Ενισχύει τη διαφάνεια με σκοπό την αποτροπή της φοροαποφυγής
H τέταρτη κοινοτική οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες τίθεται από σήμερα σε ισχύ, με στόχο, όπως τονίζεται σε σχετική ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «να ενισχύσει τους υπάρχοντες κανόνες και να καταστήσει αποτελεσματικότερη την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας». Επιπλέον, σημειώνει η Επιτροπή, ενισχύει τη διαφάνεια με σκοπό την αποτροπή της φοροαποφυγής.
Επίσης, η Επιτροπή δημοσίευσε σήμερα μία έκθεση, η οποία θα παράσχει, όπως αναφέρει, υποστήριξη στις αρχές των κρατών-μελών της ΕΕ για την καλύτερη αντιμετώπιση στην πράξη των κινδύνων που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Όπως απαιτείται από τη νέα οδηγία, η Επιτροπή διενήργησε εκτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σε διάφορους τομείς και διάφορα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Η έκθεση εντοπίζει τους τομείς που υπόκεινται στον μεγαλύτερο κίνδυνο και τις ευρύτερα διαδεδομένες τεχνικές, τις οποίες χρησιμοποιούν οι εγκληματίες για την νομιμοποίηση παράνομων κεφαλαίων.
Αναλυτικά, η τέταρτη οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ενισχύει τους υπάρχοντες κανόνες, εισάγοντας τις εξής τροποποιήσεις:
– Ενίσχυση της υποχρέωσης εκτίμησης των κινδύνων για τις τράπεζες, τους δικηγόρους και τους λογιστές.
– Θέσπιση ξεκάθαρων απαιτήσεων διαφάνειας ως προς τον πραγματικό δικαιούχο των εταιρειών. Οι σχετικές πληροφορίες θα φυλάσσονται σε κεντρικό μητρώο, για παράδειγμα εμπορικό, και θα είναι διαθέσιμες στις εθνικές αρχές και στις υπόχρεες οντότητες.
– Διευκόλυνση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών από διαφορετικά κράτη-μέλη, με σκοπό τον εντοπισμό και την παρακολούθηση ύποπτων μεταφορών χρηματικών ποσών για την πρόληψη και τον εντοπισμό του εγκλήματος ή τρομοκρατικών δραστηριοτήτων.
– Θέσπιση μίας συνεκτικής πολιτικής έναντι των τρίτων χωρών που δεν εφαρμόζουν επαρκείς κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
– Ενίσχυση των εξουσιών των αρμόδιων αρχών σε ό,τι αφορά την επιβολή κυρώσεων.
Με αφορμή το ότι τέθηκε σε ισχύ η νέα οδηγία, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φρανς Τίμερμανς, προέβη στην εξής δηλωση: «Τα νομιμοποιημένα έσοδα από παράνομες δραστηριότητες αποτελούν οξυγόνο για την εγκληματικότητα, την τρομοκρατία και τη φοροαποφυγή. Πρέπει να διακόψουμε την παροχή αυτού του οξυγόνου με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Οι σημερινοί ισχυρότεροι κανόνες αποτελούν σημαντικό βήμα προόδου, τώρα, όμως, έχουμε ανάγκη από μία ταχεία συμφωνία σχετικά με τις περαιτέρω βελτιώσεις, τις οποίες πρότεινε η Επιτροπή τον περασμένο Ιούλιο».
Τέλος, η επίτροπος Δικαιοσύνης, Βέρα Ζούροβα, δήλωσε: «Οι τρομοκράτες και οι εγκληματίες βρίσκουν ακόμα τρόπους να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους και να νομιμοποιήσουν τα παράνομα κέρδη τους, διοχετεύοντάς τα πίσω στην οικονομία. Οι νέοι κανόνες που τίθενται σε ισχύ από σήμερα έχουν κρίσιμη σημασία για την κάλυψη περαιτέρω κενών. Καλώ όλα τα κράτη-μέλη να τους θέσουν σε εφαρμογή χωρίς καθυστέρηση: Αν μία χώρα εφαρμόζει χαμηλότερα πρότυπα, αποδυναμώνεται η δυνατότητα καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε όλη την ΕΕ. Ζητώ, επίσης, να επιτευχθεί γρήγορα συμφωνία σχετικά με τις περαιτέρω αναθεωρήσεις που πρότεινε η Επιτροπή, σε συνέχεια της υπόθεσης των εγγράφων του Παναμά, ώστε να αυξηθεί η διαφάνεια σε ό,τι αφορά τους πραγματικούς δικαιούχους».
Σημειώνεται, ότι τα κράτη-μέλη έπρεπε να γνωστοποιήσουν τη μεταφορά της τέταρτης οδηγίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στο εθνικό δίκαιό τους έως σήμερα, 26 Ιουνίου 2017. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ελέγξει, τώρα, την πρόοδο της μεταφοράς της οδηγίας στα εθνικά δίκαια και θα προβεί, χωρίς καθυστέρηση, σε περαιτέρω ενέργειες ως προς τα κράτη-μέλη που τυχόν δεν έχουν ακόμη λάβει τα αναγκαία μέτρα.