Περίληψη:
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως αβάσιμη. Παράνομη Εκχέρσωση Δασ. Έκτασης.
1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α’, Δ, Ε’ του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για ασάφειες, αντιφάσεις και εσφαλμένη ερμινεία και εφαρμογή ους. ποινικών διατάξεων.
2. Ο αυτοτελής ισχυρισμός των αναιρεσειόντων για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματο,ς που περιλήφθηκε ως ειδικός λόγος εφέσεως, παρά το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, δε μεταβιβάστηκε, διότι τύγχανε απαράδεκτος ως αόριστος, καθόσον αόριστα αναφερόταν σε μη ακριβή περιγραφή των πράξεων και δη αποκλειστικά σε μη παράθεση στοιχείων της υποκειμενικής υποστάσεως των τριών αδικημάτων που παραπέμφθηκαν και καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι αποτελούν στην ουσία άρνηση της βασιμότητας των κατηγοριών, επί του οποίου ισχυρισμού, θα απαντούσε το δικαστήριο με την απόφασή του επί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων
3. Η παραβίαση των άνω διατάξεων του άρθρου 357 παρ.3 του ΚΠΔ, δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητας, δεν παραβιάζεται υπερασπιστικό δικαίωμα, ούτε περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 και 365 παρ.1 του ΚΠΔ, αν δε ζητηθεί ο λόγος από το συνήγορο του κατηγορουμένου.
Αριθμός 66/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο – Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Ε. Χ. του Ι., 2 Ε. Χ. του Α. και 3 Α. Κ. του Ι., κατοίκων …, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Σεβιντικίδη, για αναίρεση της υπ’αριθμ 2606/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Μαΐου 2015 τρείς χωριστές αιτήσεις αναίρεσης, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 591/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ’ αυτόν εγγράφου, που περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα στοιχεία αυτά, είναι άκυρο, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ. Η ακυρότητα όμως αυτή είναι σχετική, ως αναγόμενη σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, γι’ αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΠΔ, να προταθεί εωσότου εκδοθεί για την κατηγορία η οριστική σε τελευταίο βαθμό, απόφαση, πριν από την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, αλλιώς καλύπτεται, κατ άρθρο 174 παρ. 1 του ίδιου κώδικα. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στην δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της προτείνοντας την ακυρότητα. Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η ακυρότητα και η εκ του λόγου αυτού αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει, ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σ αυτήν, πρέπει να επαναφέρει την πρόταση της ακυρότητας και την αντίρρηση κατά της προόδου της διαδικασίας, διαλαμβάνοντας στην έφεση του ειδικό περί τούτου λόγο εφέσεως.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει για εκείνα μόνο τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της έφεσης και αν δεν πράξει τούτο και δεν αποφανθεί, όπως έχει υποχρέωση, ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, επί του εκκληθέντος αυτού κεφαλαίου της πρωτόδικης αποφάσεως, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Τούτο όμως προϋποθέτει ότι ο ισχυρισμός προβλήθηκε παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι σε αντίθετη περίπτωση τούτο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, για τον ίδιο λόγο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και το εφετείο στον σχετικό ειδικό λόγο της εφέσεως, διότι αυτός, ως εκ του περιεχομένου του, τυγχάνει απαράδεκτος. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν με το με αρ. …/2008 κλητήριο θέσπισμα ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής για να δικασθούν ως υπαίτιοι των πράξεων αυθαίρετης κατάληψης και παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης και αυθαίρετης οικοδομικής κατασκευής. Η υπόθεση εισήχθη προς εκδίκαση κατά την δικάσιμο της 26-6-2012. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο οι τρεις κατηγορούμενοι, νυν αναιρεσείοντες, δια των συνηγόρων τους, υπέβαλαν, ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία ανέπτυξαν και προφορικά, για λόγους, οι οποίοι αναφέρονται στην μη ακριβή περιγραφή των πράξεων και δη διότι ενώ σε αυτό εκτίθεται η αντικειμενική υπόσταση των πράξεων που τους αποδίδονται, δε γίνεται καμία απολύτως αναφορά στην υποκειμενική υπόσταση των πράξεων και δεν αναφέρεται αν οι πράξεις τελέστηκαν από δόλο ή από αμέλεια. (321 παρ. 1 δ ΚΠΔ). Ειδικότερα οι συνήγοροί τους επικαλέσθηκαν προς θεμελίωση της παραπάνω ενστάσεως τους, τα ακόλουθα, που δόθηκαν και εγγράφως και καταχωρήθηκαν αυτούσια στα πρακτικά, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου: “Στη συγκεκριμένη περίπτωση το υπ’ αριθμόν …/82 κλητήριο θέσπισμα αναπτύσσει μεν και εκθέτει την αντικειμενική απόσταση των πράξεων που αποδίδονται στους κατηγορουμένους δεν κάνει όμως καμία απολύτως αναφορά στην υποκειμενική υπόσταση των “πράξεων”.
