ΚΕΔΕ – Δεν είναι δυνατή η σύνταξη του προγράμματος πλειστηριασμού από άλλο όργανο, εκτός του Διευθυντή της οικείας Δ.Ο.Υ, ή η ανάθεση της σύνταξής του σε δικαστικό επιμελητή, ούτε, άλλωστε, η μέσω του άρθρου 89 του ΚΕΔΕ αναγωγή στις διατάξεις του άρθρου 999 Κπολ. Δικ. και η υποκατάσταση του προγράμματος πλειστηριασμού από περίληψη της έκθεσης κατάσχεσης, ακόμη κι αν αυτή θα περιείχε όλα τα στοιχεία του εν λόγω προγράμματος.
ΣτΕ 389/2016
Περίληψη
Από τη συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 19 παρ.1 και 41 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, συνάγεται ότι, ναι μεν κατ’ αρχήν αρμόδιος για την έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού είναι ο προϊστάμενος της οικείας Δ.Ο.Υ., χωρίς, όμως, να αποκλείεται η ανάθεση της εκδόσεως αυτού σε δικαστικό επιμελητή, ενώ η κατ άρθρο 999 ΚΠολΔ περίληψη είναι πληρέστερη του προγράμματος πλειστηριασμού. Εξάλλου, κατά τον ως. άνω λόγο, το άρθρο 89 του ΚΕΔΕ επιτρέπει την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ στη διοικητική εκτέλεση, εφόσον δεν αντίκεινται σε ρητές διατάξεις του ΚΕΔΕ,.
Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, δεν είναι δυνατή η σύνταξη του προγράμματος πλειστηριασμού από άλλο όργανο, εκτός του Διευθυντή της οικείας Δ.Ο.Υ, ή η ανάθεση της σύνταξής του σε δικαστικό επιμελητή, ούτε, άλλωστε, η μέσω του άρθρου 89 του ΚΕΔΕ αναγωγή στις διατάξεις του άρθρου 999 Κπολ. Δικ. και η υποκατάσταση του προγράμματος πλειστηριασμού από περίληψη της έκθεσης κατάσχεσης, ακόμη κι αν αυτή θα περιείχε όλα τα στοιχεία του εν λόγω προγράμματος.
TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 16 Νοεμβρίου 2015, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ’ Τμήματος, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Σύμβουλοι, Στ. Λαμπροπούλου, Ελ. Μελισσαρίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του Στ’Τμήματος.
Για να δικάσει την από 7 Δεκεμβρίου 2011 αίτηση: του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τη Σπυριδούλα Ραυτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του …………………………, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ! αριθμ. 326/2011 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου.
Η αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Παπαδοπούλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν ατταιτείται κατά νόμον η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 326/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 168/2005 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Με την απόφαση αυτή, έγινε εν μέρει δεκτή ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου και ακυρώθηκε η 2.981/20.9.2005 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης ακινήτων του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ηρακλείου, για ικανοποίηση ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, συνολικού ποσού 565.783,76 ευρώ.
2. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), οι ρυθμίσεις του οποίου εφαρμόζονται στις αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται μετά την, κατά το άρθρο 70 αυτού, έναρξη της ισχύος του, ήτοι μετά την 1.1.2011, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (ΣτΕ 2659, ΣτΕ 855/2013 7μ., ΣτΕ 1458/2014, ΣτΕ 4267/2013), αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α’ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ…».
3. Επειδή, κατά τις πιο πάνω διατάξεις, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται πλέον παραδεκτώς μόνο όταν προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία (ερμηνεία) είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του αναιρετικού αγόμενης διαφοράς, είτε ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της υπόθεσης, έρχεται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (Σ.τ.Ε., Α.Π., Ελ.Σ.) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Για το παραδεκτό δε αίτησης αναιρέσεως υπό το καθεστώς του άρθρου 12 παρ. 1 του ν.3900/2010 απαιτείται η συνδρομή τόσο του ελάχιστου χρηματικού ορίου της διαφοράς όσο και των αναφερομένων προϋποθέσεων στο άρθρο 53 παρ.3 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε κατά τ’ ανωτέρω (ΣτΕ 1699, 3074, 4994/2012κα). Περαιτέρω, αν γίνει βασίμως επίκληση έλλειψης νομολογίας ή αν τεκμηριωθεί η αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου δικαστηρίου, η αίτηση είναι παραδεκτή και εξετάζεται μόνον κατά το μέρος της και ως προς τους λόγους που αφορούν το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα που ανακύπτει στην ένδικη υπόθεση, για το οποίο δεν υπάρχει νομολογία ή υπάρχει αντίθεση των σχετικών δικαστικών αποφάσεων, εφόσον βέβαια αυτό κρίνεται αναγκαίο για την επίλυση της όλης υπόθεσης, (πρβλ. ΣτΕ 0λ.3475/2011, 3323/2011).
