Η αρχική αντιμετώπιση του Χριστιανισμού από τους Ρωμαίους – Οι αιτίες που προκάλεσαν τους διωγμούς – Τα απίστευτα μαρτύρια των Χριστιανών – Ρωμαϊκά και χριστιανικά κείμενα για τους διωγμούς
Με τον όρο «διωγμοί», εννοούνται οι επιμέρους διώξεις των Χριστιανών και της Εκκλησίας, κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της ύπαρξής τους. Στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, δεν υπήρχε κάποιο θέμα σχέσεών του με το ρωμαϊκό κράτος, καθώς ο χριστιανισμός θεωρούνταν μια απλή αίρεση του ιουδαϊσμού, στη σκιά του οποίου αναπτύχθηκε η νέα θρησκεία.
Η διαφοροποίηση όμως του Χριστιανισμού από τον ιουδαϊσμό (42 μ. Χ.) και στη συνέχεια από τους Εθνικούς (κυρίως από το 70 μ. Χ. και την κατάληψη της Ιερουσαλήμ), είχε σαν αποτέλεσμα, ο χριστιανισμός να καταταχθεί στις απαγορευμένες θρησκείες (religio illicita).
Δεν υπήρχε νομικό έρεισμα για τους διωγμούς, τουλάχιστον τους δύο πρώτους αιώνες και θεμελιώνονταν νομικά σε διατάξεις που αναφέρονταν στην απαγόρευση παράνομων και μυστικιστικών εταιρειών (collegia illicita). Μάλιστα, παρόλο ότι το χριστιανικό κήρυγμα και η Εκκλησία διακήρυτταν τη νομιμοφροσύνη «ταις υπερέχουσαις εξουσίες» και την προσευχή υπέρ του αυτοκράτορα, η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και για ένα ακόμα λόγο: οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να δεχθούν ότι ο Χριστιανισμός ήταν μια θρησκεία και μάλιστα απόλυτα νομοταγής απέναντι στην εξουσία αλλά θεωρήθηκε ως «επαναστατική θρησκεία». Ο Karl Heussi, στο έργο του «Kompendium der Kirchengeschichte»(«Σύνοψη της Εκκλησιαστικής Ιστορίας»), αναφέρει ότι αναμφίβολα οι Χριστιανοί δεν ήταν τόσο πατριώτες όσο οι Εθνικοί υπήκοοι της αυτοκρατορίας. Οι Χριστιανοί, άρχισαν σιγά σιγά να κατηγορούνται ως εγκληματίες κατά του κράτους και προδότες απέναντι στον αυτοκράτορα.
Επίσης, κατηγορούνταν για sacrilegium, αθεΐα θα λέγαμε,καθώς και «επί θυεστείοις δείπνοις και οιδιποδείοις μίξεσιν».
Για τα θυέστεια δείπνα, να θυμίσουμε ότι η έκφραση προέρχεται από τον μυθικό Θυέστη που έφαγε τις σάρκες των παιδιών του, στο γεύμα που του παρέθεσε ο αδελφός του Ατρέας, που τα είχε σκοτώσει.
Οι Χριστιανοί, στα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της νέας θρησκείας, δεν είχαν ναούς και βωμούς και ο μυστικός τρόπος της διάδοσης και της δράσης του Χριστιανισμού, οδηγούσε σε εξεγέρσεις τον απλό, αμόρφωτο λαό και διωγμούς, συχνά με την υποκίνηση των Εβραίων, όπως στο μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου.
Από τα χρόνια του Τραϊανού (98-117), ο Χριστιανισμός ήταν πλέον απαγορευμένος και η ανακάλυψη ή η ομολογία κάποιου ότι είναι Χριστιανός, αρκούσε για να τον καταστήσει κατηγορούμενο.
Τότε αναπτύχθηκε το φιλολογικό είδος της απολογίας, με έργα λόγιων Χριστιανών που αποσκοπούσαν στην απόδειξη της υπεροχής του Χριστιανισμού απέναντι στον ιουδαϊσμό και την ειδωλολατρία καθώς και στον περιορισμό των διωγμών σε βάρος των Χριστιανών.
ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΤΙΜΩΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΝ
Οι διωγμοί των Χριστιανών στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ήταν 10. Διακρίνονται σε «μερικούς» διωγμούς ως το 250 και «γενικούς» από το 250 ως το 313.
Από τις δίκες και τα μαρτύρια των Χριστιανών, προέκυψαν τα Μαρτυρολόγια και τα Συναξάρια. Στις δίκες γινόταν μεγάλη προσπάθεια από τους δικαστές να πείσουν τους Χριστιανούς να θυσιάσουν ή να προσφωνήσουν «Κύριε» τον αυτοκράτορα, κάτι το οποίο σήμαινε ότι έχαναν την ιδιότητα του Χριστιανού και έπειτα αφήνονταν ελεύθεροι, αφού θεωρούνταν πλέον ότι δεν ήταν επικίνδυνοι για την ασφάλεια και την ειρήνη της αυτοκρατορίας.
Σαν δικαστήριο, χρησιμοποιούνταν στη Ρώμη η έδρα του υπάρχου της πόλης και στις επαρχίες, του διοικητή. Όσο για το ποινικό «σκέλος», άλλοι υποστηρίζουν (R. Heinze), ότι ακολουθούνταν η διαδικασία για κακούργημα και άλλοι (T. Mommsen), η διαδικασία ενάντια σε όσους στρέφονταν κατά της κοινής ησυχίας και των υπόπτων, εναντίον των οποίων λαμβάνονταν αστυνομικά μέτρα. Οι ποινές ήταν βαρύτατες.
Προβλεπόταν σταύρωσή τους ή παράδοσή τους σε αγώνες με τα θηρία σε λαϊκές συγκεντρώσεις και αμφιθέατρα. Η πλέον, επιεικής θα λέγαμε τιμωρία, ήταν η καταδίκη σε καταναγκαστικά έργα σε μεταλλεία.
Για τους επιφανείς Ρωμαίους, ίσχυε ο αποκεφαλισμός ή η εξορία σε νησί (deportation in insulam). Στις παρθένες Χριστιανές, επιβαλλόταν κάποιες φορές η «εισαγωγή» τους σε οίκους ανοχής! Για παράδειγμα, κάτι τέτοιο μαρτυρείται στους διωγμούς που έγιναν στα χρόνια του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211).
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ, ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ – Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΕΡΩΝΑ
Ο Νέρωνας ανέβηκε στον θρόνο της Ρώμης το 54, διαδεχόμενος τον Κλαύδιο. Στα χρόνια του, φαίνεται ότι έγινε ο πρώτος διωγμός εναντίον των χριστιανών. Μαρτυρίες όμως για «διείσδυση» του Χριστιανισμού σε ρωμαϊκές οικογένειες ευγενών, υπάρχουν και για τα προηγούμενα χρόνια. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Τάκιτου στο «Χρονικό της Αυτοκρατορικής Ρώμης» (3.32): «Η Πομπώνια Γραικύνα, μια γυναίκα από μεγάλη οικογένεια, νυμφευμένη με τον Αύλο Πλαύτιο – του οποίου τον θρίαμβο μετά τη βρετανική εκστρατεία κατέγραψα πρωτύτερα – καταγγέλθηκε τώρα για αλλότρια δεισιδαιμονία και αφέθηκε στη δικαιοδοσία του συζύγου της. Κατά το παλιό έθιμο, αυτός διενήργησε έρευνα που θα καθόριζε την τύχη και τη φήμη της συζύγου του, ενώπιον οικογενειακού συμβουλίου, και ανακοίνωσε την αθωότητά της…» (το συμβάν χρονολογείται γύρω στο 57 μ. Χ.).
