Την πεποίθηση ότι η Ελλάδα μπορεί να σταθεί στα πόδια της εφόσον εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που συμφώνησε με τους πιστωτές της, επανέλαβε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ, παρακινώντας μάλιστα τη χώρα να αρχίσει να «τεστάρει» τις αγορές στις αρχές του 2018.
Ωστόσο, στην έκθεση του ESM επισημαίνεται ότι κάθε καθυστέρηση στην εφαρμογή του προγράμματος και κάθε νέα πολιτική αβεβαιότητα υπονομεύουν τα επιτεύγματα και εμποδίζουν την ανάπτυξη, τονίζοντας ότι η Ελλάδα, παρά την πρόοδο συνεχίζει να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις.
Το ποσό που απομένει διαθέσιμο για την Ελλάδα από το τρίτο πρόγραμμα έως τον Αύγουστο του 2018 ανέρχεται στα 54,3 δισ. ευρώ, ποσό που μπορεί ωστόσο να μειωθεί αισθητά εάν καταφέρει να βγει στις αγορές πριν το τέλος του 2018.
Ρέγκλινγκ: Στις αγορές το αργότερο στις αρχές του 2018
«H Ελλάδα θα πρέπει να είναι σε θέση να ξαναβγεί στις αγορές στο τέλος του 2017 ή το αργότερο στις αρχές του 2018», δήλωσε ο Κλάους Ρέγκλινγκ, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στο Λουξεμβούργο για την παρουσίαση της ετήσιας έκθεσης του ESM για το 2016.
Μάλιστα, ο Κ.Ρέγκλινγκ ανέφερε ότι όπως έκαναν και οι υπόλοιπες χώρες που ήταν σε πρόγραμμα, έτσι και η Ελλάδα θα ήταν χρήσιμο να αρχίσει «να τεστάρει» τις αγορές και να μην βασίζεται 100% στα δάνεια του ESM, μέχρι τη λήξη του προγράμματος. «Είναι καλύτερα να έχουμε μια σταδιακή μετάβαση στις αγορές», ανέφερε ο Κ. Ρέγκλινγκ.
Επαναλαμβάνοντας την πεποίθησή του ότι η Ελλάδα μπορεί να σταθεί στα πόδια της εφόσον εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που συμφώνησε με τους πιστωτές της, ο κ. Ρέγκλινγκ επικαλέστηκε και τις επιτυχίες των άλλων μνημονιακών χωρών. Όπως ανέφερε με ικανοποίηση, οι πρώην μνημονιακές χώρες (Ισπανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρος) είναι μεταξύ των «πρώτων» σε αναπτυξιακούς ρυθμούς στην Ευρώπη. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τον Κ. Ρέγκλινγκ, αποδεικνύει ότι «η προσέγγιση του ESM που παρέχει χρηματοπιστωτική βοήθεια στις χώρες της ευρωζώνης, με αντάλλαγμα αυστηρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, “αποδίδει καρπούς”».
Οπότε, συνέχισε ο Κ. Ρέγκλινγκ, «και η Ελλάδα μπορεί να σταθεί στα πόδια της εφόσον εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που συμφώνησε με τους πιστωτές της».
Το κεφάλαιο της έκθεσης για την Ελλάδα
Στο πεντασέλιδο κεφάλαιο για την Ελλάδα, η έκθεση του ESM επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι «παρά τις αξιόλογες επιτυχίες του προγράμματος» η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις.
Αναφέρει συγκεκριμένα, ότι «η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα αποσταθεροποιεί το επιχειρηματικό περιβάλλον» και ότι σε συνδυασμό με την υψηλή φορολόγηση και τα υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια του ελληνικού τραπεζικού τομέα, «η συνολική κατάσταση εμποδίζει την ανάπτυξη και τις επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα».
Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν το 2016 στη φορολογία εισοδήματος και το συνταξιοδοτικό σύστημα ήταν σημαντικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση, «αλλά ο συγκερασμός της αναγκαίας μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής σταθερότητας με τη βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί πιο φιλόδοξες πρωτοβουλίες, όπως τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης», αναφέρει η έκθεση, προσθέτοντας:
«Εξίσου, ο τραπεζικός τομέας πρέπει να μειώσει σημαντικά το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που θα βοηθήσει να ξεμπλοκάρει ο τραπεζικός δανεισμός και θα στηρίξει τις επενδύσεις, καθώς και να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις και να εκσυγχρονίσει τη διάρθρωση διακυβέρνησης των τραπεζών».
«Παρά τις ορατές ενδείξεις ανάκαμψης, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να λειτουργεί σε ένα δύσκολο περιβάλλον. Κάθε περαιτέρω καθυστέρηση στην εφαρμογή του προγράμματος και κάθε νέα πολιτική αβεβαιότητα ενέχουν τον κίνδυνο υπονόμευσης των επιτευγμάτων του προγράμματος και άσκησης σημαντικής πίεσης στην οικονομία. Η ελληνική κυβέρνηση – σε στενή συνεργασία με τους εταίρους της στο πρόγραμμα – καλείται να αντιμετωπίσει τις εναπομένουσες ανεπάρκειες σχολαστικά και να θέσει τις αναγκαίες βάσεις για μία επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος», σημειώνει η έκθεση του ESM.
Όσον αφορά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, η έκθεση του ESM επισημαίνει ότι όταν αυτά εφαρμοστούν πλήρως μπορούν να μειώσουν το ελληνικό χρέος κατά 20% του ΑΕΠ και τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας κατά 5%, ως το 2060. Επισημαίνεται, επίσης, ότι σε καθαρή παρούσα αξία, τα βραχυπρόθεσμα μέτρα μειώνουν το βάρος του χρέους περίπου κατά 8,7% του ΑΕΠ.
Εξάλλου, η έκθεση αναφέρει ότι η οικονομική ανάκαμψη την άνοιξη του 2016 στηρίχθηκε στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος του ΕSM, αλλά στο τέλος του 2016 η ελληνική οικονομία «παραπάτησε» ξανά.
Συγκεκριμένα, η έκθεση αναφέρει ότι το πραγματικό ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας συρρικνώθηκε, «εν μέσω μιας αυξανόμενης δημοσιονομικής επιβάρυνσης» και μιας «παραπαίουσας» εμπιστοσύνης που συνδέεται με την αβεβαιότητα που δημιούργησε η καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης. Όσον αφορά όμως το σύνολο του 2016, η έκθεση αναφέρει ότι «η οικονομική δραστηριότητα παρέμεινε στάσιμη».
Η έκθεση επισημαίνει επίσης, ότι καταγράφηκε «υπεραπόδοση» των δημοσιονομικών στόχων. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι η κυβέρνηση κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα 3,9% του ΑΕΠ το 2016, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat τον περασμένο Απρίλιο, υπερκαλύπτοντας τον στόχο για 0,5%. Επίσης, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκαν τον περασμένο Μάιο, το ΑΕΠ της Ελλάδας θα αυξηθεί κατά 2,1% το 2017 και κατά 2,5% το 2018, ενώ το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να είναι -0,5% και -0,3% ΑΕΠ αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά το ύψος του διαθέσιμου ποσού για την Ελλάδα από το τρίτο πρόγραμμα, στην έκθεση αναφέρεται ότι απομένουν διαθέσιμα για την Ελλάδα έως τον Αύγουστο του 2018, 54,3 δισ. ευρώ, καθώς έχει αντλήσει ήδη 31,7 δισ. ευρώ.
Το ποσό αυτό θα μπορούσε να μειωθεί, δεδομένου ότι η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών απαίτησε μικρότερα ποσά από αυτά που είχαν προβλεφθεί αρχικά, αναφέρει η έκθεση, προσθέτοντας: «Εάν συμμετάσχει το ΔΝΤ και/ή η Ελλάδα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις πολιτικών που θα καθιστούν δυνατή την επιστροφή της σε χρηματοδότηση από τις αγορές πριν από το 2018, το τελικό ποσό μπορεί να είναι μικρότερο».