Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υποχρεώνει την Αστυνομία να χορηγεί αντίγραφα των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών με το 100
Η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής (Διεύθυνση Άμεσης Δράσης), με πρόσφατο έγγραφο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.), με ημερομηνία 4-2-2016, υποχρεώνεται, σε αυστηρό τόνο, να χορηγεί αντίγραφα των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών των πολιτών, που έχουν καλέσει το “100”, και έτσι αναγκάζεται να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του νόμου, και να σταματήσει να επικαλείται, παντελώς αβάσιμα, τις διατάξεις περί απορρήτου των επικοινωνιών.
Η επέμβαση της Αρχής ήρθε μετά από προσφυγή πολίτη για την μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης σε δεδομένα που τον αφορούσαν σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 2472/1997 που συνίσταται στην μη παροχή σε αυτόν από την ΓΑΔΑ ακριβούς αντιγράφου των απομαγνητοφωνημένων τηλεφωνικών του συνομιλιών με το κέντρο της Άμεσης Δράσης σχετικά με περιστατικό που είχε λάβει χώρα και για το οποίο είχε επιληφθεί η Ελληνική Αστυνομία. Αντί αυτού, σε απάντηση του αιτήματος πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων, η Διεύθυνση Άμεσης Δράσης Αττικής είχε αποστείλει επιστολή, στην οποία περιγράφονταν σχετικά στοιχεία, όπως αυτά προέκυπταν από το ηλεκτρονικό αρχείο της. Περαιτέρω, σε δεύτερη αίτηση του πολίτη με όμοιο περιεχόμενο, η ίδια υπηρεσία απάντησε πως είχε ήδη ικανοποιήσει το αίτημά του. Η Αρχή ανταποκρινόμενη στην προσφυγή του πολίτη απέστειλε στην ΓΑΔΑ επιστολή, με την οποία την καλούσε να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος, ειδάλλως να γνωστοποιούσε τους νόμιμους λόγους άρνησής της. Η ΓΑΔΑ επικαλέστηκε το απόρρητο των επικοινωνιών με βάση τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 παρ. 1 του ν. 3471/2006 ως λόγο άρνησής της για τη χορήγηση των στοιχείων, καθώς κατά την ως άνω διατυπωθείσα αβάσιμη κρίση της τυγχάνει εφαρμογής η διαδικασία της άρσης του απορρήτου, όπως προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 του ν. 2225/1994.
Όμως, η Αρχή, εκθέτοντας ευθέως την παράνομη πρακτική και τακτική της ανωτέρω υπηρεσίας, υπό την προηγούμενη ηγεσία της, απεφάνθη ως εξής:
“Εν τούτοις, σας γνωρίζουμε ότι οι διατάξεις των άρθρων 2 και 4 παρ. 1 του ν. 3471/2006 για το απόρρητο των επικοινωνιών όπως και η συνταγματική διάταξη του άρθρου 19 Σ., αφορούν στην προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών έναντι τρίτων και δεν είναι δύνατόν να προβληθούν κατά του ίδιου του υποκειμένου των δεδομένων.
Στην υπό κρίση περίπτωση, ο εν λόγω πολίτης ως καλών και ένας εκ των δύο συνομιλητών στην τηλεφωνική συνδιάλεξη που πραγματοποιήθηκε με το κέντρο της Άμεσης Δράσης, αποτελεί υποκείμενο των δεδομένων, ήτοι του περιεχομένου της τηλεφωνικής συνομιλίας, και εξ αυτού του λόγου έχει πλήρες δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα που τον αφορούν, εκτός και εάν συντρέχουν κάποιοι από τους λόγους εξαίρεσης της παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 2472/1997 για τον περιορισμό του δικαιώματος. Όπως, άλλωστε, έχει αναφερθεί σε προγενέστερο έγγραφό μας, το άρθρο 12 του ν. 2472/1997 καθιερώνει το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου στα δεδομένα που το αφορούν, με κύριο σκοπό να βεβαιώνεται το υποκείμενο για την ακρίβεια και τον σύννομο χαρακτήρα της επεξεργασίας των δεδομένων του (βλ. αιτιολογική σκέψη 41 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ).
Ως εκ τούτων, οι διατάξεις που επικαλείστε στο έγγραφο που κοινοποίησε στην Αρχή ο εν λόγω πολίτης (με αριθμ. πρωτ. …από 22.04.2015), δεν τυγχάνουν εφαρμογής και δεν συνιστούν νόμιμο λόγο άρνησης ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης.
Για τον λόγο αυτόν, σας καλούμε εκ νέου, να ικανοποιήσετε το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν, χορηγώντας του αντίγραφα των σχετικών αιτούμενων στοιχείων, και να κοινοποιήσετε την απάντησή σας στην Αρχή”.