ΜΠρΘηβών 231/2017
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΗΒΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 231/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΗΒΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Παναγιώτα Αγγελή, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Θηβών Πρόεδρος Πρωτοδικών και τη Γραμματέα Χρυσούλα Κυριάκου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 9 Φεβρουαρίου του έτους 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : …, κατοίκου Θηβών Βοιωτίας, με Α.Φ.Μ. …, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, ΕλευθέριοΚτιστάκι (Δ.Σ. Θηβών).
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της, Ελισσαίο Μαμμή (Δ.Σ. Θηβών).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 11-7-2016 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 188/ΜΘ/13-7-2016, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 10πς-11-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο αυτή, το Δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο πινάκιο και κατά τη συζήτηση της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
Σύμφωνα με το άρθρο 574 ΑΚ, «με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα». Κατά δε το άρθρο 596 ΑΚ, «ο μισθωτής δεν απαλλάσσεται από το μίσθωμα, αν εμποδίζεται να χρησιμοποιήσει το μίσθιο από λόγους που αφορούν τον ίδιο…». Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 185,189,192, 361, 574, 599, 608 παρ.1 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση μίσθωσης, η διάρκεια της οποίας έχει συμφωνηθεί για ορισμένο χρόνο, μπορεί να λυθεί με νεότερη συμφωνία η οποία υπάρχει και όταν, πριν από την παρέλευση του συμβατικού χρόνου, ο μισθωτής αποδίδει το μίσθιο στον εκμισθωτή και ο τελευταίος το παραλαμβάνει με σκοπό τη λύση της μίσθωσης, για την απόδειξη δε της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται έγγραφο. Κατάρτιση τέτοιας συμφωνίας, η οποία μπορεί να είναι και σιωπηρή, ενέχει η εκούσια παράδοση από τον μισθωτή των κλειδιών του μισθίου στον εκμισθωτή και η εκ μέρους αυτού παραλαβή τους (βλ. ΑΠ 2162/2013, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 998/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2001, ΕλΔνη 2002. 439). Συνεπώς, από τις διατάξεις των άρθρων 574, 595, 596 ΑΚ, προκύπτει ότι ο μισθωτής έχει υποχρέωση από τη σύμβαση μίσθωσης να καταβάλλει το μίσθωμα που έχει συμφωνηθεί, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί το μίσθιο ακίνητο, έστω και αν στην πραγματικότητα δεν το χρησιμοποιεί από λόγους που αφορούν τον ίδιο. Δηλαδή, το μίσθωμα καταβάλλεται όχι για την πράγματι ασκούμενη χρήση, αλλά για τη δυνατότητα που έχει ο μισθωτής να χρησιμοποιεί το μίσθιο (βλ. ΕφΠατρ 252/2008, ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 279/2004, ΝΟΜΟΣ). Αν ο μισθωτής εγκαταλείψει το μίσθιο ακίνητο χωρίς νόμιμο ή συμβατικό λόγο, είναι υποχρεωμένος να καταβάλει το μίσθωμα για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ του χρόνου εγκατάλειψης του μισθίου και του χρόνου λήξης της σύμβασης, εκτός αν ο εκμισθωτής χρησιμοποιήσει ο ίδιος το μίσθιο ή το εκμισθώσει σε άλλον και ωφεληθεί εντεύθεν με τον τρόπο αυτό ισόποσα. Αξίζει να επισημανθεί ότι η αυθαίρετη πρόωρη εγκατάλειψη του μισθίου, όπως και η αυτόβουλη εκκένωση του χωρίς καταγγελία δεν επιφέρει τη λύση της μίσθωσης και ο μισθωτής, και αν δεν κάνει χρήση του μισθίου, καθίσταται υπερήμερος ως προς την καταβολή των μισθωμάτων του υπόλοιπου χρόνου και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι του χρόνου που εκμισθώθηκε αυτό εκ νέου από τον ανυπαίτιο εκμισθωτή (βλ. ΕφΠατρ 252/2008, ό.π., ΕφΛαρ 538/1987, ΝοΒ 1987. 1417). Επομένως, η σύμβαση μίσθωσης μπορεί να καταργηθεί με αντίθετη σύμβαση των συμβαλλομένων. Η αντίθετη αυτή συμφωνία (καταργητική) μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται, δηλαδή, από ορισμένη συμπεριφορά των συμβαλλομένων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, υπάρχει σιωπηρή κατάργηση της μισθωτικής σύμβασης, αν η συμπεριφορά αυτή αποσκοπεί και επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Τέτοια λύση της σύμβασης μίσθωσης επέρχεται και στην περίπτωση, κατά την οποία ο μισθωτής αποδώσει τη χρήση του μισθίου στον εκμισθωτή και αυτός παραλάβει τούτο (μίσθιο) χωρίς καμία επιφύλαξη (βλ. Εφθεσ 1509/2003,Αρμ 2005. 1589).