Δα αναφέρει ούτε καν επιγραμματικά εάν οι αποδιδόμενες πράξεις τελέστηκαν “από δόλο” ή “από αμέλεια”.
Με τον τρόπο όμως αυτό δεν αποδίδει στους κατηγορούμενους σαφή και ακριβώς καθορισθείσα πράξη αφού δεν αποδίδει συγκεκριμένη υποκειμενική υπόσταση που να επικαλύπτει τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως.
Η σπουδαιότητα της προφανούς αυτής ελλείψεως έγκειται στο ότι οι μεν πρώτες δύο πράξεις δεν τιμωρούνται όταν τελούνται από αμέλεια και συνεπώς ο μη καθορισμός της πράξεως ως εκ προθέσεως τελεσθείσας οδηγεί ουσιαστικά σε μη απόδοση κατηγορίας, η δε τρίτη πράξη τιμωρείται και από αμέλεια τελούμενη, πλην όμως με διαφορετικές ποινές και ως εκ τούτου ο μη καθορισμός της υποκειμενικής υπόστασης της πράξεως οδηγεί σε σύγχυση για την επαπειλούμενη ποινή.
Είναι σαφές ήδη από τα ανωτέρω ότι το επιδοθέν στους κατηγορουμένους υπ’ αριθμόν …/82 κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο κατ’ άρθρο 321 Παρ. 1 και 4 του ΚΠΔ και πρέπει το Δικαστήριο Σας να απαγγείλει την ακυρότητα αυτή.
Η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται από την παράθεση στο κλητήριο θέσπισμα των άρθρων 26§1 και 27§1 του Π.Κ. καθόσον το άρθρο 321 ΚΠΔ ζητά αρθροιστικά και όχι διαζευκτικά τόσο τον λεκτικό ακριβή καθορισμό της πράξεως όσο και την αναγραφή του σχετικού άρθρου και ρητά δεν επιτρέπει την αντικατάσταση του λεκτικού από το όρθρο.
Β. Ο ανωτέρω μη ακριβής καθορισμός των αποδιδόμενων πράξεων με τη μορφή της παντελούς έλλειψης αναφοράς στην υποκειμενική υπόσταση των πράξεων και η συνακόλουθη παντελής ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, γίνονται έτι εναργέστεροι ενόψη της τρίτης εκ των τριών αποδιδόμενων στους κατηγορουμένους πράξης. Η πράξη αυτή τιμωρείται τόσο όταν τελείται με δόλο, όσο και όταν τελείται από αμέλεια.
Εντούτοις, πέραν του ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στο λεκτικό του κλητηρίου θεσπίσματος για την υποκειμενική υπαιτιότητα, και στο άρθρο του ποινικού νόμου που παρατίθεται η ασάφεια παραμένει. Και τούτο διότι παρατίθεται το όρθρο 17 παρ. 8 του νόμου 1337/1983, πλην όμως η παράγραφος 8 του άρθρου αυτού περιέχει κυρώσεις και για τις δύο περιπτώσεις και συγκεκριμένα στο εδάφιο 1 περιέχει κυρώσεις για την εκ δόλου τέλεση και στο εδάφιο 3 περιέχει κυρώσεις για την εξ αμελείας τέλεση, το δε κλητήριο θέσπισμα και πάλι δεν διακρίνει σε ποιο εδάφιο αναφέρεται.
Είναι επομένως σαφές και πρέπει να αναγνωριστεί από το Δικαστήριο Σας ότι το υπ’ αριθμόν …/82 κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στους κατηγορούμενους δεν περιέχει σαφή και ακριβή καθορισμό των πράξεων που τους αποδίδονται, καθώς δεν περιέχει καμία απολύτως αναφορά στην υποκειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων σε αυτούς πράξεων και πρέπει ως εκ τούτου να ακυρωθεί.
Ενόψει όλων των ανωτέρω οι κατηγορούμενοι ζητούν να ακυρωθεί το υπ’ αριθμόν …/82 κλητήριο θέσπισμα που τους επιδόθηκε γενομένης δεκτής από το Δικαστήριο Σας της παρούσας ενστάσεως.
