Καθήκοντα υποθηκοφύλακα δεν μπορούν σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές να ανατεθούν σε ειρηνοδίκη, παρά μόνο στον προϊστάμενο της γραμματείας του Ειρηνοδικείου ή του Πρωτοδικείου, αποφάνθηκε το Ε΄Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) και έκρινε μη νόμιμο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος με το οποίο το ειδικό άμισθο Υποθηκοφυλακείο Παπάγου μετατρέπεται σε έμμισθο.
Ειδικότερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Σταύρος Κοντονής απέστειλε στο ΣτΕ 16 σχέδια Προεδρικών Διαταγμάτων με τα οποία 16 ειδικά άμισθα υποθηκοφυλακεία μετατρέπονται σε έμμισθα. Τα υποθηκοφυλακεία αυτά είναι: Παπάγου, Αχαρνών Αττικής, Νέας Ιωνίας, Ηλιούπολης, Κηφισίας, Περιστερίου, Ζωγράφου, Κερατέας, Μεγάρων, Ελευσίνας, Πύργου, Αμαλιάδας, Μυκόνου, Νάξου, ‘Ανδρου και Χαλκίδας-Κύμης-Καμινέων.
Το Ε΄Τμήμα του ΣτΕ με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο, Αθανάσιο Ράντο και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας, Δημήτρη Βασιλειάδη, προέβησαν σε νομοπαρασκευαστική επεξεργασία του σχεδίου διατάγματος που αφορούσε το υποθηκοφυλακείο Παπάγου και εξέδωσε την υπ΄αριθμ. 113/2017 γνωμοδότησή του, ότι από τη μετατροπή του υποθηκοφυλακείου από άμισθο σε έμμισθο “δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού”. Όμως, στην συνέχεια ο κ. Κοντονής έστειλε νέο έγγραφο (31.5.2017), στο οποίο έλεγε ότι “προκαλείται δαπάνη ύψους 98.220 ευρώ, η οποία καλύπτεται από το ύψος των εισπραττομένων δικαιωμάτων”.
Στη γνωμοδότησή τους οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρονται, αρχικά στην υπ΄αριθμ. 2/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία γνωμοδότησε αρνητικά για τη μετατροπή του άμισθου υποθηκοφυλακείου σε έμμισθο, ενώ στην συνέχεια έκριναν ότι πέντε άρθρα του σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος και συγκεκριμένα τα άρθρα 2,4,5,6,και 7 πρέπει να “διαγραφούν”, καθώς “δεν θεσπίζουν νέους κανόνες δικαίου”, αλλά απλά επαναλαμβάνουν σχεδόν αυτούσιες τις διατάξεις του ν.δ. 811/1971. Δηλαδή “από νομοτεχνική άποψη δεν είναι αναγκαία η επανάληψη διατάξεων του τυπικού νόμου στο υπό επεξεργασία σχέδιο διατάγματος”.
Ερμηνεύοντας τις επιταγές του άρθρου 89 του Συντάγματος, οι σύμβουλοι Επικρατείας σημειώνουν ότι “δεν επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, ανεξαρτήτως του αν το όργανο αυτό έχει ή όχι πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό χαρακτήρα” και προσθέτουν ότι “δεν επιτρέπεται, πολλώ μάλλον, η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, η άσκηση των οποίων έχει ανατεθεί από τον νόμο σε δικαστικό υπάλληλο ή άλλο δημόσιο λειτουργό, εφόσον τα καθήκοντα αυτά δεν συνάπτονται αμέσως με την απονομή της Δικαιοσύνης”.
Επομένως, καταλήγουν οι δικαστές, “μετά την αναθεώρηση του άρθρου 89 του Συντάγματος, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν μπορούν να ανατεθούν σε δικαστικό λειτουργό ούτε προσωρινώς, διότι δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις εξαιρέσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971 με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα ανάθεσης σε ειρηνοδίκη καθηκόντων ή “υπηρεσίας” υποθηκοφύλακα έμμισθου υποθηκοφυλακείου δεν μπορεί να εφαρμοσθεί”.
Τέλος, στη γνωμοδότηση σημειώνεται ότι καθήκοντα υποθηκοφύλακα μπορούν να ανατεθούν στον προϊστάμενο της γραμματείας του Ειρηνοδικείου και ελλείψει αυτού στον προϊστάμενο της γραμματείας του Πρωτοδικείου, ανεξάρτητα από το αν έχει ή όχι πτυχίο Νομικής, ξεκαθαρίζει το Συμβούλιο της Επικρατείας.