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η απόδοση του μισθίου από τον μισθωτή αποτελεί ουσιαστικά πρόταση προς τον εκμισθωτή για κατάρτιση σύμβασης λύσης της μίσθωσης και η παραλαβή του από τον τελευταίο, αποδοχή της πρότασης και ολοκλήρωση αυτής (άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ), συγχρόνως, όμως, αποτελεί και συμφωνία (πρόταση και αποδοχή) εκτέλεσης της σύμβασης πρόωρα, ήτοι πριν από την πάροδο του συμβατικού ή νόμιμου χρόνου απόδοσης του μισθίου. Πάντως, το δικαίωμα του εκμισθωτή να αξιώσει από τον μισθωτή που αποχώρησε πρόωρα από το μίσθιο, το μίσθωμα ή αποζημίωση μέχρι τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, προσκρούει στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, όταν η άσκηση του αντίκειται στην καλή πίστη, πράγμα που συμβαίνει και όταν ο εκμισθωτής παραλείπει να εκμισθώσει το μίσθιο σε τρίτον, παρότι η εκμίσθωση του είναι ευχερής. Ακόμη, το πιο πάνω δικαίωμα του εκμισθωτή υπόκειται και στον κανόνα του άρθρου 300 ΑΚ, αφού ο εκμισθωτής έχει συντελέσει με τη συμπεριφορά του στην επέλευση της ζημίας του και στην έκταση αυτής, παραλείποντας να αποτρέψει ή να περιορίσει αυτή με την εκμίσθωση του ακινήτου του (βλ. ΑΠ 617/2000, ΕλΔνη 2001. 140, ΑΠ 760/2000, ΕλΔνη 2001. 141, ΑΠ 585/1997, ΕλΔνη 1998. 113, ΕφΘεσ 1544/2012, Αρμ 2013. 721, ΕφΑθ 6575/2009, ΕλΔνη 2010. 555, ΕφΑΘ 6267/2000, ΕλΔνη 2002. 834, ΕφΑΘ 3742/2004, ΕλΔνη 2005. 578). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 608 ΑΚ, «η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λήγει μόλις περάσει αυτός ο χρόνος, χωρίς να απαιτείται τίποτε άλλο. Η μίσθωση αόριστης διάρκειας λήγει με καταγγελία του καθενός από τους συμβαλλομένους». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 611 ΑΚ, «η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται ότι ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε ο μισθωτής εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί το μίσθιο και ο εκμισθωτής το γνωρίζει και δεν εναντιώνεται». Εκ της προπαρατεθείσαςνομοθετικής διάταξης προκύπτει ότι η σιωπηρή αναμίσθωση προϋποθέτει: α) μίσθωση ορισμένου χρόνου, β) πάροδο του χρόνου διάρκειας, γ) εξακολούθηση της χρήσης από το μισθωτή για χρόνο ικανό κατά την καλή πίστη, δ) να μην εναντιώθηκε ο εκμισθωτής, ε) να μην προβλέπει διαφορετικά η σύμβαση και στ) να μην αποκλείεται από το νόμο η αναμίσθωση [βλ. Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), τόμος I, Αθήνα 2010, άρθρο 611, αριθ. 7-8, σελ. 1174]. Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ ορίζεται ότι: «ο μισθωτής, για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία». Κατά τη διάταξη αυτή, προϋποθέσεις για απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος, ως αποζημίωσης χρήσης, είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά ταύτα παράνομη παρακράτηση του μισθίου από τον μισθωτή, χωρίς να ερευνάται αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης (βλ. ΑΠ 62/2014, ΝΟΜΟΣ). ʼλλωστε, από τη διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση χρήσης (κατ’ αποκοπή), την οποία οφείλει ο μισθωτής, μετά τη λήξη της μίσθωσης, με την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, για οποιονδήποτε προβλεπόμενο στον ΑΚ λόγο, όπως είναι και η καθυστέρηση καταβολής του μισθώματος, η ιδιόχρηση κ.