Η παρούσα ένσταση, όπως προβάλλεται, αναπτύχθηκε προφορικά ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής κατά τη δικάσιμο της 26-06-2012 και προβάλλεται και εγγράφως προκειμένου να καταχωρηθεί στα πρακτικά”.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την με αρ. 775/2012 απόφασή του απέρριψε την ένσταση ως αβάσιμη και στη συνέχεια κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους. Κατά της αποφάσεως αυτής οι αναιρεσείοντες άσκησαν τις με αριθ. εκθέσεως 108,109,110/26-06-2012 αντίστοιχες αυτοτελείς εφέσεις τους, στις οποίες περιέλαβαν και ειδικό λόγο εφέσεως με τον οποίο, επανέλαβαν το λόγο ακυρότητας του κλητηρίου Θεσπίσματος και παραπονέθηκαν διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά λέξη, “παρά τον νόμο, απέρριψε την νομίμως προταθείσα ένστασή τους ακυρότητας του κλητηρίου Θεσπίσματος, συνιστάμενη στο μη ακριβή καθορισμό των πράξεων ως προς την υποκειμενική υπόσταση κατ’ άρθρο 321 παρ. 1δ , 4 του ΚΠΔ”.
Το Τριμελές εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ έφεση και εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αρ. 2606/2014 απόφασή του, κήρυξε και πάλι ενόχους τους κατηγορούμενους, για τη μία από τρεις πράξεις, την παράνομη εκχέρσωση δασικής έκτασης, χωρίς να εξετάσει τον ανωτέρω ειδικό λόγο της εφέσεως και τον απέρριψε σιγή. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως δεν επαναφέρθηκε στο ακροατήριο του άνω Εφετείου και δεν αναπτύχθηκε προφορικά από τον κοινό πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων κατηγορουμένων, στο προσήκον διαδικαστικό σημείο, και ο συνήγορός τους δε συμπλήρωσε, ούτε διευκρίνισε το περιεχόμενο του προπαρατεθέντος σχετικού λόγου της εφέσεως, που, είχεν αναπτυχθεί και απορριφθεί και στον πρώτο βαθμό. Σύμφωνα όμως με αυτά που εκτέθηκαν παραπάνω, ο με το ως άνω περιεχόμενο αυτοτελής ισχυρισμός (ένσταση) των αναιρεσειόντων για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος που περιλήφθηκε ως παραπάνω ως ειδικός λόγος εφέσεως, παρά το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, δε μεταβιβάστηκε, διότι τύγχανε απαράδεκτος ως αόριστος, καθόσον αόριστα αναφερόταν σε μη ακριβή περιγραφή των πράξεων και δη αποκλειστικά σε μη παράθεση στοιχείων της υποκειμενικής υποστάσεως των τριών αδικημάτων που παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι αποτελούν στην ουσία άρνηση της βασιμότητας των κατηγοριών, επί του οποίου ισχυρισμού, θα απαντούσε το δικαστήριο με την απόφασή του επί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων, όπως και έκανε, δεχόμενο συνδρομή της αντικειμενικής, όσο και της υποκειμενικής υποστάσεως για τη μία πράξη της παράνομης χωρίς άδεια του Δασαρχείου Πολυγύρου Χαλκιδικής με πρόθεση εκχέρσωσης δασικής έκτασης. Ήτοι η προβαλλόμενη ουσιαστική ανακρίβεια της περιγραφής των πράξεων, ως προς τα υποκειμενικά τους στοιχεία που θα κρινόταν από το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως επί της ουσίας, δεν ασκεί έννομη επιρροή στο κύρος του κλητηρίου θεσπίσματος. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκ του λόγου αυτού, δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει τον ως άνω λόγο εφέσεως και να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό, ούτε να διαλάβει ειδική αιτιολογία επ’ αυτού του λόγου που τύγχανε απαράδεκτος, προϋπόθεση δε της υποχρεώσεως του δικαστηρίου για έρευνα του λόγου εφέσεως, αποτελεί να είναι αυτός παραδεκτός.
