Αν και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι διεθνώς δεν έχουν συμφωνήσει σε έναν ορισμό του «λαϊκισμού», έχουν ωστόσο διατυπώσει προϋποθέσεις δημιουργίας και αναγνώρισης του φαινομένου: Η ανάγκη διχοτόμησης της κοινωνίας μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχουμένων, η συνάρθρωσή της δηλαδή γύρω από έναν θεμελιώδη ανταγωνισμό ανάμεσα στην ελίτ και τους μη προνομιούχους υπό τη λογική της μανιχαϊστικής διχοτόμησης του πολιτικού και κοινωνικού πεδίου και, βέβαια, της απλοποίησης των διακυβευμάτων τους, είναι το αναγνωριστικό σημείο όπου συναντώνται όλοι.
Ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης ως συμμάχου στη δημιουργία του λαϊκιστικού κλίματος σε μια κοινωνία και τελικώς στη δημοκρατική εκλογή λαϊκιστικών κομμάτων στην εξουσία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι καθοριστικός παράγων, αν και ελάχιστα έχουμε προβληματιστεί για τον αντίστροφο ρόλο που θεωρητικά θα μπορούσαν να διαδραματίσουν τα ΜΜΕ στην όλη διαδικασία.
Ο Νίκος Παναγιώτου, επίκουρος καθηγητής Δημοσιογραφίας και Μαζικής Επικοινωνίας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μας δίνει μερικά «κλειδιά» για να περάσουμε στο… συμμαχικό του λαϊκισμού, δαιδαλώδες τοπίο των ΜΜΕ.
– Υπάρχουν χαρακτηριστικοί συνδυασμοί ιδεολογικών και στυλιστικών στοιχείων στην κάλυψη των ειδήσεων που μπορούν να μας οδηγήσουν στον χαρακτηρισμό ενός μέσου ως λαϊκιστικού ανάλογα με τη χρήση αυτών των στοιχείων;
– Να τονίσουμε κατ’ αρχάς ότι η έννοια του λαού δεν είναι «υπαρκτή». Σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Εκο, αντίθετα, πρόκειται για μια γλωσσική κατάχρηση, ένα «ρητορικό εργαλείο». Στο πλαίσιο αυτό είναι κεντρικός και καθοριστικός ο ρόλος των ΜΜΕ στην πολιτική διαδικασία, στη δημιουργία και αναπαραγωγή των σχετικών αναπαραστάσεων.
Οι συνδυασμοί ιδεολογικών και στυλιστικών στοιχείων στην κάλυψη των ειδήσεων μπορούν να οδηγήσουν στον χαρακτηρισμό της δημοσιογραφίας που ασκεί ένα μέσο ως λαϊκιστικής. Ο ρόλος του «δημοσιογράφου-τιμωρού» που προβάλλεται ως ο εξαγνιστής-τιμωρός είναι ένα χαρακτηριστικό στυλιστικό στοιχείο. Η θυματοποίηση, η συμπόνια, ο ηθικολογικός μανιχαϊσμός είναι στυλιστικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την άρθρωση του λαϊκιστικού δημοσιογραφικού λόγου. Επίσης οι θεωρίες συνωμοσίας που βρήκαν απήχηση, κάλυψη και μετάδοση σε μερίδα των ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να επιβληθούν ως μια ιδεολογικο-πολιτική θεματική κανονικότητα ενταγμένη στη δημόσια συζήτηση. Η «παραπληροφορημένη – αντιπληροφόρηση», ή –αν θέλετε– η «λατρεία της αντιπληροφόρησης», συνιστά ένα ιδεολογικό λαϊκιστικό στοιχείο που κυριαρχεί στο Διαδίκτυο και είχε αρνητικό αντίκτυπο στη δημοσιογραφία μακροπρόθεσμα, καθώς υπονόμευσε την εμπιστοσύνη των πολιτών στα ΜΜΕ. Ως αποτέλεσμα, εδώ και χρόνια η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις σε ό,τι αφορά την εμπιστοσύνη του κοινού προς τα ΜΜΕ. Η έκταση και η επιρροή του φαινομένου διαφαίνονται ξεκάθαρα από τον πολιτικό λόγο που κυριάρχησε στη χώρα μας, τη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ, με κυρίαρχο το στοιχείο της «αντισυστημικότητας», ακόμη και από τους πλέον χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του συστήματος, π.χ. Τραμπ.