λττ., για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο, δεν έχει το χαρακτήρα μισθώματος, ανέρχεται δε στο ποσό του, κατά το χρόνο της λήξης της μίσθωσης καταβαλλόμενου μισθώματος και καθίσταται τοκοφόρα από τότε που ο μισθωτής περιήλθε σε υπερημερία (345 ΑΚ) (βλ. ΑΠ 1248/2001, ΕλΔνη 2002. 145, ΑΠ 372/2001, ΕλΔνη 2002. 143, ΕφΛαρ 581/2002, ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον, άλλωστε, ότι δεν υφίσταται δήλη ημέρα για την καταβολή της, ώστε να οφείλεται τόκος υπερημερίας με την παρέλευση της (ΑΠ 565/1996, ΕλΔνη 1997. 106, ΕφΑΘ 7483/2000, ΕλΔνη 2001. 225) και, επομένως, νόμιμος τόκος οφείλεται από την επίδοση της αγωγής ή άλλη όχληση (βλ. ΣΕΑΚ, ό.π., άρθρο 601, αριθ. 6-7, σελ. 1162).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι ο δικαιοπάροχος της, …, συνήψε με την «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», της οποίας ειδική διάδοχος κατέστη η ήδη εναγομένη, την από 29-3-1985 σύμβαση μίσθωσης, στο πλαίσιο της οποίας, ο πρώτος εκμίσθωσε στη δεύτερη την περιγραφόμενη στην αγωγή αποθήκη, που βρίσκεται στο Δήμο Θηβαίων, προκειμένου να τη χρησιμοποιεί για την αποθήκευση γεωργικών φαρμάκων. Ότι, δυνάμει του αναφερόμενου στο δικόγραφο συμβολαίου γονικής παροχής, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θηβών, κατέστη αποκλειστική κυρία του επιδίκου ακινήτου την 1η-1-2001, οπότε και υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού εκμισθωτή (δικαιοπαρόχου της). Ότι με το από 29-3-1985 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, το μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 63.000 δρχ. μηνιαίως, καταβλητέο στο τέλος κάθε μισθωτικού μήνα και αναπροσαρμοζόμενο κατά ποσοστό 15% ανά διετία. Ότι, κατόπιν διαδοχικών πρόσθετων πράξεων της ανωτέρω επίδικης σύμβασης, καταρτίσθηκε η από 23-10-2002 πρόσθετη πράξη, με την οποία συμφωνήθηκε ότι η αναπροσαρμογή του μισθώματος από το έτος 2002 και εντεύθεν θα γίνεται ετησίως κατά ποσοστό ίσο με την μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτών το προηγούμενο δωδεκάμηνο. Ότι, κατόπιν διαδοχικών αναπροσαρμογών στο ύψος του καταβαλλόμενου μισθώματος, αυτό, από την 1η-1-2014 μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, παρέμεινε αμετάβλητο στο ποσό των 1.249,61 ευρώ. Ότι η εναγομένη, αν και κάνει ακώλυτα χρήση του μισθίου και έχει αυτό στην κατοχή της, εν τούτοις, δεν της έχει καταβάλει από δυστροπία τα μισθώματα μηνών για το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του έτους 2015 μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2016, συνολικού ποσού 13.745,71 ευρώ. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 13.745,71 ευρώ, για οφειλόμενα μισθώματα μηνών του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος (από τον Αύγουστο του έτους 2015 μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2016), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας για κάθε μίσθωμα από την 1ι του επόμενου μήνα που ήταν καταβλητέο μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Επικουρικά δε, για την περίπτωση που απορριφθεί η κύρια βάση της αγωγής, η ενάγουσα ζητεί την επιδίκαση του ανωτέρω ποσού ως αποζημίωση χρήσης, ισχυριζόμενη ότι η εναγομένη παρακρατά το μίσθιο, παρά τη λήξη της σύμβασης μίσθωσης.
