια την έξοδο του νεογνού από το σώμα της επιτόκου στην άσχημη κατάσταση που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και να καταλήξει αυτό, δύο ημέρες μετά, από βαριά περιγεννητική ασφυξία στη Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης. Από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης συνάγεται αναντιρρήτως και αναντιλέκτως ότι η μόνη ενεργός αιτία από την οποία προήλθε ο θάνατος του νεογνού υπήρξε η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, η οποία εκδηλώθηκε ενώ είχε τεθεί σε κίνηση η φυσική αλληλουχία φάσεων, η οποία, κατά τα διδάγματα της μαιευτικής επιστήμης, οδηγούσε αδιαλείπτως στην ολοκλήρωση της γέννησης του εν λόγω νεογνού. Η διαδικασία του τοκετού είχε αρχίσει και η ύπαρξη ανθρώπου ήταν αντικειμενικά διαπιστώσιμη. Η ύπαρξη της ανθρώπινης ζωής δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το νεογνό τελικά δεν επέζησε. Περαιτέρω ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, προβάλλοντας στο δεύτερο λόγο του δικογράφου των προσθέτων την αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας για τη στήριξη της καταδικαστικής του κρίσης παρέλειψε να μνημονεύσει τόσο στην αρχή της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης όσο και στη συνέχεια κατά την παράθεση των σκέψεων και των πραγματικών περιστατικών ότι έλαβε υπόψη του, πέραν των λοιπών αποδεικτικών μέσων, την από 28-7- 2008 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Σ. Ν., καθώς και την από 20-10-2010 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της παιδιάτρου – νεογνολόγου Σ. Σ., τις οποίες ανέγνωσε στο ακροατήριο και αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στην ποινική διαδικασία, με συνέπεια από τη μη αναφορά και αξιολόγηση των πορισμάτων των εν λόγω αποδεικτικών μέσων να προκαλείται ασάφεια για το αν αυτά συνεκτιμήθηκαν και συναξιολογήθηκαν από την προσβαλλόμενη απόφαση και να στερείται αυτή της αναγκαίας ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων από τα οποία έκρινε όπως προαναφέρθηκε. Από την επισκόπηση των παραπάνω, ιατροδικαστικής έκθεσης και έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να αποφανθεί το παρόν δικαστήριο για το παραδεκτό και τη βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης προκύπτει ότι η μεν ιατροδικαστική έκθεση αποτελεί έκθεση νεκροψίας και νεκροτομής του νεογνού, όπου ο θάνατος του αποδίδεται σε “βαρειά περιγεννητική ασφυξία” και συνεπώς αυτή, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα της ως πραγματογνωμοσύνης, κατέληξε σε συμπέρασμα, το οποίο, όπως διαπιστώνεται από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, υιοθετήθηκε πλήρως από αυτήν και ουδεμία ασάφεια προκαλείται περί του αν συνεκτιμήθηκε και συναξιολογήθηκε, η δε δεύτερη που τιτλοφορείται ως έκθεση πραγματογνωμοσύνης ουδέν πόρισμα διαλαμβάνει στο περιεχόμενο της, αφού η διορισθείσα ως πραγματογνώμονας Σ. Σ. αποφαίνεται ότι ως νεογνολόγος αδυνατεί να αξιολογήσει τη βαρύτητα και κλινική σημασία των αλλοιώσεων άλλως όψιμων επιβραδύνσεων στην περιγεννητική ασφυξία και για την απάντηση του ερωτήματος παρέπεμψε σε ειδικό μαιευτήρα γυναικολόγο.
Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, το πόρισμα και αυτής της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης δεν είναι αντίθετο προς τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Σημειωτέον ότι στον ανωτέρω δεύτερο κατά σειρά λόγο του δικογράφου των προσθέτων ο αναιρεσείων δεν αναφέρει ότι τα πορίσματα των επίμαχων εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης αφίστανται ή συγκρούονται προς τις πραγματικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για α) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 302 ΠΚ (ΚΠοινΔ 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ), β) έλλειψη αιτιολογίας ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων (ΚΠοινΔ 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ) και γ) έλλειψη αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης (ΚΠοινΔ 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ) είναι αβάσιμοι. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της και οι πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ –
Απορρίπτει την από 8-1-2016 (αριθμ. πρωτ. 102/11-1-2016) αίτηση και τους από 24-3-2016 πρόσθετους λόγους του Δ. Μ. του Α. για αναίρεση της 3406/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων Σ. Χ. και Γ. Δ. από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