Συνεπώς, το Εφετείο, μη ερευνώντας τον απαράδεκτο ως άνω ειδικό λόγο εφέσεως, δεν υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας και δεν ιδρύθηκε ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, όπως υποστηρίζεται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως των κρινόμενων τριών αιτήσεων, ο οποίος λόγος και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Β. Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 71 παρ. 3 του Ν. 998/1979 “Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 παρ. 2 του Ν. 2145/1993, όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ` οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομης εκτάσεως πράξεις διακατοχής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές. Η ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη, όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο της αποδιδόμενης στους αναιρεσείοντες κατηγορίας (Μάιος 2007), όριζε ότι: “Όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ’οιοδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δάσους ή δασικής έκτασης, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομης εκτάσεως πράξεις διακατοχής, τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 του παρόντος άρθρου”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του πιο πάνω εγκλήματος παράνομης εκχέρσωσης, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αφού προσδιορίζονται περισσότεροι τρόποι πραγματοποιήσεώς του, απαιτείται η ύπαρξη δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιες τους προσδιορίζονται στο άρθρο 3 του ως άνω Ν. 998/1979, όπως οι παρ.1,2,3,4 και 5 αντικαταστάθηκαν με την παρ.1 άρθρ.1 του Ν. 3208/2003, (ΦΕΚ Α 303/24.12.2003) και ενέργεια του υπαιτίου επί της εκτάσεως από τις ως άνω αναφερόμενες, μεταξύ των οποίων και η παράνομη εκχέρσωση της δασικής εκτάσεως. Προκύπτει, επίσης, ότι ο νόμος διαχωρίζει εννοιολογικά το δάσος από τη δασική έκταση και προϋποθέτει για την ύπαρξη κάθε μορφής τη βεβαίωση ορισμένου είδους φυτών επί της επιφανείας του εδάφους. Το δικαστήριο, συνεπώς, που επιλαμβάνεται της κατηγορίας για παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως ή της πρόκλησης βλάβης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης, οφείλει να ερευνήσει τη συνδρομή των ως άνω όρων, αφού, εάν ελλείπει έστω και ένας, αποκλείεται η στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος, γιατί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεώς του είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιές τους προσδιορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, η καλλιέργεια της εκτάσεως που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής εκτάσεως και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής. Στοιχείο της έννοιας του δάσους και της δασικής εκτάσεως δεν αποτελεί το ότι μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα αναφερόμενα ανωτέρω φυτά ή ότι αποτελεί ιδιαίτερη δασοβιοκοινότητα και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον ή ότι μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετεί τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Οι ανάγκες αυτές, που είναι αυτονόητες υπό τις σημερινές συνθήκες διαβιώσεως του ανθρώπου, αποτέλεσαν το νομοθετικό λόγο προστασίας του δάσους και της δασικής εκτάσεως και είναι, ακριβώς, το αποτέλεσμα της προστασίας αυτής, μιας ισορροπίας που εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια διατηρήσεως του φυσικού περιβάλλοντος και η αποφυγή της ρυπάνσεως του ατμοσφαιρικού αέρα. Κατ’ ακολουθίαν, τα στοιχεία αυτά δεν είναι από εκείνα που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Στο άρθρο 3 του Ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3208/2003 και προ της καταργήσεως της παρ.3 με το άρθρο 9 του ν. 3818/2010, ορίζονται τα έξης: 1. Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται τα οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί, με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). 2. Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. 3. Η κατά τις §§ 1 και 2 δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται σε μια έκταση όταν. I. Φύονται στην εν λόγω έκταση άγρια ξυλώδη φυτά, δυνάμενα με δασική εκμετάλλευση να παράγουν δασικά προϊόντα (δασοπονικά είδη). II. To εμβαδόν της εν λόγω έκτασης στην οποία φύονται ενόλω ή σποραδικά τα ως άνω δασικά είδη είναι κατ’ ελάχιστον 0.3 εκτάρια. Η δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται και σε εκτάσεις με μικρότερο εμβαδόν από 0,3 εκτάρια, όταν λόγω της θέσης τους βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης με άλλες γειτονικές εκτάσεις που συνιστούν δάσος ή δασική έκταση. III. Οι κόμες των δασικών ειδών σε κατακόρυφη προβολή καλύπτουν τουλάχιστον το 25% (συγκόμωση 0,25) της έκτασης του εδάφους. Τα δασικά οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις κατά τις επόμενες διακρίσεις: [α] Εάν στην ως άνω βιοκοινότητα τα δασικά είδη έχουν ευδιάκριτη κατακόρυφη δομή (ορόφους) και οι κόμες τους καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο του 30% του εδάφους (συγκόμωση μεγαλύτερη του 0,30), η εν λόγω έκταση χαρακτηρίζεται δάσος, με την προϋπόθεση ότι η συγκόμωση του ανορόφου υπερβαίνει τα δεκαπέντε εκατοστά (0,15) και σε περίπτωση έλλειψης υπό ροφού η συγκόμωση του ανορόφου υπερβαίνει τα είκοσι πέντε εκατοστά (0,25). [β] Εάν στην ως άνω βιοκοινότητα η ξυλώδης βλάστηση αποτελείται από δασοπονικά είδη αείφυλλων ή φυλλοβόλων πλατύφυλλων που εμφανίζονταν σε θαμνώδη μορφή, η εν λόγω έκταση χαρακτηρίζεται δασική έκταση, εφόσον οι κόμες των ειδών αυτών καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο του 25% του εδάφους (συγκόμωση μεγαλύτερη του 0,25). [γ] Στην έννοια των δασικών οικοσυστημάτων περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις που απώλεσαν για οποιονδήποτε λόγο τη δασική βλάστηση και δεν αποδόθηκαν με πράξεις της διοίκησης, μέχρι την έναρξη ισχύος παρόντος νόμου, σε άλλες χρήσεις. Οι εν λόγω εκτάσεις διέπονται από τις διατάξεις της παρ. 3 του Συντάγματος κηρύσσονται αναδασωτέες και διατηρούν το χαρακτήρα που είχαν πριν από την καταστροφή τους. 4. Ως δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων. Στις εν λόγω εκτάσεις, πέραν επιτρεπτών επεμβάσεων που προβλέπονται από την παρ. 2 του άρθρου 13 του Ν. 1734/1987 και τα άρθρα 45 έως 61 του παρόντος νόμου, ουδεμία άλλη επέμβαση επιτρέπεται. Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει των εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 2606/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι τρεις αναιρεσείοντες, κηρύχθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, ένοχοι μόνο παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης και αφού τους αναγνωρίστηκε ελαφρυντική περίσταση του άρ. 84 παρ.2 α’ του ΠΚ, τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών στον καθένα, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων στο αιτιολογικό κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: “Οι κατηγορούμενοι, το Μάιο του έτους 2007, στη θέση “…” του δημοσίου δάσους της περιφέρειας του Δ.Δ. … αυτογνωμόνως επιλήφθηκαν δημοσίου κτήματος ευρισκομένου αναμφισβήτητα στην κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου, και συγκεκριμένα, ενεργώντας με πρόθεση, κατέλαβαν αυθαίρετα δημόσια δασική έκταση εμβαδού 608 τ.μ. όμορη σε υπάρχουσα ιδιοκτησία τους και η οποία απέχει 70 μ. περίπου από τη θάλασσα, η οποία ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και βρίσκεται αναμφισβήτητα υπό τη διαχείριση του Δασαρχείου Πολυγύρου, προβαίνοντας στην εκχέρσωση, χωρίς την άδεια του Δασαρχείου Πολυγύρου, της φυόμενης εντός αυτής βλάστησης η οποία αποτελούνταν από αείφυλλα – πλατύφυλλα προξενώντας ζημία, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 1.100,00 ευρώ, προχώρησαν δε στη φύτευση οπωροφόρων και καλλωπιστικών φυτών και τέλος προέβησαν στην κατασκευή ψησταριάς με σκεπή από κεραμίδια, χωρίς να έχουν την προς τούτο απαιτούμενη οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής, καθώς και στην τοποθέτηση ξύλινης περίφραξης και φωτιστικών. Ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι η επίδικη έκταση δεν είναι δημόσια – δασική και ότι προέρχεται από το αγρόκτημα του …, που διενεμήθη το 1952 με πράξη οριστικής διανομής, όπου εμφανίζεται εν μέρει ως αγρός και εν μέρει ως χέρσο, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του, καθόσον σύμφωνα και με τη κατάθεση της δεύτερης μάρτυρος η επίδικη περιοχή δεν ανήκει σε έκταση διανομής, ενώ η διανομή έγινε στο αγρόκτημα της … και όχι του …. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το σκεπτικό της υπ’ αριθμ. 882/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης που αναγνώσθηκε, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των κατηγορουμένων περί ακυρώσεως, α) της 3369/21-6-2007 αποφάσεως αναδασώσεως του Διευθυντή Δασών του Ν. Χαλκιδικής, β) της 14/2011 αποφάσεως της 2Α Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Χαλκιδικής, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα άρσεως της αναδασώσεως που διατάχθηκε με την εν λόγω απόφαση, γ) της σιωπηρής παραλείψεως της Διευθύνσεως Προστασίας Δασών Νομού Χαλκιδικής, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, για την ανάκληση της πιο πάνω πράξεως αναδασώσεως, και δ) της 2365 13-6-2007 πράξεως του Δασάρχη Πολυγύρου του Νομού Χαλκιδικής, κατά το μέρος της με το οποίο δεν χαρακτηρίστηκε ως μη δασική και η έκταση η οποία κηρύχθηκε ως αναδασωτέα με την πρώτη πιο πάνω πράξη. Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι της ως άνω πράξης της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης που τους αποδίδεται”.