Φαίνεται ότι η «αλλότρια δεισιδαιμονία», ήταν ο Χριστιανισμός. Την ίδια εποχή περίπου, οι ηγέτες των Εβραίων στην Ιερουσαλήμ, επιχείρησαν να εξοντώσουν, τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος όμως χάρη στον γιο της αδελφής του («Πράξεις των Αποστόλων»), πληροφορήθηκε για τη σχεδιαζόμενη ενέδρα, η συνωμοσία απέτυχε και ο ίδιος τέθηκε υπό ρωμαϊκή επιτήρηση και μεταφέρθηκε στη Ρώμη. Όμως, ο ξαφνικός θάνατος του Ρωμαίου κυβερνήτη Πόρκιου Φήστου (62 μ. Χ.), πριν προλάβει ο νέος κυβερνήτης Αλβίνος να αναλάβει τα καθήκοντά του, έδωσαν την ευκαιρία στους ίδιους Εβραίους, να δικάσουν τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο και μερικούς ακόμα με την κατηγορία ότι έχουν παραβεί το νόμο και να τους τιμωρήσουν σε θάνατο με λιθοβολισμό. «Αυτοί από τους κατοίκους της πόλης (ενν. της Ιερουσαλήμ) που θεωρούνται αμερόληπτοι και αυστηροί στην τήρηση του νόμου δυσαρεστήθηκαν». (Ιώσηπος, «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» 20.200).
Το 63 ή το 64 μ. Χ., δικάστηκαν και καταδικάστηκαν στη Ρώμη, οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Η παλαιότερη γνωστή αναφορά στον θάνατο των δύο Αποστόλων, υπάρχει στη λεγόμενη «Κλήμεντος Πρώτη Επιστολή 5. 1-7», η οποία γράφτηκε γύρω στο 95.
Όπως αναφέραμε, ο πρώτος γνωστός διωγμός των Χριστιανών, έγινε από τον Νέρωνα το 54 μ. Χ., ο οποίος τους κατηγόρησε ως υπεύθυνους για την πυρκαγιά στη Ρώμη, την οποία, πιθανότατα λόγω των παράλογων και εγκληματικών του τάσεων, προκάλεσε ο ίδιος. Πληροφορίες για τον διωγμό αυτό, μας δίνουν ο Τάκιτος, ο Τερτυλλιανός, ο Πλίνιος και ο Τραϊανός στην αλληλογραφία τους (γύρω στο 111). Οι Χριστιανοί θεωρούνταν odium generis humani, δηλαδή εχθροί του ανθρώπινου γένους.
Πολλοί Χριστιανοί μαρτύρησαν τότε. Είναι αβέβαιο ποια ήταν η νομική βάση για τον διωγμό. Ίσως στηρίχθηκε στο δόγμα της Συγκλήτου περί Βακχείων, σύμφωνα με το οποίο η μυστική θρησκεία με νυχτερινές συγκεντρώσεις και μυστηριακούς όρκους, θεωρούνταν εγκληματική και επικίνδυνη, γι’ αυτό και εύκολα οι Χριστιανοί θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την πυρκαγιά της Ρώμης (R. Reinzenstein). Άλλοι, θεωρούν ότι εκδόθηκε τότε διάταγμα του Νέρωνα, σύμφωνα με το οποίο, οι Χριστιανοί ήταν υπαίτιοι της πυρκαγιάς, κυρίως γιατί αποτελούσαν απαγορευμένη εταιρεία. Η έκταση του διωγμού δεν είναι σαφής.
Όπως γράφει ο Σουητώνιος («Ο Βίος του Νέρωνα» 16.2), «…Επιβάλλονταν ποινές στους Χριστιανούς, μια κλάση ανθρώπων που ήταν επιρρεπείς σε μια νέα και κακόβουλη δεισιδαιμονία [superstitions noval ac malefical]».
