Το 1997, το ΝΑΤΟ και η Ρωσία διαπραγματεύτηκαν και υπέγραψαν μια ιδρυτική πράξη με σκοπό να καθοδηγήσουν τις σχέσεις δημιουργώντας αυξημένη εμπιστοσύνη, ενότητα σκοπιμότητας και συνήθειες διαβούλευσης και συνεργασίας. Αυτή η πολιτική συμφωνία -όχι μια νομικά δεσμευτική συνθήκη- δέσμευσε το ΝΑΤΟ να διεξάγει τις αποστολές συλλογικής άμυνας και άλλες, “διασφαλίζοντας την αναγκαία διαλειτουργικότητα, ολοκλήρωση και ικανότητα ενίσχυσης, παρά με πρόσθετη μόνιμη τοποθέτηση σημαντικών δυνάμεων μάχης” στα εδάφη των κρατών του πρώην συμφώνου της Βαρσοβίας.
20 χρόνια μετά, η ιδρυτική πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας πρέπει να θεωρηθεί νεκρό γράμμα -μια συμφωνία που παραμένει σε ισχύ μόνο κατ’ όνομα. Το ΝΑΤΟ θα πρέπει να αγνοήσει τις διατάξεις της προκειμένου να προστατεύσει πιο αποτελεσματικά και πιο ικανά την ασφάλεια των πιο ευάλωτων μελών. Όπως έχει, κάποιοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ επιμένουν να διατηρούν τις δεσμεύσεις έναντι της Ρωσίας, που δόθηκαν σε ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον ασφάλεια. Αυτή η προσέγγιση διακινδυνεύει να υπονομεύσει την σταθερότητα και την ασφάλεια στην Ευρώπη, όλα στο όνομα της επιδίωξης της χίμαιρας της ρωσικής συνεργασίας στην Ανατολή.
Οι περιορισμοί της επίδειξης ισχύος του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη είναι σχετικά γνωστοί. Αυτό που συχνά ξεχνιέται είναι πως η ιδρυτική πράξη υποχρεώνει τη Ρωσία να “ασκεί παρόμοια αυτοσυγκράτηση στις ανάπτυξη των συμβατικών της δυνάμεων στην Ευρώπη”. Επιπλέον, όλες αυτές οι αρχές βασίστηκαν στο “τωρινό και άμεσα προσεχές περιβάλλον ασφάλειας”, των δύο δεκαετιών πριν. Είναι φανερό πως η νομιμότητα της προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσία το 2014, η συνεχιζόμενη επέμβασή της στην Ανατολική Ουκρανία και οι μαζικές της ασκήσεις στα σύνορα των συμμάχων του ΝΑΤΟ, δεν είναι παραδείγματα αυτοσυγκράτησης, και ότι το περιβάλλον ασφάλειας της Ευρώπης του σήμερα δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό του 1997.
Παρόλα αυτά, το ΝΑΤΟ παραμένει για την ώρα δεσμευμένο σε κάτι που κάποιοι στη συμμαχία -ιδιαίτερα η Γερμανία- θεωρεί ως ηθικό. Ενώ έλκεται από μια κανονιστική σκοπιά, μια τέτοια προσέγγιση αποτυγχάνει εάν ένας διαπραγματευτικός εταίρος δεν καθοδηγείται από παρόμοια κίνητρα. Μέχρι σήμερα, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι η Μόσχα νοιάζεται για κανόνες ή σχέσεις συνεργασίας. Από μια πρακτική σκοπιά, η προσέγγιση της συμμαχίας έχει ως αποτέλεσμα το ΝΑΤΟ να δημιουργεί βιώσιμη, αποτελεσματική και ικανοποιητική αποτροπή, και εξασφάλιση.
Προσπαθώντας να ικανοποιήσει τις νόμιμες ανησυχίες ασφάλειας των πιο ευάλωτων μελών της συμμαχίας ενώ παράλληλα να διατηρήσει κάποιο βαθμό φερεγγυότητας της ιδρυτικής πράξης, το ΝΑΤΟ έχει εφαρμόσει την πρωτοβουλία ενισχυμένης παρουσίας. Αυτή η επίμονη παρουσία συνίσταται σε συνεχείς εκ περιτροπής αναπτύξεις σε μέγεθος τάγματος, στα κράτη της Βαλτικής και στην Πολωνία.
Ως απάντηση, η Μόσχα χαιρέτισε την προσήλωση της συμμαχίας στους όρους της ιδρυτικής πράξης και διακήρυξε την σχετικά μικρή ανάπτυξη, ότι δεν αποτελεί σοβαρή απειλή για τη ρωσική ασφάλεια; Μετά βίας. Αντιθέτως, η Ρωσία καταδίκασε την πρωτοβουλία για την ενισχυμένη μελλοντική παρουσία ως κλιμάκωση, ισχυρίστηκε ότι παραβίασε το πνεύμα της ιδρυτικής πράξης, και υποσχέθηκε να αντιδράσει. Εν ολίγοις, η ικανοποιητική λύση του ΝΑΤΟ δεν έχει ικανοποιήσει τη Μόσχα ούτε, ομολογουμένως, έχει κάνει αρκετά για να αποτρέψει ή να διαβεβαιώσει.