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατατέθηκε στις 10.1.2012 και, επομένως, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3900/2010, όπως δε προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, δεν εκδόθηκε εν προκειμένω, κατά τη διαδικασία διοικητικής εκτέλεσης, πρόγραμμα πλειστηριασμού των κατασχεθέντων ακινήτων αλλά περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης αυτών από τον οικείο δικαστικό επιμελητή, η οποία , ακόμη κι αν περιείχε όλα τα στοιχεία που απαιτεί το άρθρο 41 του Κ.Ε.Δ.Ε. για το πρόγραμμα πλειστηριασμού, δεν είχε, πάντως, εκδοθεί από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, το οποίο, κατά την δοθείσα από το διοικητικό εφετείο ερμηνεία των οικείων διατάξεων, ήταν ο Διευθυντής της επισπεύδουσας την εκτέλεση Δ.Ο.Υ. Τυμπακίου και όχι ο δικαστικός επιμελητής. Με τη σκέψη αυτή, το δικάσαν διοικητικό εφετείο εξέτασε αυτεπαγγέλτως τη νομική πλημμέλεια της επισπευδόμενης εκτέλεσης, αναγόμενη στην αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την προσβληθείσα με ανακοπή περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτων, έκρινε ότι αυτή ήταν ακυρωτέα, όπως, ορθώς, αν και με άλλη αιτιολογία, είχε κριθεί πρωτοδίκως, και απέρριψε την έφεση του Δημοσίου. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι αυτή ασκείται παραδεκτώς, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του ν. 3900/2010, ως προς αμφότερους τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως, και ειδικότερα, ως προς τον πρώτο, διότι, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για το τιθέμενο με αυτόν ζήτημα, σχετικά με το εάν, κατά τα αρθρα 19 και 41 του ΚΕΔΕ, εκδίδεται πρόγραμμα πλειστηριασμού από’Τον Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου ή περίληψη κατασχετήριας έκθεσης από δικαστικό επιμελητή κατ’εφαρμογή του άρθρου 999 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, κατά παραπομπή από το άρθρο 89 του ΚΕΔΕ, ενώ, ως προς τον δεύτερο λόγο, διότι το δικάσαν δικαστήριο παρέλειψε, κατά την αντίληψη του αναιρεσείοντος Δημοσίου, να εξετάσει, πριν προβεί στην ακύρωση της ως άνω πράξης, το παραδεκτό εξετάσεως της σχετικής ακυρότητας, ήτοι τη συνδρομή ή μη στην επίδικη περίπτωση του, κατ’άρθρο 75 του Κ.Ε.Δ.Ε., στοιχείου της ανεπανόρθωτης βλάβης, αν και κατά την παρατιθέμενη νομολογία του ΣτΕ και του ΑΠ η βλάβη αυτή πρέπει να προβάλλεται ειδικώς με την ανακοπή. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το μεν πρώτο σκέλος του, προβάλλεται βασίμως, διότι , όπως εκτίθεται κατωτέρω, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως τίθεται πράγματι νομικό ζήτημα επί του οποίου δεν υφίσταται νομολογία. Ως προς το δεύτερο όμως, σκέλος του ο ως άνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το τιθέμενο ζήτημα δεν είναι νομικό, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, αλλά ανάγεται σε ενδεχόμενη συγκεκριμένη παράλειψη του δικαστηρίου που περιορίζεται στην κρινόμενη μόνον περίπτωση. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω μόνον ως προς τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως.