Για τον διωγμό των Χριστιανών επί Νέρωνα, ο Σουλπίκιος Σεβήρος, στο «Χρονικό» 2.29, γράφει: «Και πραγματικά, ο Νέρων δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να ξεφύγει από την κατηγορία ότι ο εμπρησμός είχε προκληθεί με δική του διαταγή. Γι’ αυτό, έστρεψε την κατηγορία κατά των Χριστιανών, κι επιβλήθηκαν τα πιο σκληρά βασανιστήρια στους αθώους. Επινοήθηκαν και καινούργιοι τρόποι θανάτωσης, όπως το να καλύπτουν με προβιές άγριων ζώων τα θύματα για να τα κατασπαράξουν οι σκύλοι. Άλλοι σταυρώθηκαν ή κάηκαν ζωντανοί και δεν ήταν λίγοι αυτοί που, αφού τους σταύρωσαν, έπρεπε να κατακαούν για να χρησιμεύσουν ως φωτισμός στη διάρκεια της νύχτας».
ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΟΜΙΤΙΑΝΟ ΩΣ ΤΟ 250 μ. Χ.
Ο επόμενος μεγάλος διωγμός κατά των Χριστιανών, ξέσπασε στα χρόνια του Δομιτιανού (81-96) και είχε ως αφετηρία, την προσπάθεια του αυτοκράτορα να απαλλαγεί από τους πιθανούς μνηστήρες του θρόνου.
Ξεκίνησε αρχικά από τους Ιουδαίους του Δαβίδ που κατοικούσαν στη Ρώμη και συνεχίστηκε με τους Χριστιανούς, συνδέεται δε, με την προσπάθεια επιβολής και υπέρ του Καπιτώλιου, του φόρου που καταβαλλόταν από τους Ιουδαίους στο ναό των Ιεροσολύμων. Από την Ρώμη, ο διωγμός του Δομιτιανού επεκτάθηκε στην Παλαιστίνη και τη Μικρά Ασία, όπου είχε διαδοθεί μαζικά ο Χριστιανισμός.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας στην «Εκκλησιαστική Ιστορία 3. 17-18», γράφει χαρακτηριστικά. «Ο δε Δομιτιανός απέδειξε με πολλούς τρόπους τη μεγάλη σκληρότητά του και θανάτωσε χωρίς τίμια δίκη μεγάλο αριθμό Ρωμαίων που είχαν εξέχουσα θέση από οικογένεια και σταδιοδρομία, και επιπλέον τιμώρησε χωρίς αιτία μυριάδες άλλους σημαίνοντες με εξορία και κατάσχεση της περιουσίας τους, αναδεικνύοντας τον εαυτό τον διάδοχο του Νέρωνα στην εχθρική εκστρατεία κατά του Θεού».
Πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι πηγή του Ευσέβιου για τον διωγμό των Χριστιανών, ήταν ο ειδωλολάτρης χρονικογράφος Βρούττιος, το έργο του οποίου χάθηκε. Όμως, οι Ρωμαίοι ιστορικοί Σουητώνιος και Δίων, έγραψαν , πως ο διωγμός του Δομιτιανού στρεφόταν κατά των Εβραίων και όχι κατά των Χριστιανών. Και σύγχρονοι επιστήμονες, διατηρούν τις επιφυλάξεις τους για το αν πραγματικά έγινε διωγμός των Χριστιανών από τον Δομιτιανό. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τους: Marta Sordi, “The Christians and the Roman Empire”(1986), Robin Lane Fox, “Pagans and Christians” (1989) και N. T. Wrigth, “The New Testament and the People of God” (1992).
Με τον Νέρβα (96-98), αρχίζει ο κύκλος των λεγόμενων «Πέντε Καλών Αυτοκρατόρων της Ρώμης» και στα χρόνια του Τραϊανού (98-117), δίνονται (μέσω επιστολής του προς τον Πλίνιο, διοικητή της Βιθυνίας το 111) γενικές αρχές για την αντιμετώπιση των Χριστιανών. Σύμφωνα με αυτές:
i. Οι Χριστιανοί δεν έπρεπε να αναζητούνται
ii. Όσοι καταγγέλλονται ως ένοχοι να τιμωρούνται, αλλά αν μετανοούσαν και πρόσφεραν θυσίες στους Θεούς, να αφήνονται ελεύθεροι
iii. Ανώνυμες καταγγελίες δεν θα γίνονται δεκτές
Έγιναν διωγμοί επί Τραϊανού, που ξεκίνησαν από τη Βιθυνία και επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές. Τότε μαρτύρησε ο Συμεών, ο γιος του Κλοπά, ο δεύτερος επίσκοπος της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ (συγκεκριμένα το 106 ή το 107), όπως και ο Ιγνάτιος, ο επίσκοπος Αντιοχείας (το 108 ή το 115, κατά τον Ιωάννη Μαλάλα).