Στη συνέχεια, το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους ειδικότερα του ότι: “στη θέση “… “του δημοσίου δάσους της περιφέρειας του Δ.Δ. …. κατά το μήνα Μάιο 2007: Χωρίς την άδεια της αρμόδιας δασικής αρχής, δηλαδή του Δασαρχείου Πολυγύρου, εκχέρσωσαν την ως άνω δασική έκταση εμβαδού 608 τ.μ., εκριζώνοντας δια της χρήσεως χωματουργικού μηχανήματος την εντός αυτής φυόμενης βλάστηση από αείφυλλα – πλατύφυλλα και προξενώντας ζημία, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 1100,00 ευρώ”.
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αρ. 2606/2014 αποφάσεώς του, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω πλημμελήματος της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης, για την οποία αξιόποινη πράξη καταδικάσθηκαν οι τρεις αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 45, 80, 84, 94 του ΠΚ και 71 παρ. 3-1 του ν. 998/1979, όπως το τελ. άρθρο αντικατ. με το άρθρο 46 παρ. 1,2 του ν. 2145/1993 και με το ν. 3208/2003, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του ως άνω πλημμελήματος και δεν απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως των αναιρεσειόντων, α) αναφέρεται στο αιτιολογικό, επαρκώς αιτιολογημένα, (και στο διατακτικό) ότι πρόκειται για δασική έκταση, και δεν δέχθηκε και ρητά απέρριψε τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό των κατηγορουμένων, ότι η έκταση αυτή δεν είναι δημόσια δασική και προέρχεται από το Αγρόκτημα του … που διανεμήθηκε το 1952 με πράξη οριστικής διανομής και ότι η εκχέρσωση δεν έγινε το 1961 και το 1971, αλλά το 2007, και παραπέρα δέχθηκε το Εφετείο ότι η εκχερσωθείσα με χωματουργικό μηχάνημα έκταση εμβαδού 608 τ.μ. ήταν δασική έκταση, δεν ανήκε στην έκταση της γενόμενης από το Δημόσιο διανομής και ότι είχε δασική βλάστηση από αείφυλλα – πλατύφυλλα και επήλθε ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο ύψους 1.100 ευρώ. β) δεν απαιτείται να αναφέρονται στην απόφαση οι προϋποθέσεις που στοιχειοθετούν την έννοια της δασικής εκτάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 998/79, διότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ευκρινώς και σαφώς δέχθηκε ότι η προδιαληφθείσα έκταση αποτελεί δασική έκταση και δεν ήταν αναγκαία η ειδική μνεία στην απόφαση ότι η έκταση αυτή περαιτέρω μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση των ανθρώπων εντός του φυσικού περιβάλλοντος, γιατί οι λειτουργίες αυτές, που προβλέπονται από το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 998/1979 δεν συνιστούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος, γ) Η ειδικότερη αιτίαση και λόγος αναιρέσεως ότι δεν στοιχειοθετείται η παράνομη εκχέρσωση δασικής εκτάσεως και εσφαλμένα εφαρμόστηκε η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 71 του ν. 998/1979, διότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1,2,3 του ν. 998/1979, όπως ίσχυε μετά την ανωτέρω τροποποίησή του με το ν. 3208/2003, ως εκ του χρόνου τελέσεως της πράξης (Μάιος 2007) και προ της καταργήσεως της παρ. 3 με το άρθρο 9 παρ.1 του ν. 3818/2010, στην οποία παρ. 3 και παραπέμπει το άρθρο 71 για την έννοια του δάσους και της δασικής εκτάσεως, ορίζεται ότι “η κατά τις παρ. 1 και 2 δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται σε μια έκταση όταν. I. Φύονται στην εν λόγω έκταση άγρια ξυλώδη φυτά, δυνάμενα με δασική εκμετάλλευση να παράγουν δασικά προϊόντα (δασοπονικά είδη). II. To εμβαδόν της εν λόγω έκτασης στην οποία φύονται ενόλω ή σποραδικά τα ως άνω δασικά είδη είναι κατ’ ελάχιστον 0.3 εκτάρια … “, ήτοι ότι απαιτείται η εκχερσωθείσα δασική έκταση να ανέρχεται τουλάχιστον σε έκταση 0,3 εκταρίων, που ισούνται με τρία στρέμματα γης, ενώ η εκχερσωθείσα δασική έκταση ανέρχεται στην προκειμένη περίπτωση σε εμβαδόν 608 τ. μ., είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1,2,3 του ν. 998/1979, η προϋπόθεση εκτάσεως 0,3 εκταρίων, κατά τα ισχύοντα ως παραπάνω εκτέθηκαν, κατά το 2007, χρόνο τελέσεως της εκχέρσωσης, (παρ. 3 περ.
