Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε την Τουρκία για παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (ελευθερία έκφρασης) στην υπόθεση Sarıgül κατά Τουρκίας (αίτηση υπ ‘αριθ. 28691/05).
Η υπόθεση αφορούσε στην κατάσχεση από τις σωφρονιστικές αρχές ενός σχεδίου μυθιστορήματος που είχε γράψει ο προσφεύγων στη φυλακή καθώς και μιας επιστολής που σκόπευε να στείλει στο δικηγόρο του.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι η κατάσχεση του χειρόγραφου του Sarıgül αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία έκφρασης, και ότι η παρέμβαση αυτή δεν ήταν νόμιμη σύμφωνα με το άρθρο 10 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε προηγούμενη νομολογία του ότι οι κανόνες διοίκησης της φυλακής, στους οποίους οι τουρκικές σωφρονιστικές αρχές είχαν στηρίξει την απόφασή τους να κατάσχουν το χειρόγραφο του κρατούμενου, δεν δήλωναν επαρκώς και με σαφήνεια το πεδίο εφαρμογής και τους όρους της διακριτικής εξουσίας των αρχών σε τέτοια ζητήματα και η πρακτική τους εφαρμογή δεν φαινόταν να καλύπτει αυτό το κενό.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, ο προσφεύγων, Resul Sarıgül, Τούρκος υπήκοος, γεννημένος το 1962, κρατείτο στις φυλακές του Erzurum όταν υπέβαλε την αίτησή του στο ΕΔΔΑ.
Το 2004 ο Sarıgül κατέθεσε ένα χειρόγραφο σχέδιο μυθιστορήματος στη διοίκηση της φυλακής, ζητώντας να αποσταλεί στον δικηγόρο του, ο οποίος θα το διαβίβαζε στην οικογένειά του με σκοπό τη δημοσίευση.
Ο επικεφαλής της φυλακής, αρμόδιος για την ανάγνωση της αλληλογραφίας των κρατουμένων, ανέφερε ότι το κείμενο υποστήριζε μια παράνομη οργάνωση, ότι προσέβαλε την αστυνομία και χρησιμοποιούσε προσβλητική και ακατάλληλη γλώσσα, συμπεριλαμβανομένων εκφράσεων κατά των γυναικών, της δημόσιας ηθικής και των κοινωνικών πεποιθήσεων.
Έτσι το χειρόγραφο στάλθηκε στο πειθαρχικό συμβούλιο της διοίκησης της φυλακής, το οποίο αποφάσισε να το κατασχέσει. Λίγες ημέρες μετά, ο Sarıgül άσκησε ένσταση ενώπιον του δικαστή εκτέλεσης των ποινών του Erzurum ζητώντας την ανάκληση της απόφασης, αναφέροντας ότι το μυθιστόρημα ήταν έργο μυθοπλασίας, ωστόσο η ένστασή του απορρίφθηκε.
Ο Sarıgül άσκησε νέα προσφυγή εναντίον της απόφασης ενώπιον του Εφετείου του Ερζουρούμ, επικαλούμενος την προσβολή της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε και πάλι.
Κατόπιν ο προσφεύγων παρέδωσε στη διοίκηση της φυλακής επιστολή για τον δικηγόρο του, μαζί με την απόφαση του δικαστή εκτέλεσης ποινών και την μετέπειτα προσφυγή του. Η επιστολή του κατασχέθηκε και αυτή από τη διοίκηση της φυλακής και το αίτημα του για ακύρωση της απόφασης αυτής απορρίφθηκε και αυτό.
Εν τω μεταξύ είχε ξεκινήσει ποινική έρευνα εναντίον του για δυσφήμιση της Τουρκίας, τη Δημοκρατίας, των ενόπλων δυνάμεων και των κρατικών υπηρεσιών ασφαλείας, ωστόσο η διαδικασία σταμάτησε καθώς μία από τις κατηγορίες – αυτή της δημοσιότητας – δεν στοιχειοθετούνταν. Κατόπιν αυτών το σχέδιο του μυθιστορήματος επιστράφηκε στον Sarıgül.