Με αυτό το περιεχόμενο και τα αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 1β’, 16 αριθ. 1 και 29 ΚΠολΔ), προκειμένου να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και, ειδικότερα, των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 1, 615 επ. ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την έναρξη εφαρμογής του Ν. 4335/2015, την 1Μ-2016). Περαιτέρω, είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη, ως προς μεν την κύρια βάση της, στις διατάξεις των άρθρων 361, 574, 595, 608 εδ. α’, 611, 341 εδ. α’, 345 ΑΚ και 907, 910 αριθ. 2, 176,191 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως προς δε την επικουρική βάση της, στις διατάξεις των άρθρων 608, 601, 297, 298 ΑΚ και 907, 908, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι μη νόμιμο και, ως εκ τούτου, απορριπτέο τυγχάνει το παρεπόμενο αίτημα περίτοκοφορίας του ως άνω χρηματικού ποσού, που ζητείται ως αποζημίωση χρήσης, στο πλαίσιο της επικουρικής αγωγικής βάσης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δοθέντος ότι καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με κωδικό 120832911957 0418 0041 παράβολο).
Η εναγομένη, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, ισχυρίστηκε ότι η ενάγουσα γνώριζε ότι τόσο η αρχική μισθώτρια, ήτοι η «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», όσο και η ίδια, ως ειδική διάδοχος της, δεν έκαναν χρήση του μισθίου επί σειρά ετών, αντιθέτως, η ίδια (ενάγουσα) έχει πρόσβαση στην εγκαταλελειμμένη αποθήκη, την οποία παραλείπει να εκμισθώσει σε τρίτο, παρά το γεγονός ότι η εκμίσθωση της είναι ευχερής. Συνεπεία των ανωτέρω εκτεθέντων, ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα της για καταβολή των μισθωμάτων. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση και είναι νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα με την ως άνω συμπεριφορά της, συνετέλεσε στην επέλευση της ζημίας και στην έκταση της, παραλείποντας να αποτρέψει και να περιορίσει αυτή με την εκμίσθωση του ακινήτου της σε τρίτο. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση και είναι νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, πρέπει δε να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας, …, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και νόμιμα προσκόμισαν, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπ’ όψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 29-3-1985 σύμβασης μίσθωσης, ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας, …, εκμίσθωσε στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» μία αποθήκη εμβαδού 510 τ.μ., που βρίσκεται στο Πυρί Θηβών, προκειμένου να τη χρησιμοποιήσει ως χώρο αποθήκευσης γεωργικών φαρμάκων, που ανήκαν στην ίδια, στο ελληνικό Δημόσιο ή σε τρίτους. Η ένδικη μίσθωση ορίσθηκε αρχικά εξαετής, αρχής γενομένης από την 1η-4-1985 μέχρι την 31η-3-1991, με μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 63.000 δρχ., καταβλητέο στο τέλος κάθε μισθωτικού μήνα. Ακολούθως, η σύμβαση μίσθωσης ανανεωνόταν διαδοχικά, όπως προέκυψε από τις με αριθ. πρωτοκ. 