Απέχουν πολύ εκείνες οι καλές ημέρες που το motto της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας ήταν “μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες”. Τώρα, η Άγκυρα αντιμετωπίζει νέες διπλωματικές προκλήσεις σε πολλαπλά μέτωπα, σε μια στιγμή που η εγχώρια πολιτική είναι πιο πολωμένη από ποτέ, μετά από την εκλογή για πρώτη φορά στην εξουσία του ΑΚΡ, το 2002. Η λίστα των “πονοκεφάλων” είναι μεγάλη, και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η κατεύθυνση που πήρε η Τουρκία. Όαο η κυβέρνηση της Άγκυρας είναι απομονωμένη από τους παραδοσιακούς συμμάχους της, τόσο μπαίνει στον πειρασμό να βρει παρηγοριά στην αγκαλιά της Ρωσίας και να βρει καταφύγιο σε έναν απίθανο περιφερειακό ρόλο. Αυτές οι κινήσεις ίσως αποδειχθούν επικίνδυνα στοιχήματα για τον Τούρκο πρόεδρο recap Tayyip Erdogan.
Η πιο άμεση πρόκληση είναι αναμφισβήτητα ο πόλεμος στη Συρία και η μελλοντική πολιτική διευθέτηση. Καθώς οι Κούρδοι της Τουρκίας βγαίνουν από το πολιτικό φάσμα, οι Κούρδοι του Ιράκ διασκεδάζουν την έννοια της ανεξαρτησίας, με ένα δημοψήφισμα που έχει ανακοινωθεί για τις 25 Σεπτεμβρίου, μια κίνηση που επικρίθηκε αμέσως από την Άγκυρα. Στο μεταξύ, η Τουρκία παρακολουθεί με απογοήτευση καθώς η διεθνής στήριξη -ιδίως η αμερικανική- δίνεται στους Κούρδους της Συρίας, συμπεριλαμβανομένης μέσω σημαντικών αποστολών όπλων από τις ΗΠΑ και στήριξη ειδικών δυνάμεων από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και, σε μικρό βαθμό, από τη Ρωσία. ΠΑρά τις εκκλήσεις εναντίον αυτού που θεωρεί ένα πολιτικό λάθος, η Άγκυρα αναμένεται να παρακολουθήσει τη μάχη για τη Ράκκα -την πρωτεύουσα του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους στη Συρία- να λαμβάνει χώρα χωρίς τουρκικά στρατεύματα.
Τελικά, η Άγκυρα θα πρέπει να αποδεχθεί ότι μια πολιτική λύση θα περιλαμβάνει κάποια μορφή πολιτικής αναγνώρισης για τους Κούρδους της Συρίας. Η Τουρκία δεν έχει κανένα τρόπο να αλλάξει αυτή την πορεία των γεγονότων, αλλά επιμένει ότι είναι λάθος και απειλεί με αντίποινα εάν δεχθεί επίθεση από τις μονάδες προστασίας του Κουρδικού Λαού (YPG). Στο διπλωματικό μέτωπο, ακόμη και αν η Τουρκία καθίσει μαζί με τη Ρωσία και το Ιράν στην παρατεταμένη διαδικασία της Αστάνα για να οδηγήσει προς μια συμφωνία ειρήνης, οι αποκλίσεις της Άγκυρας τόσο με τη Μόσχα (για τον ρόλο των Κούρδων της Συρίας και την τύχη του Σύριου προέδρου Bashar al-Assad) και την Τεχεράνη (για τον ρόλο της Χεζμπολαχ στον πόλεμο της Συρίας) παραμένουν βαθιές.
Στην ευρύτερη περιοχή, άλλη μία πρόκληση έχει ανακύψει για την Τουρκία με κάποιες αραβικές χώρες . Το Μπαχρέιν, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και η Υεμένη (καθώς και οι Μαλδίβες) έχουν εφαρμόσει μια πολιτική απομόνωσης εναντίον του Κατάρ, που περιλαμβάνει και τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων, το κλείσιμο των συνόρων, την αναστολή των δικαιωμάτων πτήσης της Qatar Airways, την αναστολή πτήσεων από τις αεροπορικές εταιρείες Emirates και Etihad για το Κατάρ, και την απαγόρευση των πολιτών του Κατάρ να παραμείνουν στην επικράτειά τους. Οι συνέπειες αυτών των μέτρων δεν είναι πλήρως γνωστές, αλλά αυτό είναι αναμφισβήτητα μια δραστική κίνηση εναντίον του πιο στενού συμμάχου της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο.
Η Άγκυρα αμέσως πρόσφερε τη διαμεσολάβησή της στις προσπάθειες συμφιλίωσης, αλλά αυτό δεν πρόκειται να έχει αποτέλεσμα εξαιτίας δύο σκληρών πραγματικοτήτων. Η μία είναι πως η Τουρκία βρίσκεται στο πλευρό του Κατάρ, μέσω και μιας στρατιωτικής συμφωνίας που έχει προσφάτως ενισχυθεί και έχει αυξήσει τον αριθμό των τουρκικών δυνάμεων από κάτω των 100, πιθανότητα σε μερικές χιλιάδες. Η άλλη είναι η σχεδόν μόνιμη διαφορά μεταξύ Άγκυρας και Καΐρου, μετά από την ανατροπή του πρώην Αιγυπτίου προέδρου Mohamed Morsi από τον Abdel Fattah eel-sini το 2013. Θα είναι δύσκολο να παρουσιαστεί η Άγκυρα ως ένας ουδέτερος διαμεσολαβητής σε μία από τις πιο οξείες ενδοαραβικές διαφορές.
Σε ενα πιο γενικό αμυντικό μέτωπο, η αγορά των πυραύλων S-400 από τη Ρωσία φαίνεται να έχει σημειώσει πρόοδο. Σύμφωνα με επίσημες πηγές στη Μόσχα και στην Άγκυρα, οι τεχνικές και βιομηχανικές πτυχές της συμφωνίας έχουν ολοκληρωθεί, και μόνο οι μορφές του ρωσικού δανείου εκκρεμούν. Ωστόσο, το αίτημα της Άγκυρας για έναν βιομηχανικό ρόλο στην κατασκευή των πυραύλων, φαίνεται να παραμένει εκτός συζήτησης για τη Μόσχα.
Εάν ολοκληρωθεί πλήρως, η συμφωνία για τους S-400 θα αποτελέσει μια μικρή διπλωματική ικανοποίηση για την τουρκική ηγεσία -μια μορφή αποζημίωσης για την απομόνωση από τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Το πιο σημαντικό, μια συμφωνία θα ήταν μια στρατηγική επιτυχία για τη Ρωσία, με την τοποθέτηση ενός κρίσιμου οπλικού συστήματος -το οποίο αναπόφευκτα συνοδεύεται από ένα μακροπρόθεσμο σχήμα εκπαίδευσης και λειτουργικής βοήθειας- στο κέντρο μιας αμυντικής αρχιτεκτονικής ενός μεγάλου μέλους του ΝΑΤΟ.
Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν άνευ προηγουμένου, κάτι που την καθιστά εξαιρετικά ελκυστική για το Κρεμλίνο. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η τουρκική υπερηφάνεια θα ικανοποιούνταν, αλλά η Άγκυρα θα είχε κατά κάποιο τρόπο αποξενωθεί από τη Συμμαχία. Η αξιοπιστία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων έχει ήδη υποβαθμιστεί σημαντικά μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 και την μαζική εκκαθάριση που ακολούθησε. Μετά βίας ένα ασφαλές στοίχημα.
Παραδόξως για ένα μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία έχει καταστήσει προβληματική την γερμανική στρατιωτική παρουσία στην αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ, με το να αρνείται σθεναρά να επιτρέψει στα μέλη του γερμανικού κοινοβουλίου να επισκεφθούν τα στρατεύματα της χώρας που συμμετέχουν στη συμμαχία κατά του Ισλαμικού Κράτους. Ως αποτέλεσμα, η Luftwaffe θα μεταφέρει τα αεροσκάφη της εκτός Τουρκίας. Η ευρύτερη εικόνα είναι πως στην μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κουλτούρα, το Βερολίνο λαμβάνει τεράστιες προφυλάξεις για να διαχειριστεί αυτό που η Γερμανίδα Καγκελάριος αποκαλεί “κοινοβουλευτικό στρατό”. Αυτό έρχεται μαζί με μια δύσκολη συζήτηση για την επέκταση της γερμανικής στρατιωτικής παρουσίας στο εξωτερικό. Κάνοντας αυτό το διάλογο ακόμη πιο περίπλοκο, η Άγκυρα προσθέτει άλλη μία επιθετική στάση στην ήδη πολύ τεταμένη σχέση της με την ΕΕ.
Σε αυτή την σύνθετη εικόνα, θα μπορούσε κανείς σχεδόν να ξεχάσει την σχέση ΕΕ-Τουρκίας, στην οποία δεν είναι δυνατή καμία πρόοδος σε ζητήματα όπως οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας ή οι διευκολύνσεις για τη visa, δεδομένης της θλιβερής κατάστασης του κράτους δικαίου στη χώρα. Αυτό ήταν το κύριο θέμα των σύντονων συνομιλιών μεταξύ του Erdogan, του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tusk και του προέδρου της Κομισιόν Jean Claude-Juncker στις 25 Μαΐου στις Βρυξέλλες.
Εναπόκειται στην ηγεσία της Άγκυρας να διευκρινίσει εάν είναι πρόθυμη να επιστρέψει σε μια αρχιτεκτονική κράτους δικαίου συμβατή με τα πρότυπα της ΕΕ. Δεδομένων των εγχώριων πολιτικών προτεραιοτήτων στην Τουρκία, η εξομάλυνση με την ΕΕ θα παραμείνει περιορισμένη στον πολιτικό και οικονομικό διάλογο, στις πιθανές βελτιώσεις της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας και στους τρόπους διαχείρισης της προσφυγικής συμφωνίας του Μαρτίου 2016.