Στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τοποθετεί η ελληνική Δικαιοσύνη, με ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας, όλες τις πομπώδεις εξαγγελίες περί αποκάλυψης τεράστιων πόρων μέσα από το κυνήγι των αποκαλούμενων φορολογικών λιστών (Λαγκάρντ κλπ). Το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε τις πάμπολλες αποφάσεις τμημάτων του αλλά και κατωτέρων δικαστηρίων τα οποία είχαν κρίνει ότι είναι αντισυνταγματικές οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου σε υποθέσεις φοροδιαφυγής στις οποίες προχώρησαν όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 και μετά. Η οριστική κρίση της Ολομέλειας του ΣτΕ που περιγράφεται στην πολυσέλιδη υπ’ αριθμόν 1738/2017 απόφαση της, “παραγράφει” ουσιαστικά δεκάδες φορολογικά πρόστιμα τα οποία έχουν επιβληθεί με βάση ελέγχους οι οποίοι στηρίζονται στις περίφημες λίστες καταθετών εξωτερικού, ενώ σημαίνει και το καμπανάκι “λήξης” για τους αναδρομικούς φοροελέγχους σε βάθος χρόνου. Ουσιαστικά δε δίνει εντολή στις φορολογικές αρχές –επιβεβαιώνοντας την άποψη οικονομικών και δικαστικών παραγόντων- να εστιάσουν την τρέχουσα φοροδιαφυγή, καθώς η παρελθούσα θεωρείται-εν πολλοίς- χαμένος χρόνος.
Πενταετία με εύλογη παράταση
Το δικαστήριο έκρινε ότι η παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων είναι πενταετής και οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής είναι αντισυνταγματικές στηλιτεύοντας δε τις συνεχείς παρατάσεις που δίδονταν από όλες τις κυβερνήσεις.
Αναφέρουν στο σκεπτικό: “Η παραγραφή πρέπει να έχει εύλογη διάρκεια ενόψει μάλιστα του ότι πλέον διευκολύνεται η διαδικασία ελέγχου τόσο λόγω των σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων ελέγχου όσο και λόγω του γεγονότος ότι πολλά δεδομένα που αφορούν την πάσης φύσεως οικονομική δραστηριότητα των φορολογουμένων (π.χ. εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, τόκους καταθέσεων, κ.λπ.) εισάγονται στο σύστημα ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, χωρίς να χρειάζονται καμία ενέργεια εκ μέρους των φορολογουμένων, έτσι δεν δικαιολογείται ο καθορισμός μακρού χρόνου παραγραφής πέραν των χρονικών ορίων που όριζαν οι προϊσχυουσες διατάξεις, σε χρόνο κατά τον οποίο η φορολογική διοίκηση δεν διέθετε τα εργαλεία αυτά… η ταχύτητα των εξελίξεων σε όλους τους τομείς μεταξύ των οποίων και ο οικονομικός και ο επιχειρηματικός επιβάλλει προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος την ταχύτητα κατά το δυνατόν εκκαθάρισης των υποχρεώσεων των φορολογουμένων, προκειμένου να προγραμματίζουν την οικονομική τους δραστηριότητα, να γνωρίζουν τις οφειλές τους επικαίρως και κατά τακτά και σχετικώς μικρά χρονικά διαστήματα διότι η συσσώρευση των οφειλών πολλών ετών, λόγω μη της παρόδου μακρού χρόνου διενέργειας ελέγχου για περισσότερα έτη και εκδόσεως των σχετικών καταλογιστικών πράξεων και η αξίωση συγχρόνου καταβολής αυτών, μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα σε φυσικά και νομικά πρόσωπα”.
Καθορισμένος χρόνος
Οι δικαστές υπογραμμίζουν ότι για την επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον φορολογούμενο. Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ενώ η μεταβολή της με την πρόβλεψη επιμηκύνσεως είναι δυνατή μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζόμενη το αργότερο το επόμενο της γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως έτος.
Στο ΣτΕ προσέφυγε εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών, στην οποία, έπειτα από έλεγχο στα εισοδήματά της του έτους 2002, ο προϊστάμενος του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΔΕΚ) Αθηνών επέβαλε σε βάρος της κύριο φόρο 3.986.826 ευρώ και πρόσθετο φόρο 11.102.850 ευρώ, λόγω ανακριβούς δήλωσης. Από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών ακυρώθηκε το από 13.12.2010 φύλλο ελέγχου φόρου για το εισόδημα του 2002 και το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε αναίρεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας.