Στόχος η ευκολότερη πρόσβαση των αρχών σε ψηφιακά αποδεικτικά μέσα, τα οποία ενδεχομένως να βρίσκονται εκτός της δικαιοδοσίας τους
Προ των πυλών φαίνεται πως βρίσκονται σημαντικές αλλαγές στο νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση του εγκλήματος στον Κυβερνοχώρο, με την επικείμενη αναθεώρηση της Σύμβασης της Βουδαπέστης να επικεντρώνεται στην πρόσβαση των δικαστικών και αστυνομικών αρχών σε ψηφιακά αποδεικτικά μέσα, τα οποία ενδεχομένως βρίσκονται εκτός της δικαιοδοσίας τους.
Σύμφωνα με το skynews(link is external), η τροποποίηση της Σύμβασης της Βουδαπέστης (η οποία υπεγράφη το 2001 και κυρώθηκε από την Ελλάδα το 2016) θα επιτρέψει στις αρμόδιες αρχές των κρατών που συμμετέχουν σε αυτή, να λαμβάνουν εγκαίρως ψηφιακά αποδεικτικά στοιχεία σε ποινικές έρευνες, κάτι που επί του παρόντος αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τις αρχές.
Από την υπογραφή της Σύμβασης το 2001, η σημασία των ψηφιακών μέσων που βρίσκονται στο Διαδίκτυο σε σχέση με τις έρευνες σε ποινικές υποθέσεις έχει αυξηθεί σημαντικά.
Διαβάστε επίσης: Η αρχή του τέλους για το “The Pirate Bay”; Νόμιμος ο αποκλεισμός του σύμφωνα με το Δικαστήριο της ΕΕ
Τη στιγμή που τα δεδομένα μπορούν να διασχίζουν τα φυσικά σύνορα αβίαστα μέσω του διαδικτύου, οι αστυνομικές αρχές διαμαρτύρονται για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο να τα ακολουθούν.
Αιτία του προβλήματος, σύμφωνα με τις αρχές, αποτελεί το συχνά αντικρουόμενο νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει την πρόσβαση σε αυτά, λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπόψη του γεγονότος ότι τα δεδομένα βρίσκονται πολλές φορές σε διαφορετικά κέντρα (data centers) εκτός της δικαιοδοσίας τους.
«Το πρόβλημα είναι πως, όταν κανείς ψάχνει για αποδείξεις σε ένα πληροφοριακό σύστημα, τα στοιχεία μπορεί να βρίσκονται σε έναν μόνο διακομιστή εντός άλλης χώρας ή να μετακινούνται μεταξύ διακομιστών ή τα ίδια δεδομένα να κατακερματίζονται και να τηρούνται σε διακομιστές που βρίσκονται σε διαφορετικές δικαιοδοσίες», ανέφερε ο επικεφαλής του τμήματος του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, Alexander Seger(link is external).
«Ας υποθέσουμε ότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου συλλαμβάνουν έναν έμπορο ναρκωτικών στο Λονδίνο και κατά τη στιγμή της σύλληψης, το smartphone του ύποπτου είναι ανοιχτό. Μπορούν οι αρχές να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά;
Αν υποθέσουμε ότι χρησιμοποιείται το Gmail, μπορούν οι αρχές να έχουν πρόσβαση σε αυτό, ή σε οποιονδήποτε από τους λογαριασμούς που βρίσκονται στο cloud; Συνεπάγεται αυτό κατάσχεση στοιχείων που βρίσκονται σε άλλα δικαιοδοσία;», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Seger.
Με ζητήματα όπως το προαναφερθέν να εμφανίζονται ολοένα και συχνότερα, και το νομικό πλαίσιο να είναι σε αρκετές περιπτώσεις ασαφές, οι αστυνομικές αρχές βρίσκονται, σε δύσκολη θέση, σύμφωνα με τον κ. Seger, καθώς τα αποδεικτικά στοιχεία απορρίπτονται συχνά από τα δικαστήρια ως απαράδεκτα.
Επί του παρόντος, όταν οι αρμόδιες αρχές ανά τον κόσμο πρέπει να συνεργαστούν με αρχές που βρίσκονται σε άλλη δικαιοδοσία, χρησιμοποιούν Συμβάσεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Seger, οι διαδικασίες αυτές, οι οποίες επιτρέπουν την ανταλλαγή αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών σε ποινικές έρευνες, έχουν κριθεί ως εξαιρετικά αργές.
Ο κ. Seger δήλωσε ότι ακόμα και απλές διαδικασίες, όπως η λήψη δεδομένων συνδρομητών προκειμένου να διαπιστωθεί ποιο άτομο χρησιμοποιούσε μια συγκεκριμένη υπηρεσία επικοινωνίας, είναι αρκετά δυσχερείς.
Επικαλούμενος, μάλιστα το παράδειγμα του Charlie Hebdo, ο κ. Seger επεσήμανε ότι μόνο οι αμερικανικές αρχές έχουν σε ισχύ ένα επαρκές πλαίσιο, προκειμένου να ανταποκριθούν σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης για πλήρη πρόσβαση σε δεδομένα, όταν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για ανθρώπινες ζωές.