Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αφήσει την Ιταλία να δαπανήσει έως 17 δισ. ευρώ για να καθαρίσει το χάος που άφησαν πίσω τους δύο χρεοκοπημένες τράπεζες είναι κακή είδηση – και όχι μόνο για τους φορολογούμενους της Ιταλίας. Αποτελεί εμπόδιο για την υποτιθέμενη τραπεζική ένωση της ευρωζώνης, καθώς και για τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θέσει υπό έλεγχο τη στήριξη που παρέχουν οι κυβερνήσεις, παρακωλύοντας τον ανταγωνισμό.
Το Σαββατοκύριακο, η ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε την εκκαθάριση των Banca Popolare di Vicenza και Veneto Banca, δύο περιφερειακών τραπεζών που δοκιμάζονται υπό το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η ανταγωνίστρια Intesa Sanpaolo, αγόρασε τα καλά περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών έναντι ενός ευρώ, ενώ θα λάβει επιπλέον κρατικές ενισχύσεις ύψους 4,8 δισ. ευρώ για να αντιμετωπίσει το κόστος αναδιάρθρωσης και να ενισχύσει την κεφαλαιακή της επάρκεια. Οι φορολογούμενοι της Ιταλίας θα παραμείνουν με τα επισφαλή δάνεια, τα οποία θα μπορούσαν τελικά να τους κοστίσουν επιπλέον 12 δισ. ευρώ (αν και η κυβέρνηση πιστεύει ότι θα είναι πολύ λιγότερα).
Η συμφωνία περιπλέκει το σχέδιο τραπεζικής ένωσης της ΕΕ, το οποίο σχεδιάστηκε στη διάρκεια της κρίσης του κρατικού δημόσιου χρέους, ώστε να διασφαλιστεί ότι όλα τα κράτη μέλη θα αντιμετωπίζουν την κατάρρευση των τραπεζών με τον ίδιο τρόπο.
Το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης –στόχος του οποίου είναι να παίρνει δύσκολες πολιτικές αποφάσεις για το αν θα κλείσει μια τράπεζα δια χειρός κυβέρνησης – επέλεξε να μην παρέμβει. Η κυβέρνηση της Ιταλίας επέλεξε τότε να μην επιβάλει ζημίες σε senior πιστωτές, όπως θα απαιτούσαν οι κανόνες της ΕΕ, αλλά να παράσχει αντ ‘αυτού ένα σχέδιο διάσωσης με χρήματα των φορολογουμένων.
Υπό την αυστηρή έννοια, όλα αυτά είναι νόμιμα. Το Συμβούλιο μπορεί να επιλέξει να κάνει πίσω αν πιστεύει ότι μια τράπεζα δεν είναι σημαντική για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ο Πτωχευτικός Κώδικας της Ιταλίας δεν απαιτεί να επιβληθεί “κούρεμα” στα ομόλογα των senior πιστωτών. Και η Επιτροπή έδρασε εντός των αρμοδιοτήτων της όταν αποφάσισε ότι η κρατική ενίσχυση ήταν νόμιμη, με το σκεπτικό ότι θα περιορίσει τυχόν ζημιά στην περιφερειακή οικονομία.
Μπορεί να είναι νόμιμη πολιτική. Σίγουρα, όμως, δεν είναι καλή πολιτική. Το αποτέλεσμα υπονομεύει σοβαρά την αξιοπιστία του σχεδίου τραπεζικής ένωσης, δημιουργώντας μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με τους κανόνες που θα επικρατήσουν την επόμενη φορά. Επιπλέον, η κυβέρνηση της Ιταλίας, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης χρειάστηκαν πολύ χρόνο για να βρουν λύση για τις εν λόγω τράπεζες, αυξάνοντας το ενδεχόμενο κόστος για τους φορολογούμενους. Και η Επιτροπή επέτρεψε στην Intesa να επωφεληθεί από μια τεράστια δημόσια επιδότηση, η οποία θα βάλει την τράπεζα σε ισχυρότερη ανταγωνιστική θέση.
Νωρίτερα αυτό το μήνα, η ευρωζώνη χειρίστηκε την εκκαθάριση της Popular –μιας τράπεζας που όδευε προς την κατάρρευση- γρήγορα, ομαλά και χωρίς κόστος για τους φορολογούμενους. Αυτό το αξιοσημείωτο επίτευγμα έχει ανατραπεί ουσιαστικά από αυτόν τον τελευταίο ελιγμό. Η τραπεζική ένωση της Ευρώπης έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα πίσω.