Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας/Αμμοχώστου επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης 15 χρόνων, σε 50χρονο Κύπριο από τη Λάρνακα, για τα αδικήματα του βιασμού, της διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας κάτω των 13 χρονών, της αιμομιξίας, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού και της απόπειρας βιασμού.
Σε γραπτή ανακοίνωση του Κακουργιοδικείου αναφέρεται ότι τα αδικήματα έγιναν στην Λάρνακα, από το 2010 μέχρι το 2013 και ο κατηγορούμενος, πατέρας του θύματος, διέπραττε τα αδικήματα σε βάρος της κατ΄ εξακολούθηση, από την ηλικία των 9 χρονών της. Η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών για σκοπούς προστασίας της ταυτότητας της ανήλικης.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του σημείωσε μεταξύ άλλων ότι θεωρεί «την παρούσα υπόθεση από τις πλέον σοβαρές του είδους της, γιατί η ανίερη και ανόσια κατ΄ εξακολούθηση πράξη του κατηγορούμενου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα απλό ανόμημα. Ο βιασμός της ίδιας της θυγατέρας του και η αιμομιξία, αποτελεί κατάλυση κάθε ανθρώπινου και φυσικού νόμου και τα αισθήματα αηδίας, αποστροφής και βδελυγμίας που την συνοδεύουν, είναι δύσκολο να αποδοθούν με λέξεις».
Προστίθεται ακόμα ότι «εκμεταλλευόμενος την απουσία της συζύγου του για πολλές ώρες από το σπίτι, ως και την απουσία της άλλης του θυγατέρας στο εξωτερικό για σπουδές, ασκώντας αρχικά σωματική βία και βαναυσότητα στη θυγατέρα του, την βίασε για πρώτη φορά όταν αυτή ήταν στην τρυφερή ηλικία των 9 χρονών και συνέχισε να τη βιάζει μέχρι και τα 11½ χρόνια, πράγμα που συνολικά συνέβη πέντε φορές».
Ήταν αδιάφορο για τον κατηγορούμενο, συνεχίζει η ανακοίνωση του δικαστηρίου «ότι το οικογενειακό σπίτι, θεωρείται από τους υγιείς πολίτες ως χώρος ασφάλειας και προστασίας από τους κινδύνους που ελλοχεύουν έξω από αυτό και αντίθετα, ο κίνδυνος για την παραπονούμενη ήταν μέσα στο σπίτι, στο πρόσωπο του ίδιου του πατέρα, του κατ΄ εξοχήν δηλαδή προστάτη της οικογένειας και στρεφόταν εναντίον της ίδιας του της θυγατέρας».
Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο αναφέρει ακόμα ότι «ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο, αποτελεί και το γεγονός ότι το ανοσιούργημα του κατηγορούμενου, συνοδευόταν πάντοτε από άσκηση σωματικής βίας, ήταν άγριος, βίαιος και εκδήλωνε θυμό, ως και το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό αλλά συνεχίστηκε για περίπου 2½ χρόνια. Επιβαρυντικό επίσης στοιχείο για τον κατηγορούμενο αποτελεί ο επηρεασμός του ψυχικού κόσμου της παραπονούμενης, συνεπεία των βιασμών της και ειδικότερα τα επίπεδα άγχους της, η ανάγκη να αυτοτραυματίζεται κόβοντας τους καρπούς της, η απαξίωση της για το άτομο της, οι αυτοκτονικές της ιδέες και η ανικανότητα της να δει το μέλλον ή να το ελπίσει.» (KΥΠΕ)