Ο προσφεύγων επικαλούμενος τα άρθρα 9 (ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας) και 10 (ελευθερία έκφρασης) της ΕΣΔΑ ισχυρίστηκε ότι οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν λόγω της κατάσχεσης τόσο του σχεδίου του μυθιστορήματος του, όσο και της επιστολής του στο δικηγόρο του. Επίσης ισχυρίστηκε ότι οι διαδικασίες στο δικαστή εκτέλεσης ποινών και στο εφετείο ήταν παράτυπες καθώς δεν ήταν δημόσιες και δεν επέτρεπαν την αντιδικία και ο ίδιος δεν έλαβε νομική βοήθεια.
Το Δικαστήριο στην απόφασή του της 23ης Μαΐου 2017, παρατήρησε ότι η κατάσχεση του χειρόγραφου του Sarıgül αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία έκφρασης. Η παρέμβαση αυτή δεν ήταν «σύμφωνη με τον νόμο» κατά την έννοια του άρθρου 10 § 2 της Σύμβασης.
Πρώτον, το πειθαρχικό συμβούλιο δεν είχε επικαλεσθεί ρητώς καμία νομική βάση για να διατάξει την κατάσχεση του χειρόγραφου, αναφέροντας μόνο ότι το εν λόγω κείμενο περιέχει ακατάλληλες λέξεις και εκφράσεις σύμφωνα με τον προκαθορισμένο κατάλογο έγκρισης κειμένων της διοίκησης, για τον οποίο δεν υπάρχουν λεπτομέρειες στο φάκελο της αίτησης.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τυχόν κανόνες σχετικά με την εποπτεία της αλληλογραφίας των κρατουμένων που δεν περιόριζε το πεδίο εφαρμογής ή δεν όριζε τι σήμαινε «ακατάλληλο» δεν θα μπορούσε να πληροί την απαίτηση της πρόβλεψης του νόμου.
Δεύτερον, η επιτροπή ανάγνωσης αλληλογραφίας είχε στηρίξει την απόφασή της να διαβιβάσει το χειρόγραφο στο πειθαρχικό συμβούλιο σε μια εγκύκλιο σχετικά με τις επαφές των κρατουμένων με τον έξω κόσμο.
Αυτή η εγκύκλιος που θεωρείται από την κυβέρνηση ως νομική βάση για την παρέμβαση, αναφέρεται στα άρθρα 144 και 147 των κανόνων διοίκησης των σωφρονιστικών ιδρυμάτων – όπως ίσχυαν την εποχή εκείνη – και επιδιώκουν να αποσαφηνίσουν την εφαρμογή των μέτρων που επιβάλλονται από τους εν λόγω κανόνες.
Έτσι, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η νομική βάση για την παρέμβαση συνίστατο στα άρθρα 144 και 147. Μάλιστα το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε προηγούμενη νομολογία του όπου είχε διαπιστώσει ότι οι κανόνες της διοίκησης της φυλακής δεν υποδεικνύουν με επαρκή σαφήνεια το πεδίο εφαρμογής και τους όρους της διακριτικής ευχέρειας των αρχών σε τέτοια θέματα, και ότι η πρακτική τους εφαρμογή δεν φαίνεται να αποκαθιστά αυτό το κενό.
Δεν διαπιστώθηκε επομένως κανένας λόγος να απομακρυνθεί από αυτή την προσέγγιση και στην προκείμενη περίπτωση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα του Sarıgül στην ελευθερία έκφρασης δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο». Κατά συνέπεια, έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Συνθήκης.
Όσον αφορά την κατάσχεση της επιστολής στο δικηγόρο, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι ο Sarıgül δεν είχε εξαντλήσει όλα τα εγχώρια ένδικα μέσα επειδή δεν είχε ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του δικαστή εκτέλεσης ποινών.
Όσον αφορά τις καταγγελίες σχετικά με την παράνομη λειτουργία της εσωτερικής διαδικασίας, αυτές οι καταγγελίες είχαν υποβληθεί στο Δικαστήριο σε χρόνο μεγαλύτερο από έξι μήνες μετά την οριστική απόφαση του εγχώριου δικαστηρίου και επομένως είχαν παραγραφεί, επομένως, το Δικαστήριο τις απέρριψε.
Εν τέλει το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Τουρκία να πληρώσει αποζημίωση στον προσφεύγοντα ύψους 1500 ευρώ για ικανοποίηση ηθικής βλάβης. (hudoc.echr.coe.int/ cylegalnews.com)