Οι προοπτικές μιας λύσης δύο κρατών στη διαμάχη Ισραήλ-Παλαιστίνης υποχωρούν, καθώς το Ισραήλ αυξάνει τον έλεγχό του στη Δυτική Όχθη. Μετά από την αποτυχία των υπό αμερικανική αιγίδα συνομιλιών του 2014, η πρόοδος δεν φαίνεται πιθανή: καμία πλευρά δεν ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τις διαπραγματεύσεις ενώ και οι δύο είναι στενά περιορισμένες από την εσωτερική πολιτική.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump έχει δηλώσει πως θέλει να πετύχει την “τελική συμφωνία” και φαίνεται ειλικρινώς αποφασισμένος να πιέσει για ειρήνη. Αλλά ο trump ήταν ασαφής σχετικά με τη δέσμευσή του στη λύση των δύο κρατών.
Ακόμη κι αν η κυβέρνηση trump εμπλακεί εποικοδομητικά στις διαπραγματεύσεις, οι πιθανότητες προόδου είναι μικρές, δεδομένης της δυσκολίας του να φέρουν τις δύο πλευρές να συνομιλήσουν, και της απροθυμίας των εξωτερικών παραγόντων να ασκήσουν πίεση στο Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή (ΡΑ). Η πρόοδος μέσω πολυμερών πρωτοβουλιών θα είναι επίσης δύσκολη, καθώς η κυβέρνηση Trump είναι πιθανό να μπλοκάρει οποιαδήποτε ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών επιδιώκει να φέρει το Ισραήλ να λογοδοτήσει για τις πράξεις του.
Αυτό το αδιέξοδο οδήγησε ορισμένους παρατηρητές να πιέσουν για μια άλλη λύση από αυτή των δύο κρατών. Αλλά άλλα πιθανά μοντέλα, όπως η λύση του ενός κράτους, είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, μη ρεαλιστικά.
Οποιαδήποτε τελική λύση της σύγκρουσης, παραμένει μακριά. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν πιο παραγωγικό εάν η διεθνής διπλωματία εστίαζε στα άμεσα μέτρα για να έλθουν οι δύο πλευρές σταδιακά πιο κοντά χωρίς να προδικάζεται η μορφή μιας τελικής συμφωνίας.
η Ευρώπη και οι ΗΠΑ θα πρέπει να επιδιώξουν τη σταδιακή πρόοδο για τη βελτίωση της κατάστασης στην περιοχή. Θα πρέπει να τερματίσουν την κατασκευή ισραηλινών οικισμών και να βελτιώσουν τις συνθήκες στη Δυτική Όχθη. Θα πρέπει να πιέσουν το Ισραήλ να προχωρήσει στην σταδιακή απελευθέρωση γης για την παλαιστινιακή οικονομική ανάπτυξη, με αντάλλαγμα την λήξη της οικονομικής στήριξης από την ΡΑ προς τρομοκράτες και τις οικογένειές τους.
Το νόημα αυτών των μέτρων θα ήταν να βελτιωθούν οι συνθήκες, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο ότι μπορεί να επιτευχθεί μία λύση στη διαμάχη και να διατηρηθεί η βιωσιμότητα της λύσης των δύο κρατών.
Και η κυβέρνηση του Ισραήλ και η ΡΑ έχουν λόγους να μειώσουν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν: πολλά μέλη των ισραηλινών δυνάμεων ασφαλείας είναι πρόθυμα να έλθουν αντιμέτωπα με μέτρα που ενισχύουν την ασφάλεια του Ισραήλ, όπως θα έκανε ο τερματισμός της επέκτασης των οικισμών, και μεγάλα τμήματα της ισραηλινής κοινωνίας εκτιμούν πως η επέκταση των οικισμών θα οδηγήσει τελικά σε διεθνή αποκλεισμό. Από την πλευρά της Παλαιστίνης, το ΡΑ γνωρίζει οτι χάνει την εκτίμηση μεταξύ των Παλαιστινίων, και θέλει να ενισχύσει τη θέση του.
Η Ευρώπη θα πρέπει να υιοθετήσει μια ισορροπημένη προσέγγιση. Για να αυξηθούν οι πιέσεις στο Ισραήλ να συνάψει συμφωνία, θα πρέπει να αυξήσει τα υφιστάμενα μέτρα “διαφοροποίησης”, διαχωρίζοντας τις οικονομικές σχέσεις με το Ισραήλ από εκείνες με τις κατεχόμενες περιοχές. ΤΗν ίδια στιγμήν, θα πρέπει να δείξει μεγαλύτερη σημασία στις ανησυχίες της ισραηλινής ασφάλειας και να υποσχεθεί βαθύτερες οικονομικές σχέσεις εάν επιτευχθεί συμφωνία.
Εάν το Ισραήλ κάνει θετικά βήματα προς την ειρήνη, η ΕΥρώπη θα πρέπει να πιέσει την ΡΑ να ανταποδώσει. Στο μεταξύ, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της μπορούν να διαδραματίσουν ένα βασικό ρόλο στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης της Παλαιστίνης και να λειάνουν το έδαφος για την εφαρμογή οποιασδήποτε λύσεως καταλήξουν οι δύο πλευρές.