Το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών σε υποθέσεις οικονομικών σκανδάλων και διαφθοράς δεν είναι εύκολη υπόθεση, αν τα αιτήματα απευθύνονται στις ελβετικές αρχές, που ζητούν πολλά για να ικανοποιήσουν αιτήσεις δικαστικής συνδρομής, από οποιαδήποτε χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης κι αν προέρχονται. Η εμπειρία των ελληνικών δικαστικών αρχών, που χειρίστηκαν τα τελευταία χρόνια υποθέσεις, κυρίως, για μαύρο χρήμα από εξοπλιστικά προγράμματα είναι πλούσια, με δυσκολίες και εμπόδια που επιβεβαιώνονται και στην περίπτωση του ανοίγματος λογαριασμών που συνδέονται με τον πρώην υπουργό Γιάννο Παπαντωνίου.
Αν και έχουν συμπληρωθεί δύο και πλέον μήνες από τότε που οι ελβετικές αρχές με δική τους πρωτοβουλία ενημέρωσαν την ελληνική Δικαιοσύνη ότι έχουν εντοπίσει δύο λογαριασμούς και ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που έχουν σχέση με τον πρώην υπουργό, εντούτοις το αίτημα δικαστικής συνδρομής που αμέσως διατυπώθηκε από την Εισαγγελία Διαφθοράς, για άνοιγμα των επίμαχων λογαριασμών, ακόμα δεν έχει ικανοποιηθεί.
Δικαστικές πηγές και νομικοί που έχουν χειριστεί υποθέσεις με ανοίγματα λογαριασμών σε ελβετικά πιστωτικά ιδρύματα δηλώνουν πως οι διαδικασίες είναι συνήθως χρονοβόρες, και ότι γενικότερα «οι Ελβετοί δύσκολα δίνουν τα λεφτά», ακόμα και αν πρόκειται για υποθέσεις με ξέπλυμα μαύρου χρήματος ή δωροδοκίες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι από το 2012 έχουν εντοπιστεί και «λιμνάζουν» ακόμα σε ελβετικές τράπεζες 30 εκατ. ελβετικά φράγκα, που αντιστοιχούν σε «μαύρο χρήμα» που εντοπίστηκε από τις έρευνες της ελληνικής Δικαιοσύνης σε εξοπλιστικά προγράμματα.
Τα χρήματα αυτά, αν και έχουν κινηθεί ποινικές διώξεις εις βάρος εμπλεκομένων προσώπων –σε μερικές περιπτώσεις έχουν γίνει και δίκες–, εντούτοις δεν έχουν αποδοθεί στις ελληνικές αρχές, με αποτέλεσμα ακόμα και ο πρωθυπουργός, στο πρόσφατο ταξίδι του στην Κίνα, να αναγκαστεί να κάνει ειδική μνεία για απόδοση των χρημάτων αυτών προς την Ελβετή ομόλογό του.
Συγκεκριμένα ο κ. Αλ. Τσίπρας μίλησε με την ομόλογό του σε μια προσπάθεια να επισπευσθούν, αν είναι εφικτό, οι σχετικές διαδικασίες. Αλλωστε, ενώπιον των ελβετικών δικαστικών αρχών εκκρεμούν περί τα 40 αιτήματα δικαστικής συνδρομής από Ελληνες δικαστές και εισαγγελείς, η πλειονότητα των οποίων αφορά σε υποθέσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Από τις υποθέσεις αυτές, η μόνη στην οποία τα χρήματα –μίζες– που εντοπίστηκαν σε ελβετικά πιστωτικά ιδρύματα, ήρθαν γρήγορα στη χώρα μας ήταν εκείνα που συνδέονταν με τη δραστηριότητα του Αντώνη Κάντα, που διετέλεσε αναπληρωτής διευθυντής Εξοπλισμών επί Ακη Τσοχατζόπουλου και συνέδραμε τις δικαστικές αρχές στην αποκάλυψη ροής μαύρου πολιτικού χρήματος.
Οπως αναφέρει στην «Κ ο δικηγόρος του, Γιάννης Μαντζουράνης, ο Κάντας έδωσε τη συναίνεσή του για να έρθουν αμέσως και τα χρήματα αλλά και τα έγγραφα που αποδείκνυαν τις δωροδοκίες, γεγονός που όπως σημειώνει ο συνήγορός του «δεν εκτιμήθηκε δεόντως από τις ελληνικές δικαστικές αρχές, που αντί να τον στείλουν σε μία δίκη για όλα, άνοιξαν δίκες για κάθε εξοπλιστικό χωριστά, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή ο Κάντας να είναι κατηγορούμενος ταυτόχρονα σε τέσσερις». Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι ελβετικές αρχές απαιτούν αμετάκλητη δικαστική απόφαση και με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν και οι ίδιες ανοίξει έρευνες για το ίδιο πρόσωπο ή την ίδια υπόθεση. Προς το παρόν, πάντως, καμία από τις υποθέσεις με τις μίζες των εξοπλιστικών δεν έχει καταστεί αμετάκλητη και η βραδύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης επηρεάζει καθοριστικά και την επιστροφή από τις ελβετικές τράπεζες χρημάτων από μίζες και παράνομες δραστηριότητες.
Ωστόσο, και στην υπόθεση Παπαντωνίου, οι ελβετικές αρχές φαίνεται πως δεν σπεύδουν να ικανοποιήσουν το αίτημα δικαστικής συνδρομής που απεστάλη στις αρχές Μαρτίου από την Εισαγγελία Διαφθοράς ακολουθώντας την τακτική που ακολουθούν συνήθως, ενώ δεν αποκλείεται ο χρόνος για το άνοιγμα των επίμαχων λογαριασμών να παραταθεί αν υπάρξουν ενστάσεις για το άνοιγμά τους. Τότε η σχετική διαδικασία μπορεί, εκτιμούν δικαστικές πηγές, να κρατήσει ακόμα και δύο χρόνια…