Στα χρόνια του Αδριανού (117-138), η Ανατολή δεν γνώριζε γενικούς διωγμούς. Από το Έδικτον (Διάταγμα) προς τον ανθύπατο της Ασίας Γ. Μινούκιο Φουνδάνο (περ. 124-125), συμπεραίνουμε ότι η ομολογία της χριστιανικής πίστης, εξακολουθούσε να είναι αξιόποινη πράξη, αλλά έπρεπε όπως και τα άλλα εγκλήματα, να αποδειχτεί ενώπιον του δικαστηρίου. Επίσης, ο Αδριανός γράφει ότι αν η κατηγορία σε βάρος ενός χριστιανού χρησίμευε για λόγους εκβιασμού, θα έπρεπε να τιμωρείται αυστηρά ο συκοφάντης.
Στο μεταξύ, οι Χριστιανοί κέρδιζαν φήμη για την ακλόνητη στάση τους μπροστά στον θάνατο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ειδωλολάτρη φιλόσοφου Επίκτητου, στο έργο του «Διατριβαί 47. 1-6».
Το 156, μαρτύρησε ο επίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος, ενώ στον θρόνο της Ρώμης βρισκόταν ο Αντωνίνος Πίος. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου (161-180), ο οποίος ήταν Στωικός φιλόσοφος, υπήρξε αυξανόμενη ένταση μεταξύ των Χριστιανών και των ειδωλολατρών, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους δύσκολους και μακροχρόνιους πολέμους στα σύνορα και από την εξάπλωση της πανούκλας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Οι ειδωλολάτρες πίστευαν ότι οι ευσεβείς Χριστιανοί, ευθύνονταν για τα δεινά της Ρώμης. Ο Μάρκος Αυρήλιος, που πέρασε μεγάλο μέρος της βασιλείας του εκστρατεύοντας κατά των φυλών στα σύνορα του Δούναβη, κρατούσε ημερολόγιο στο οποίο υπήρχαν και αναφορές στους Χριστιανούς. Φαίνεται ότι στα χρόνια του, αυξήθηκε ο αριθμός των μαρτύρων και ότι υπήρξαν τοπικού χαρακτήρα διωγμοί όπως στη Βιέννη και το Λούγδουνο (Λιόν).
Παράλληλα, οι επιθέσεις τόσο του λαού όσο και των επιφανών προσώπων που είχαν αποκτήσει επιπόλαια γνώση της νέας θρησκείας, είχαν σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν τερατώδεις φήμες για τους Χριστιανούς π.χ. για προσκύνηση όνου (!), για μαγείες κ.α.
Στον Κέλσο και το έργο του «Αληθής Λόγος», το οποίο δεν υπάρχει αφού κάηκε από Χριστιανούς αυτοκράτορες τον 4ο αιώνα (ωστόσο το 70% περίπου από αυτό είναι γνωστό μέσα από τις απαντήσεις των Χριστιανών συγγραφέων), απάντησε κατά κύριο λόγο ο Ωριγένης, στο έργο του «Κατά Κέλσου».
Ο Κέλσος, στον «Αληθή Λόγο», αναφέρει ότι ο Ιησούς, ήταν ο νόθος γιος ενός Ρωμαίου στρατιώτη που λεγόταν Πάνθηρας. Δεν γράφει σε πρώτο πρόσωπο, αλλά «χρησιμοποιεί» έναν Εβραίο, ο οποίος μιλάει για τη Θεοτόκο. Η ιστορία αυτή, κυκλοφορούσε από τα μέσα του 2ου αιώνα. Οι Χριστιανοί κατηγορούσαν τους Εβραίους πως την διέδωσαν, για να αντικρούσουν τις αφηγήσεις των Χριστιανών για τη γέννηση του Ιησού από την Παρθένο Μαρία.