57.459/2-8-2000 και 50.669/25-9-2001 αποφάσεις του Υπουργείου Γεωργίας, δυνάμει των οποίων αποφασίστηκε η ανανέωση της σύμβασης μίσθωσης για τα χρονικά διαστήματα από 1-4-2000 έως 31-12-2000, με μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 234.000 δρχ. και από 1-1-2001 μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών μετά την απομάκρυνση των φυτοφαρμάκων, προκειμένου να παραδοθεί η αποθήκη στην εκμισθώτρια, με μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 300.000 δρχ., αντίστοιχα. Περαιτέρω, δυνάμει της με αριθ. πρωτοκ. 38.242/4-3-2002 απόφασης του Υπουργείου Γεωργίας, αποφασίσθηκε η αναπροσαρμογή του μισθώματος, το οποίο είχε καθορισθεί στο ποσό των 880,40 ευρώ μηνιαίως, για το έτος 2002 και για τα επόμενα έτη, που θα εξακολουθεί να υφίσταται η επίδικη σύμβαση μίσθωσης, σε ποσοστό ίσο με το ποσοστό αύξησης του δείκτη τιμών καταναλωτή για κάθε μήνα, υπογραφέντος του από 11-4-2002 ιδιωτικού συμφωνητικού (πρόσθετης πράξης) μεταξύ της ενάγουσας και της «Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.». Εξάλλου, μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων καταρτίσθηκε η από 23-10-2002 πρόσθετη πράξη, δυνάμει της οποίας, το προαναφερθέν μίσθωμα των 880,40 ευρώ συμφωνήθηκε να αναπροσαρμόζεται για το έτος 2002 και για τα επόμενα έτη, που θα εξακολουθεί να υφίσταται η επίδικη σύμβαση μίσθωσης, με ετήσια αναπροσαρμογή ίση με τη μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή (Δ.Τ.Κ.) του προηγούμενου δωδεκαμήνου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η δαπάνη καταβολής των μισθωμάτων από την επίδικη σύμβαση βάρυνε τον προϋπολογισμό του Κ.Τ.Γ.Κ. (Κεντρικού Ταμείου Γεωργίας Κτηνοτροφίας) και Δασών και, ειδικότερα, τις πιστώσεις της Διεύθυνσης Προστασίας Φυτικής παραγωγής. Παράλληλα, όπως αποδείχθηκε από το με αριθμό …/1-2-1999 συμβόλαιο γονικής παροχής της ψιλής κυριότητας του επίδικου ακινήτου με παρακράτηση του δικαιώματος επικαρπίας μέχρι την 31η-12-2000, της Συμβολαιογράφου Θηβών, …, ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας, …, μεταβίβασε στην ενάγουσα θυγατέρα του το επίδικο ακίνητο, υπεισερχομένης ταύτης (ενάγουσας) τοιουτοτρόπως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μίσθωσης από την 1π-1-2001. Επιπλέον, η αρχικώς συμβληθείσα ως μισθώτρια τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση, με αποτέλεσμα να μεταβιβασθούν στην ήδη εναγομένη όλες οι συμβατικές σχέσεις της πρώτης, στις οποίες αστή (εναγομένη) υποκαταστάθηκε πλήρως (βλ. την απόφαση, που λήφθηκε στη συνεδρίαση 4/27-7-2012 της Επιτροπής μέτρων εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 2209/27-7-2012 φ.Ε.Κ., τεύχος δεύτερο). Μεταξύ των σχέσεων, στις οποίες υποκαταστάθηκε η εναγομένη, περιλαμβάνονται και αυτές που πηγάζουν ή σχετίζονται με συμβάσεις μίσθωσης, όπου η «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» είχε συμβληθεί ως εκμισθώτρια ή μισθώτρια, όπως η επίδικη, εφόσον δεν περιλαμβάνονται στα «μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία», που παρατίθενται στον αριθμό 2 και με στοιχεία α’ έως ιστ’ του Παραρτήματος της προρρηθείσας απόφασης της Επιτροπής μέτρων εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος. Από τα προεκτεθέντα και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, αποδείχθηκε ότι η επίδικη σύμβαση μίσθωσης κατέστη αορίστου χρόνου.