– Η δυνατότητα παρέμβασης και σχολιασμού του καθενός για τον καθένα και για οτιδήποτε στο Διαδίκτυο έχει επηρεάσει, ποσοτικά και ποιοτικά, τα χαρακτηριστικά του λαϊκισμού σε εφημερίδες και τηλεόραση;
– Ναι, η εντύπωση του «ανεξάρτητου», «ακηδεμόνευτου» μέσου επηρέασε τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά, καθώς τα παραδοσιακά ΜΜΕ ταυτίστηκαν στη συνείδηση μεγάλης μερίδας πολιτών με την παραπληροφόρηση. Ταυτόχρονα μέρος των παραδοσιακών ΜΜΕ, ακολουθώντας το ιδεολογικό και στυλιστικό ύφος της «αντιπληροφόρησης» που κυριαρχεί στο Διαδίκτυο, ουσιαστικά αυτοϋπονομεύθηκε, καθώς έχασε την εμπιστοσύνη της πλειονότητας των πολιτών που έστρεψαν την προσοχή τους στα ηλεκτρονικά νέα μέσα. Αποτέλεσμα αυτού, όπως προκύπτει και από μια σειρά από μελέτες (Reuters Institute for the Study of Journalism με το ΑΠΘ), είναι οι πολίτες στην Ελλάδα και ευρύτερα να εμπιστεύονται περισσότερο τα ψηφιακά ΜΜΕ από ό,τι τα παραδοσιακά. Η προσέγγιση του φαινομένου μάς οδηγεί, ουσιαστικά και αναπόφευκτα, στο ζήτημα της δημοκρατίας. Η έλλειψη ρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου για δεκαετίες ενίσχυσε τις τάσεις αυτές, επιτρέποντας να κυριαρχήσουν δημοσιογραφικές φόρμες και επιλογές που υπονόμευαν τον ρόλο των ΜΜΕ και της απήχησής τους στην κοινή γνώμη. Παράλληλα, ο παράγοντας που τροφοδότησε και ενίσχυσε τα φαινόμενα του λαϊκισμού, τόσο στην πολιτική του έκφανση όσο και σε αυτή των ΜΜΕ, είναι το υπάρχον μοντέλο άσκησης δημοσιογραφίας, αυτό που ονομάζω «περιγραφική δημοσιογραφία». Η αλλαγή του μοντέλου αυτού, μαζί με την προώθηση του κριτικού γραμματισμού στα ΜΜΕ (Media Literacy) για τους πολίτες, μπορεί να αποτελέσει τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης του λαϊκιστικού φαινομένου και της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης προς τα ΜΜΕ.