Φαίνεται ότι η ανακριβής και κακόβουλη αυτή φήμη, κυκλοφορούσε για αρκετούς αιώνες, καθώς ο επίσκοπος Επιφάνιος τον 4ο αιώνα, στο έργο του «Πανάριον 78.7.5.», αναφέρει ότι «πάνθηρ» ήταν το παρατσούκλι του πατέρα του Ιωσήφ.
Ανάμεσα στους επικριτές του Χριστιανισμού, ήταν και ο σπουδαίος γιατρός Γαληνός στα έργα του «Περί της Χρησιμότητας των Μελών του Σώματος», «Περί Σφυγμού» κ.α. Από το 180-250 οι διωγμοί ήταν σπανιότεροι.
Η σύζυγος του αυτοκράτορα Κόμμοδου Μαρκία, ευνόησε τη διείσδυση των Χριστιανών στην αυτοκρατορική αυλή. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος, αν και αρχικά έδειξε ανοχή στον Χριστιανισμό, αργότερα (202), εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν ο προσηλυτισμός στη νέα θρησκεία.
Τότε μαρτύρησε η Φηλικιτάτη και λίγα χρόνια αργότερα, επί Γέτα, η Περπέτουα, δύο από τις συγκλονιστικότερες μορφές της διωκόμενης χριστιανικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή πάντως και η Περπέτουα μαρτύρησε στα χρόνια του Σεπτίμιου Σεβήρου.
Από τους αυτοκράτορες που ακολούθησαν, ο Αλέξανδρος Σεβήρος (222-235) έδειξε φιλική διάθεση προς τους Χριστιανούς, ο Μαξιμίνος ο Θραξ (235-238), εξέδωσε διάταγμα κατά των κληρικών και, κυρίως, κατά των επισκόπων, ενώ οι διάδοχοί του Γορδιανός (238-244) και Φίλιππος ο Άραψ (244-249), ευνόησαν τον χριστιανισμό. Μάλιστα, για τον τελευταίο, διαμορφώθηκε η αντίληψη ότι ήταν και ο ίδιος Χριστιανός. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ευσέβιος Καισαρείας στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» (6.34): «Έχει καταγραφεί πως ο Φίλιππος, όντας Χριστιανός, θέλησε να συμμετάσχει με το πλήθος των προσευχητών στην εκκλησία, στην τελευταία πασχαλινή αγρυπνία…».
Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τον Έντουαρντ Γκίμπονς οι Χριστιανοί αποτελούσαν το 5% του πληθυσμού της αυτοκρατορίας και υπήρχαν 50.000 Χριστιανοί στη Ρώμη (Edward Gibbons, “The Decline and Fall of the Roman Empire”, κεφάλαιο 15).
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΙΩΓΜΩΝ (250-313) – ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΟΥ ΔΕΚΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ
Η περίοδος σχετικής ηρεμίας για τους Χριστιανούς, τερματίστηκε με την άνοδο στον θρόνο του Δέκιου, που ανέτρεψε τον Φίλιππο τον Άραβα. Με διάταγμά του το 249, διέταξε όλους τους Ρωμαίους πολίτες να θυσιάζουν στους θεούς για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας και του αυτοκράτορα. Φαίνεται ότι το διάταγμα εξαιρούσε τους Εβραίους. Ο διωγμός ήταν για πρώτη φορά γενικός και περιλάμβανε την Ιταλία, τη Β. Αφρική, την Ελλάδα, την Ασία, τη Γαλλία και την Ισπανία.