5. Επειδή, στο άρθρο 19 παρ.1 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων- ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974, Α’90), το οποίο εντάσσεται στο δεύτερο κεφάλαιο του Κώδικα αυτού και στο στοιχείο Β’ υπό τον τίτλο «Κατάσχεσις κινητών εις χείρας του οφειλέτου», ορίζεται ότι: «Ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου ή το κατά το άρθρον 10 εδάφ. β’ Ταμειακός υπάλληλος, μετά παρέλευσιν τουλάχιστον δέκα πέντε ημερών από της κατασχέσεως, δύναται να εκδώσει πρόγραμμα πλειστηριασμού περιέχον: α) το ονοματεπώνυμον και την κατοικίαν του οφειλέτου, β) το ποσόν της οφειλής δΓ ό εγένετο η κατάσχεσις, εις ό δύναται να πρόσθεση και τα μετά την κατάσχεσιν βεβαιωθέντα χρέη, γ) το είδος των κατασχεθέντων και την κατ’ εκτίμησιν αξίαν των, δ) την ημέρα και ώραν του πλειστηριασμού, ε) τον υπάλληλον επί του πλειστηριασμού, στ) τον τόπον του πλειστηριασμού και ζ) το ποσόν της πρώτης προσφοράς. Οι ανωτέρω δύνανται όπως αναθέτουν την σύνταξιν του προγράμματος εις δικαστικόν επιμελητήν», στο άρθρο 35, το οποίο εντάσσεται επίσης στο δεύτερο κεφάλαιο του Κώδικα αυτού και στο στοιχείο Γ’ υπό τον τίτλο «Κατάσχεσις ακινήτων εις χείρας του οφειλέτου» ότι: «1. Δύναται να γίνη κατάσχεσις ακινήτου ανήκοντος κατά κυριότητα εις τον οφειλέτην… 2. Η κατάσχεσις ακινήτου επεκτείνεται και επί των συστατικών αυτού, επί δε των παραρτημάτων μόνον εάν περιληφθούν εις αυτήν. Εάν τα παραρτήματα δεν περιελήφθησαν εις την κατάσχεσιν του ακινήτου, δύνανται να κατασχεθούν κατά την διαδικασίαν της κατασχέσεως κινητών πραγμάτων», στο άρθρο 36 ότι:«1. Η κατάσχεσις ακινήτων ενεργείται τη εγγράφω παραγγελία του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου υπό δικαστικού κλητήρος, ή υπαλλήλου του Δημοσίου Ταμείου…2. Ο ενεργών την κατάσχεσιν, μεταβαίνων εις τον τόπον εν ώ κείται το ακίνητον, συντάσσει έκθεσιν περιέχουσαν τον χρόνον της κατασχέσεως, τον αριθμόν και την χρονολογίαν της παραγγελίας της κατασχέσεως, το ονοματεπώνυμον του παραγγέλοντος Διευθυντού του Ταμείου, του οφειλέτου, το πατρώνυμον αυτού, το επάγγελμα και την κατοικίαν του, το ονοματεπώνυμον του συμπράττοντος μάρτυρος και το συνολικόν ποσόν του χρέους, ως τούτο αναγράφεται εν τη παραγγελία κατασχέσεως. Εν τη εκθέσει ορίζεται η θέσις και η περιφέρεια του Δήμου ή της Κοινότητος ένθα κείται το ακίνητον, το είδος του ακινήτου, προκειμένου δε περί οικοδομής ο αριθμός των ορόφων αυτής, τα όρια, η κατά προσέγγισιν έκτασις αυτού, συνοπτικώς τα συστατικά και τα κατασχόμενα παραρτήματα, και η συνολική αξία των κατασχομένων, κατ* εκτίμησιν του κατασχόντος…», ενώ στο άρθρο 41 παρ. 1, πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 67 παρ. 4 του ν. 3842/2010 (Α’ 58) ότι: «Μετά την κατάσχεσιν του ακινήτου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου δύναται να εκδώσει πρόγραμμα πλειστηριασμού περιέχον τα εν άρθρω 19 του παρόντος οριζόμενα και την κατά την ‘ κατασχετήριον έκθεσιν περιγραφήν και εκτίμησιν του κατασχεθέντος». Περαιτέρω, το άρθρο 89 του Κ.Ε.Δ.Ε. ορίζει ότι : «Αι διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται εφόσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος τηρουμένης πάντοτε της διατάξεως του άρθρου 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος διά πάσαν παράβασιν».