ΙΙ β) “η δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται και σε εκτάσεις με μικρότερο εμβαδόν από 0,3 εκτάρια, όταν λόγω της θέσης τους βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης με άλλες γειτονικές εκτάσεις που συνιστούν δάσος ή δασική έκταση” και στην προκειμένη περίπτωση, κατά τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, “οι κατηγορούμενοι, το Μάιο του 2007 στη θέση … του δημόσιου δάσους της περιφέρειας του Δ.Δ. … κατέλαβαν αυθαίρετα δημόσια δασική έκταση εμβαδού 608 τ.μ. …, προβαίνοντας στην εκχέρσωση, χωρίς την άδεια του Δασαρχείου Πολυγύρου, της φυόμενης εντός αυτής βλάστησης η οποία αποτελούνταν από αείφυλλα – πλατύφυλλα … κλπ”, ήτοι η άνω εκχερσωθείσα δασική έκταση των 608 τ.μ., κατά τις παραδοχές βρίσκεται, ως εκ της θέσεώς της, σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης με άλλη γειτονική έκταση που συνιστά το δημόσιο δάσος …. και επομένως δεν ισχύει ο ανωτέρω περιορισμός και προϋπόθεση η εκχερσωθείσα έκταση να είναι τουλάχιστον 0,3 εκταρίων ή τριών στρεμμάτων, δ) με το προπαρατεθεέν αιτιολογικό, όσον και το διατακτικό, με την αναφορά ότι οι κατηγορούμενοι, ενεργώντες με πρόθεση προέβησαν και οι τρεις σε παράνομη εκχέρσωση εκριζώνοντας τη βλάστηση δασικής εκτάσεως των 608 τ.μ., χωρίς να αναφέρεται ρητά ότι οι τρείς κατηγορούμενοι, ενήργησαν, ως συναυτουργοί, καταδικάστηκαν όλοι ομού για παράνομη εκχέρσωση της βλάστησης της ιδίας της όλης αυτής δημόσιας δασικής εκτάσεως, ενεργώντες επομένως από κοινού, με κοινό δόλο, ενώ επί τέλεσης αξιοποίνου πράξεως από κοινού δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου οι επί µέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς και δεν δημιουργείται στην καταδικαστική για συναυτουργία απόφαση έλλειψη νόμιμης βάσης από την απουσία συγκεκριμενοποίησης της συνεκτέλεσης κάθε συναυτουργού επί της ιδίας αυτής δασικής εκτάσεως.
Επομένως, όλοι οι σχετικοί από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως των τριών κρινόμενων αιτήσεων, με τους οποίους προβάλλεται αντίστοιχα, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή των τριών κατηγορουμένων, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας και για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων και για μη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, όπως για παραμόρφωση της κατάθεσης της δεύτερης μάρτυρος, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση όλων των επί μέρους αποδεικτικών μέσων, όπως του εγγράφου που συνιστά η από 10-3-2009 τεχνική έκθεση εφαρμογής τίτλων ιδιοκτησίας και φωτοερμηνείας του Ν. Ζ., η οποία ως αναγνωσθέν απλούν έγγραφο συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο όπως όλα τα άλλα έγγραφα. Γ. Από τις διατάξεις του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 171 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας αν κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία δεν τηρηθούν από το δικαστήριο οι διατάξεις για την υπεράσπιση και την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 333 παρ. 2 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι “Εκείνος που διευθύνει δίνει επίσης την άδεια στους διαδίκους, όπως και στους συνηγόρους τους, να υποβάλουν ερωτήσεις στους εξεταζόµενους µάρτυρες, πραγµατογνώµονες ή τεχνικούς συµβούλους και δεν επιτρέπει ερωτήσεις άσκοπες ή έξω από το θέµα”. Επίσης, από την διάταξη του άρθρου 357 παρ. 3 του ΚΠΔ, που ορίζει ότι “Ο κατηγορούµενος και οι άλλοι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, έχουν το δικαίωµα να κάνουν απευθείας στο µάρτυρα ή τον πραγµατογνώµονα ή τον τεχνικό σύµβουλο του κατηγορουµένου τις ερωτήσεις που είναι χρήσιµες για την εξακρίβωση της αλήθειας”, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων τα 333 παρ. 2, 335 παρ. 2 και 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η