Μία δεκαετία θα απαιτηθεί για να υποχωρήσουν τα “κόκκινα” δάνεια κάτω του 5%, επίπεδο που θεωρείται υγιές για το τραπεζικό σύστημα. Την εκτίμηση αυτή διατυπώνουν οι τραπεζίτες τη στιγμή που οι τράπεζες βρίσκονται ουσιαστικά στην εκκίνηση της υλοποίησης του στόχου για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους κατά 38% για την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το υπόλοιπό τους στα 66,7 δισ. ευρώ από 106,9 δισ. ευρώ.
Η δεύτερη τριμηνιαία επισκόπηση της ΤτΕ για την πορεία του γενικού στόχου έδειξε ότι οι τράπεζες απέτυχαν στο α΄ τρίμηνο 2017 να τιθασεύσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (δηλ. δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών), τα οποία κινήθηκαν περίπου μισό δισ. ευρώ υψηλότερα από το στόχο. Παράλληλα, αδυνατούν ακόμη να επιτύχουν συγκεκριμένους ποιοτικούς στόχους που θα βάλουν σε θετική τροχιά τις επιδόσεις τους στη μείωση των “κόκκινων” δανείων.
Ειδικότερα, οι τράπεζες παρουσιάζουν υστέρηση στόχων σε επίπεδο καταγγελιών δανείων που δεν εξυπηρετούνται πέραν των 2 ετών (δεν έχουν προβεί στις απαιτούμενες καταγγελίες ως προς το σύνολο καταγγελμένων και μη δανείων που δεν εξυπηρετούνται για περισσότερες από 720 ημέρες), αλλά και σε στόχους που σχετίζονται με τη διαχείριση των επιχειρηματικών τους ανοιγμάτων. Συγκεκριμένα, υπολείπονται στα:
α) υπόλοιπο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων βιώσιμων επιχειρήσεων, μικρού και μεσαίου μεγέθους, για τις οποίες έχει διενεργηθεί ανάλυση βιωσιμότητας τους τελευταίους 12 μήνες,
β) υπόλοιπο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κοινών πιστούχων (για μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια και δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις) για τους οποίους έχει εφαρμοστεί κοινή λύση αναδιάρθρωσης από τις εμπλεκόμενες τράπεζες, και
γ) υπόλοιπο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς μεγάλες επιχειρήσεις για τα οποία η τράπεζα έχει αναθέσει σε εξειδικευμένο σύμβουλο την υλοποίηση σχεδίου λειτουργικής αναδιάρθρωσης.
Πρόκειται για τα “σημεία” στα οποία “χάνεται” μέχρι στιγμής η δύσκολη “μάχη” με τα “κόκκινα” δάνεια, συμπεριλαμβανομένης, βεβαίως, της επιδείνωσης που παρουσίασαν τα στεγαστικά χαρτοφυλάκια, με εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Παρά ταύτα, και αναγνωρίζοντας ότι ο “πόλεμος” με τα NPEs και τα NPLs θα έχει ορίζοντα δεκαετίας, οι τραπεζίτες αισιοδοξούν πως οι “μάχες” θα αρχίσουν σύντομα να κερδίζονται χάρη στο νομοθετικό “οπλοστάσιο” που θα τεθεί σε πρακτική εφαρμογή.
Το στίγμα για το πώς βλέπουν πλέον οι τραπεζίτες να διαμορφώνεται το πεδίο για την αντιμετώπιση των “κόκκινων” δανείων, έδωσε χθες ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, Χρ. Μεγάλου. Στην πρώτη συνάντησή του με εκπροσώπους με Τύπου από την ανάληψη των καθηκόντων του και παρουσιάζοντας το στρατηγικό σχέδιο “Agenda 2020″για την Τράπεζα Πειραιώς, ο κ. Μεγάλου ανέφερε τα εξής:
* Είναι πολύ θετικό ότι έχουν δοθεί τρεις άδειες σε εταιρίες διαχείρισης δανείων και έχουν ζητηθεί γύρω στις επτά ακόμη. “Στο τέλος του έτους θα έχουμε πιο πολλούς servicersαπό τράπεζες, εξέλιξη πολύ θετική γιατί αλλιώς θα ήταν πολύ δύσκολο να μειωθούν τα “κόκκινα” δάνεια από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Βοηθιούνται έτσι και το τραπεζικό σύστημα και η Οικονομία”.
* Η διάταξη για την παροχή νομικής κάλυψης προς τα τραπεζικά στελέχη ήταν αποφασιστικής σημασίας. “Οι τράπεζες είχαν καθυστερήσει σε αρκετές αναδιαρθρώσεις και με τη διάταξη αυτή δημιουργούνται συνθήκες για πιο δραστήριες αναδιαρθρώσεις σε σχέση με το παρελθόν”.
* Ο εξωδικαστικός μηχανισμός θα είναι μια σημαντική βοήθεια για να αντιμετωπιστούν τα “κόκκινα” δάνεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
* Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί “θα βοηθήσουν πάρα πολύ για να απεγκλωβιστεί η αγορά και να ορθολογικοποιηθεί”.