Τότε έχουμε και το φαινόμενο των «αποστατών Χριστιανών», που ονομάζονταν πεπτωκότες. Αυτοί, ήταν όσοι θυσίασαν ή πρόσφεραν θυμίαμα και όσων υπέγραφαν λίβελ(λ)ον (έγγραφο πιστοποιητικό πίστης στην εθνική θρησκεία χορηγούμενο από τις τοπικές αρχές). Μετά το τέλος του διωγμού του Δέκιου, υπήρξαν πολλές διαφωνίες στους κόλπους της Εκκλησίας για το αν πρέπει να γίνουν δεκτοί ξανά στους κόλπους της οι πεπτωκότες. Τελικά, αποφασίστηκε η επανεισδοχή των αποστατών, που μετανόησαν και εξέτισαν τα επιτίμια. Ο διάδοχος του Δέκιου Τριβωνιανός Γάλλος (253), συνέχισε τους διωγμούς, κυρίως στη Ρώμη. Ο Λικίνιος Βαλεριανός (253-260), ενώ στην αρχή έδειξε ειρηνική διάθεση προς τους Χριστιανούς, το 257, εξέδωσε διάταγμα (edictum), το οποίο στρεφόταν κατά της χριστιανικής λατρείας, των συνάξεων στα κοιμητήρια, της εκκλησιαστικής περιουσίας και της ιεραρχίας. Με νέο διάταγμα, το 258, επιβαλλόταν η ποινή του θανάτου σε όσους αρνούνταν να θυσιάσουν. Όσοι Χριστιανοί ανήκαν στις ανώτερες τάξεις, απειλούνταν με απώλεια αξιώματος και περιουσίας καθώς και με εξορία. Χιλιάδες πιστοί έχασαν τη ζωή τους, κατασχέθηκαν εκκλησίες και κοιμητήρια, ενώ οι Χριστιανοί ζούσαν σε κατακόμβες.
Ο διωγμός του Βαλεριανού, είναι η πρώτη γνωστή προσπάθεια της ρωμαϊκής κυβέρνησης να επιτεθεί στον Χριστιανισμό ως θεσμό και όχι απλά ως συγκέντρωση ατόμων. Επίσης, δεν γινόταν δεκτή η «συγγνώμη» από όσους Χριστιανούς αρνούνταν τη θρησκεία τους. Το 260, στη διάρκεια μιας εκστρατείας του στην Ανατολή κατά των Περσών, ο Βαλεριανός, αιχμαλωτίστηκε με δόλιο τρόπο απ’ αυτούς, σε μια διάσκεψη για σύναψη ειρήνης και κρατήθηκε όμηρος ως τον θάνατό του.
Με την αιχμαλωσία του Βαλεριανού, οι διωγμοί τερματίστηκαν, καθώς ο γιος του, αυτοκράτορας Γαλληνός (260-268) πρόσφερε ειρήνη στους Χριστιανούς.
Αυτή η ειρήνη κράτησε περίπου 40 χρόνια και συντέλεσε στη ραγδαία διάδοση του Χριστιανισμού σε όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα της αυτοκρατορίας ακόμα και την αυτοκρατορική αυλή.
Διακόπηκε όμως αιφνίδια από τον Διοκλητιανό το 303. Στις αρχές του 4ου αιώνα, οι Χριστιανοί υπολογίζεται ότι αποτελούσαν το 8-10% του πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Ο Διοκλητιανός είχε καθιερώσει το διοικητικό σύστημα της Τετραρχίας. Φαινομενικά, δεν είχε λόγους δίωξεης των Χριστιανών, καθώς μάλιστα η σύζυγός του Βαλέρια και η κόρη του Πρίσκα ανήκαν τουλάχιστον στην τάξη των Κατηγορούμενων. Προφανώς, δέχτηκε τα επιχειρήματα του γαμπρού του Καίσαρα Γαλέριου, φορέα των αντιχριστιανικών ιδεών του έπαρχου της Βιθυνίας Ιεροκλή και μαθητή του νεοπλατωνικού φιλόσοφου Πορφυρίου ότι η αποκατάσταση και η διατήρηση της παραδοσιακής ρωμαϊκής τάξης, απαιτούσε την καταστολή του Χριστιανισμού. Έτσι ξεκίνησε ο λεγόμενος “Μεγάλος Διωγμός” το 303 όπως προαναφέραμε.