Η εκ περιτροπής ανάπτυξη του προσωπικού και του εξοπλισμού μπορεί να γίνει ιδιαίτερα δαπανηρή και πολύ γρήγορα, σε κάποιες περιπτώσεις υπερβαίνοντας το κόστος της μόνιμης παραμονής, ακόμη και αφού υπολογιστούν τα έξοδα υποδομών. Επιπλέον, δεν είναι σαφές ότι η πρωτοβουλία της ενισχυμένης παρουσίας θα έχει ως αποτέλεσμα μια επιχειρησιακά αποτελεσματική στρατιωτική ικανότητα ή ότι θα αποτελέσει την πιο κατάλληλη απάντηση στις προκλήσεις ασφάλειας που πιθανότατα θα αντιμετωπίσει το ΝΑΤΟ στην Ανατολή.
Για να οικοδομηθεί μια βιώσιμη, αποδοτική και αποτελεσματική στάση αποτροπής που διασφαλίζει τους Εσθονούς, τους Λετονούς, τους Λιθουανούς και τους Πολωνούς, η συμμαχία χρειάζεται να αποσυνδεθεί από την ιδρυτική πράξη. Βεβαίως, αυτό είναι απίθανο να συμβεί βραχυπρόθεσμα, πριν από δύο σημαντικά γεγονότα. Πρώτον, η Γερμανίδα Καγκελάριος Merkel είναι απίθανο να ξεκινήσει αυτό που θα μπορούσε να γίνει μια μεγάλη συζήτηση εξωτερικής πολιτικής στη Γερμανία πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου, ακόμη και αν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι απομακρύνεται από τον αντίπαλό της Σοσιαλδημοκράτη, Martin Schulz. Δεύτερον, η συμμαχία είναι απίθανο να συζητήσει την ιδρυτική πράξη προτού η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει μια ευκαιρία να αναπτύξει την στρατηγική της και την υποστηρικτική πολιτική της προς τη Ρωσία.
Μόλις συμβούν αυτά τα γεγονότα ωστόσο, η συμμαχία οφείλει να κινηθεί άμεσα αλλά και ήσυχα, προς το να αγνοήσει την ιδρυτική πράξη. Οποιαδήποτε μορφή επίσημης κατάργησης, θα έδινε στη Μόσχα άλλη μία ευκαιρία να παρουσιάσει ανακριβώς το ΝΑΤΟ ως επιτιθέμενο. Σε κάθε περίπτωση, βάζοντας τη Συμμαχία πέρα από την ιδρυτική πράξη, αναμφισβήτητα θα απαιτήσει δύσκολες διπλωματικές πολιτικές συζητήσεις μεταξύ των συμμάχων, αλλά είναι ένας υγιής στόχος για δύο τουλάχιστον λόγους.
Πρώτον, ως μια πολιτική συμφωνία, η ιδρυτική πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας υπόκειται σε μια εξελισσόμενη πολιτική ερμηνεία. Εάν η ιδρυτική πράξη ήταν μια δεσμευτική συνθήκη που είχε επικυρωθεί από τα κράτη-μέλη, η προσαρμογή της ερμηνείας του ΝΑΤΟ θα ήταν πιο περίπλοκη και χρονοβόρα.
Δεύτερον, η επίδειξη της ισχύος του ΝΑΤΟ δεν ήταν ποτέ σρα αλήθεια στατική και η συμμαχία έχει ιστορικό τροποποίησης αυτής της επίδειξης, βασισμένο στην κατάσταση ασφάλειας που αντιμετωπίζει και στις αλλαγές στα μέλη. Για παράδειγμα, όταν η Δυτική Γερμανία εντάχθηκε στη Συμμαχία το 1955, το ΝΑΤΟ πίεσε την προγραμματισμένη γραμμή άμυνας από τις χώρες της Μπενελούξ στα εσωτερικά γερμανικά σύνορα. Η έννοια της προληπτικής άμυνας που υιοθετήθηκε τότε από το ΝΑΤΟ, ήταν κρίσιμης σημασίας για να καθησυχάσει το νεότερο κράτος-μέλος της συμμαχίας και να αποτρέψει την επιθετική σοβιετική συμπεριφορά και επίδειξη στην Ανατολική Γερμανία και Τσεχοσλοβακία.
Σήμερα, όσο πιο σύντομα η συμμαχία προχωράει προς το να αγνοήσει την παρωχημένη ιδρυτική πράξη, τόσο πιο σύντομα μπορεί να ξεκινήσει να ανταποκρίνεται με αποτελεσματικότητα και με συνέχεια, στις απαιτήσεις για αποτροπή και εξασφάλιση στην Ανατολική Ευρώπη. Το να γλιστράει κανείς μέσω τυφλής προσχώρησης σε μια συμφωνία που η Ρωσία έχει de facto καταργήσει, εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα της Μόσχας.