Επιπρόσθετα, δεν έγινε επίκληση του ότι έλαβε χώρα καταγγελία ή κάποιο άλλο καταργητικό της σύμβασης γεγονός, όπως εκούσια παράδοση του μισθίου ακινήτου από τη μισθώτρια και αποδοχή της παράδοσης από την εκμισθώτρια, κατά τα προεκτεθέντα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Συνεπώς, η επίδικη σύμβαση μίσθωσης εξακολουθούσε να είναι ενεργή μέχρι τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής. Σημειωτέον ότι μόνο το γεγονός ότι, όπως αποδείχθηκε, η εναγομένη έχει εγκαταλείψει το μίσθιο, δεν συνεπάγεται και τη λύση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης. Η κρίση του Δικαστηρίου περί εγκατάλειψης του μισθίου από την εναγομένη μισθώτρια στηρίζεται κυρίως στο με αριθ. πρωτοκ. 126993/10-10-2005 έγγραφο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προς την εναγομένη (κατάστημα Θήβας), σύμφωνα με το οποίο … η ενοικιαζόμενη αποθήκη στο ΠυρίΘήβας δεν χρησιμοποιείται από την υπηρεσία μας παραμένει κλειστή… ύστερα από τα παραπάνω παρακαλούμε για τις δικές σας ενέργειες προκειμένου να διακοπεί η ηλεκτροδότηση της αποθήκης». Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου επιρρωνύεται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, σύμφωνα με την οποία «… (ενν. η αποθήκη) είναι σε άθλια κατάσταση και, ίσως, πιστεύω η Πειραιώς ακόμα δεν έχει λύσει τη μίσθωση, γιατί οφείλει να την καθαρίσει (ενν. την αποθήκη) και είχαν γίνει ενέργειες από την Αγροτική προκειμένου να καθαρίσει, αλλά δεν καθαρίζεται η αποθήκη». Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν έχει καταβάλει τα μισθώματα των μηνών του χρονικού διαστήματος από Αύγουστο του έτους 2015 μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 2016, καίτοι ήταν υποχρεωμένη προς τούτο, δοθέντος ότι η επίδικη σύμβαση μίσθωσης ήταν ενεργή κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής. Αξίζει να σημειωθεί ότι για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, το μίσθωμα ανήρχετο στο ποσό των 1.249,61 ευρώ, μηνιαίως, γεγονός το οποίο η εναγομένη ουδόλως αμφισβητεί. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί του ότι το μίσθωμα δεν καταβάλλεται από την ίδια, αλλά από το ελληνικό Δημόσιο, ουδεμία έννομη επιρροή δύναται να ασκήσει στην ένδικη διαφορά, δοθέντος ότι αντισυμβαλλομένη στην επίδικη σύμβαση μίσθωσης και, άρα, κατ’ αρχήν, υπόχρεη προς καταβολή του μισθώματος, τυγχάνει η εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρία (μισθώτρια). ʼλλωστε και οι ισχυρισμοί της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας να αξιώσει την καταβολή των οφειλόμενων σε αυτή μισθωμάτων, καθώς και περί συντρέχοντος πταίσματος της, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Τούτο διότι δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ηδύνατο να έχει πρόσβαση στο μίσθιο και να το κατέχει και, ως εκ τούτου, δεν ηδύνατο να το εκμεταλλευθεί και αξιοποιήσει, εκμισθώνοντας το σε τρίτον, ενόψει και του γεγονότος ότι η επίδικη σύμβαση μίσθωσης ετύγχανε – μέχρι και το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής – ενεργή. Με βάση τα ανωτέρω, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων επτακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (13.745,71 €), για οφειλόμενα μισθώματα των μηνών του χρονικού διαστήματος από Αύγουστο του έτους 2015 μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 2016 (1.249,61 ευρώ Χ 11 μήνες), με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα, που έκαστο μίσθωμα κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι από την 1π ημέρα του επόμενου μήνα, που έκαστο τούτων ήταν καταβλητέο, μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επιπλέον, πρέπει η παρούσα να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς πρόκειται για οφειλόμενα μισθώματα, κατά παραδοχή του σχετικού παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος (άρθρα 907, 910 αρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει η εναγομένη, λόγω της ήπας της, να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρα 176 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων επτακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (13.745,71 €), για οφειλόμενα μισθώματα των μηνών του χρονικού διαστήματος από Αύγουστο του έτους 2015 μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 2016, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα, που έκαστο μίσθωμα κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι από την 1η ημέρα του επόμενου μήνα, που έκαστο τούτων ήταν καταβλητέο, μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στη Θήβα, στις .. .., χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