Ο Χριστιανισμός είχε ριζώσει για τα καλά στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία όμως ενώ πολλοί κρατικοί λειτουργοί δεν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο στην εκτέλεση των αυτοκρατορικών διαταγών. Με την ευκαιρία και καθώς στη χώρα μας διεξάγεται μια ατέρμονη συζήτηση για τους δημοσίους υπαλλήλους, να αναφέρουμε ότι ενώ στις αρχές του 3ου αιώνα μόνο 300-350 άτομα απασχολούνταν στη διοίκηση της αυτοκρατορίας, έως το 300, σε 100 περίπου χρόνια, ο αριθμός τους είχε αυξηθεί στα 30.000-35.000 άτομα (!) (Ramsay Mac Mullan, “Corporation and the Decline of Rome”, 1988).
Μετά στη σύντομη αλλά ενδιαφέρουσα νομίζουμε αυτή παρένθεση, επανερχόμαστε στον “Μεγάλο Διωγμό”.
Η απροθυμία δίωξης των Χριστιανών επεκτάθηκε και στους Τετράρχες. Ενώ ο Γαλέριος και ο Μαξιμιανός συνέχιζαν λυσσωδώς τους διωγμούς στις επαρχίες τους, ο Καίσαρας Κωνστάντιος στη Δύση, περιοριζόταν στο να καταστρέφει τα κτίσματα και τα βιβλία και δεν προέβαινε σε συλλήψεις ή εκτελέσεις κληρικών ή πιστών.
Το 305, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός αποσύρθηκαν από την πολιτική. Ο Γαλέριος, μέγας διώκτης του Χριστιανισμού, με διάταγμά του, λίγο πριν πεθάνει (311), έδωσε τέλος στον Μεγάλο Διωγμό. Όπως γράφει ο Λακτάντιος (“Περί του Θανάτου των Διωκτών”, 33), ένα κακόηθες έλκος σχηματίστηκε στα γεννητικά του όργανα και άρχισε να εξαπλώνεται. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών “… αφαιρέθηκαν οι όρχεις, ενώ τα οπίσθιά του βρίσκονταν σε κατάσταση σήψης… Μετά τους απωθητικούς ίμερους, η ασθένεια επιτέθηκε στα έντερα και το σώμα του και άρχισε να γεννάει σκώληκες. Η δυσοσμία ήταν τόση που διαπότιζε όχι μόνο το παλάτι αλλά και ολόκληρη την πόλη…”.
Με το διάταγμά του, ο Γαλέριος λίγο πριν πεθάνει, αναίρεσε όλα τα αντιχριστιανικά μέτρα, σε μια εμφανέστατη πράξη απελπισίας για να πετύχει την εύνοια του Θεού των Χριστιανών που είχε αποδειχθεί τόσο ισχυρός.
Στον Μεγάλο Διωγμό, μόνο 2.000-5.000 από τα 5 εκατομμύρια συνολικά πέθαναν σαν μάρτυρες. Πολλοί επίσης κλείστηκαν στις φυλακές, τα ορυχεία και τα λατομεία της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Κιλικίας.
Οριστικό τέλος στους διωγμούς έθεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος με το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313). Το 324, ο Χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους. Ωστόσο, τελευταίες αναφορές σε διωγμούς Χριστιανών και μάρτυρες, έχουμε στα χρόνια του Ιουλιανού, του λεγόμενου Παραβάτη ή Αποστάτη (361-363).
Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του αγίου Αρτεμίου, των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων, πολιούχων άγιων του Κιλκίς, του Αγίου Πάμφιλου και των συν αυτώ Μαρτύρων.
Ο Ιουλιανός, ένας άκρως αμφιλεγόμενος αυτοκράτορας θα μας απασχολήσει σε ένα από τα επόμενα άρθρα μας.
ΠΗΓΕΣ: ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, τ. 31, έκδοση 1986
RALPH MARTIN NOVAK, “Χριστιανισμός & Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία”, εκδόσεις ΚΟΝΙΔΑΡΗ, 200