– Υπάρχει διαφορετικός συνδυασμός στοιχείων λαϊκισμού μεταξύ των ταμπλόιντ (όπως αναφέρονται στον αγγλοσαξωνικό κόσμο οι λαϊκιστικές εφημερίδες) και των ποιοτικών εφημερίδων;
– Σίγουρα υπάρχει, αφού η καθεμιά πρέπει να υπηρετήσει το κοινό της, που ωθεί τις μεν σε κραυγαλέους τίτλους λαϊκισμού και τις άλλες σε πιο «διακριτικό» λαϊκιστικό λόγο. Ωστόσο, η διάκριση αυτή τείνει πολλές φορές να εξαλειφθεί. Η αναπλαισίωση αυτή έχει στον πυρήνα της μια μανιχαϊστική προσέγγιση που ορίζεται από έναν υποτιθέμενο αντι-ελιτισμό και μια «αντισυστημική» δημαγωγία, έναν αντιπλουραλιστικό λαϊκισμό (Jan-Werner Müller). Οπως διαπιστώνουν και οι Akkerman and Rooduijn, είναι αποτέλεσμα κοινωνικών, οικονομικών εξελίξεων αλλά, βασικά, της κυριαρχίας του εμπορευματικού μοντέλου που ωθεί πολλές ποιοτικές εφημερίδες στο να ακολουθήσουν έναν τρόπο γραφής που πόρρω απέχει από τη δημοσιογραφική τους παράδοση. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια η «συνθήκη του μνημονίου» επιταχύνει την εξέλιξη της κατάργησης των όποιων διαφορών, καθώς ελάχιστα, παραδοσιακά κυρίως, ΜΜΕ αντιστάθηκαν στο φαινόμενο της αντιπολιτικής της μνησικακίας (Ν. Σεβαστάκης και Γ.Σταυρακάκης), που υιοθετείται ωστόσο και από μεγάλο αριθμό παραδοσιακών αλλά κυρίως νέων μέσων ενημέρωσης.
– Ποιες στρατηγικές χρησιμοποιούν οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί όταν αντιμετωπίζουν τον πολιτικό λαϊκισμό ή όταν ασκούν τη δική τους μορφή λαϊκισμού;
– Αντιμετωπίζοντας το φαινόμενο, είναι προφανές ότι είτε ενεργούν ως ουδέτεροι μεταδότες του πολιτικού λαϊκισμού είτε στέκονται κριτικά απέναντί του παίρνοντας σαφείς αποστάσεις, εκτός από τις –συχνές– περιπτώσεις που θα γίνουν ενεργοί υποστηρικτές του πολιτικού λαϊκισμού, θα αναπτύξουν δηλαδή μια πρωταγωνιστική λειτουργία αναδεικνύοντας και προωθώντας τις σχετικές πολιτικές ιδέες και στρατηγικές. Η στάση αυτή, βεβαίως, είναι καθοριστικής σημασίας για την ανάδειξη του πολιτικού λαϊκισμού, καθώς τα ΜΜΕ όχι απλώς συμπλέουν αλλά αναδεικνύουν λαϊκιστικές τακτικές ως δρώντες σύμμαχοι. Μπορεί όμως και να διαφοροποιηθούν καταλαμβάνοντας μια αυτόνομη θέση, η οποία ναι μεν υιοθετεί θέσεις και απόψεις του πολιτικού λαϊκισμού, στέκεται ωστόσο κριτικά έναντι της πολιτικής ηγεσίας αμφισβητώντας το πολιτικό κατεστημένο και την «κυρίαρχη» πολιτική τάξη.
Στις περιπτώσεις αυτονόμησης των ΜΜΕ και ανάπτυξης λαϊκιστικού λόγου, ανεξάρτητα από τον αντίστοιχο πολιτικό, παρατηρούμε την έμφαση σε θέματα που κυριαρχούν ή προσφέρονται για τέτοιου είδους εκμετάλλευση, όπως είναι το μεταναστευτικό και η εγκληματικότητα. Παρατηρούμε επίσης την κυριαρχία της ενημερωδιασκέδασης (infotainment) και της δραματοποίησης, προκειμένου το περιεχόμενό τους να γίνει πιο ελκυστικό. Τέλος και ίσως σε συνδυασμό με τα προηγούμενα βλέπουμε να παίζουν τον ρόλο του εκπροσώπου του λαού, να λειτουργούν ως πλατφόρμα της φωνής της κοινής γνώμης, όπου πια ο λαϊκιστικός λόγος τους αναφέρεται και αναζητεί νομιμοποίηση στο όνομα της κοινής γνώμης, τα «συμφέροντα» της οποίας «εκφράζουν και προωθούν».