παραβίαση των άνω διατάξεων του άρθρου 357 ΚΠΔ, δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητας, δεν παραβιάζεται υπερασπιστικό δικαίωμα, ούτε περιλαµβάνεται στις περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 και 365 παρ.1 του ΚΠΔ, και περαιτέρω ότι, αν ο διευθύνων τη συζήτηση πολυμελούς δικαστηρίου δεν δώσει το λόγο στον συνήγορο του κατηγορουμένου, για να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες, για την ανακάλυψη της αλήθειας, δεν επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας για παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων ή για έλλειψη ακροάσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ, παρά μόνον αν ζητήθηκε ο λόγος για υποβολή ερωτήσεων και σε περίπτωση ρητής ή σιωπηρής άρνησης του διευθύνοντος, αν έγινε αμέσως προσφυγή του συνηγόρου σε ολόκληρο το δικαστήριο για την άσκηση του ως άνω δικαιώματος και τούτο παρέλειψε να αποφανθεί επί της προσφυγής, ή παρά τον νόμο και αναιτιολόγητα την απέρριψε. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως ισχυρίζονται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, για το λόγο ότι στο ακροατήριο του Εφετείου, μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας Β. Ι. και Σ. Κ. και υπερασπίσεως Ζ. Ν., οι άνω τρεις μάρτυρες δεν παρέμειναν στο ακροατήριο και δε δόθηκε ο λόγος στην Εισαγγελέα, τους Δικαστές και στους συνηγόρους υπερασπίσεως, για να απευθύνουν, αν είχαν, ερωτήσεις προς τους άνω μάρτυρες, πράγμα που αντίθετα σημειώνεται στα πρακτικά ότι συνέβη μετά την εξέταση του επόμενου μάρτυρος υπερασπίσεως Κ. Κ. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πράγματι δεν αναφέρεται στο τέλος κάθε μάρτυρα ότι ο Πρόεδρος έδινε το λόγο στην Εισαγγελέα, τους Δικαστές και στους συνηγόρους υπερασπίσεως, για να απευθύνουν, αν είχαν, ερωτήσεις προς τους άνω μάρτυρες, πλην μετά το τέλος της εξέτασης του τελευταίου μάρτυρος υπερασπίσεως Κ. Κ., σημειώνεται στα πρακτικά, κατά λέξη ότι “ο παραπάνω μάρτυρας, ο οποίος κλήθηκε και εξετάστηκε προφορικά, μετά την εξέτασή του, παρέμεινε στο ακροατήριο και κατά την κατάθεση του μάρτυρα ο Πρόεδρος έδινε το λόγο στην Εισαγγελέα, τους Δικαστές και στο συνήγορο των κατηγορουμένων, για να απευθύνουν, αν είχαν, ερωτήσεις προς τον μάρτυρα και προς κάθε κατηγορούμενο αν έχει να παρατηρήσει ή να θυμίσει τίποτα, αυτοί ρωτούσαν και ο μάρτυρας απαντούσε σχετικά με τις ερωτήσεις, όπως αναφέρεται στην κατάθεσή του”. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ανεξάρτητα του ότι η παραπάνω αναφορά των πρακτικών σε ενικό αριθμό αντί πληθυντικού που να αφορά όλους τους εξετασθέντες μάρτυρες έγινε προφανώς από παραδρομή, η παραβίαση των άνω διατάξεων του άρθρου 357 παρ.3 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ, δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητας, δεν υποστηρίζεται δε από τους αναιρεσείοντες, ούτε προκύπτει από τα πρακτικά, ότι οι συνήγοροι των κατηγορουμένων είχαν ζητήσει το λόγο, για να υποβάλουν ερωτήσεις στους παραπάνω τρείς πρώτους μάρτυρες και ο διευθύνων τη συζήτηση το αρνήθηκε και ότι αυτοί προσέφυγαν σε ολόκληρο το δικαστήριο κατά της αρνήσεως του προέδρου και στη συνέχεια το δικαστήριο τους αρνήθηκε το λόγο για υποβολή ερωτήσεων και παρέλειψε να αποφανθεί επί των προσφυγών και επομένως, ο προβαλλόμενος για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας για παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων συναφής τελευταίος λόγος αναιρέσεως των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις με αριθμ. εκθ. 12,13,14/14-5-2015 αντίστοιχες αιτήσεις των Ε. Χ. του Ι., Ε. Χ. του Α., συζ. Ι. Χ. και Α. Κ. του Ι., περί αναιρέσεως της με αριθμό 2606/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και .
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