6. Επειδή, εξάλλου, ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δικ. – π.δ. 503/1985) ορίζει στο άρθρο 993, παρ.1 ότι η κατάσχεση ακινήτου γίνεται με τη σύνταξη έκθεσης από το δικαστικό επιμελητή μπροστά σ’ έναν ενήλικο μάρτυρα και στο άρθρο 999 παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 24 του ν.2298/1995 (Α’62), ότι: «Ο αρμόδιος για την
εκτέλεση δικαστικός επιμελητής καταρτίζει περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, που περιέχει συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και με μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, το ονοματεπώνυμο του υπέρ ού και του καθ’ού η εκτέλεση, το όνομα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, την τιμή της πρώτης προσφοράς και τους όρους του πλειστηριασμού που θέτει τυχόν ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στο δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927».
7. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του ΚΕΔΕ ρυθμίζεται πλήρως και εξαντλητικώς το ζήτημα της διαδικασίας πλειστηριασμού κατασχεθέντων κινητών και ακινήτων. Ειδικότερα, το άρθρο 41 του εν λόγω Κώδικα περιέχει τέλεια και πλήρη ρύθμιση της διαδικασίας συντάξεως του προγράμματος πλειστηριασμού, η δε παραπομπή στο άρθρο 19 του αυτού Κώδικα γίνεται μόνον ως προς το περιεχόμενο του προγράμματος. Ενόψει δε του ότι οι διατάξεις της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω του πολύπλοκου και τεχνικού χαρακτήρα τους και της τυπικότητος που διέπει τη σχετική διαδικασία, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεν είναι δυνατή η, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 19, σύνταξη του προγράμματος πλειστηριασμού κατασχεθέντων ακινήτων από-άλλο, εκτός του Διευθυντή της οικείας Δ.Ο.Υ, όργανο ή η ανάθεση της σύνταξής του σε δικαστικό επιμελητή, ούτε, πολλώ μάλλον, η μέσω του άρθρου 89 του ΚΕΔΕ αναγωγή στις διατάξεις του άρθρου 999 ΚΠολ. Δικ. και η υποκατάσταση του προγράμματος πλειστηριασμού από περίληψη της έκθεσης κατάσχεσης, ακόμη κι αν αυτή θα είχε το περιεχόμενο του προγράμματος. Τούτο δε διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης επέτρεψε, σε μια εντελώς τυπική διαδικασία, την εναλλακτική υιοθέτηση για τη ρύθμιση του αυτού ζητήματος, τριών διαφορετικών διαδικασιών (ήτοι των περιγραφομένων στα άρθρα 19 και 41 ΚΕΔΕ και στο άρθρο 999 Κ.Πολ.Δικ.), τόσο ως προς τον τύπο και το περιεχόμενο της σχετικά συντασσόμενης πράξης, όσο και ως προς το αρμόδιο για την έκδοσή της όργανο, με συνέπεια να αυξάνεται η αβεβαιότητα των εμπλεκομένων στη διαδικασία καθώς και ο κίνδυνος περαιτέρω ακυροτήτων της διαδικασίας αυτής.
8. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατόπιν της 105/12.1.2005 παραγγελίας για κατάσχεση του Προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. Τυμπακίου για ικανοποίηση ληξιπροθέσμων χρεών προς το Ελληνικό Δημόσιο συνολικού ύψους 565.783,76 ευρώ, συντάχθηκε από δικαστική επιμελήτρια του Πρωτοδικείου Ηρακλείου η 567/.9.6.2005 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης για τα περιγραφόμενα στην έκθεση αυτήν ακίνητα του ήδη αναιρεσιβλήτου, οφειλέτη του Δημοσίου. Στη συνέχεια, με την 2.981/20.9.2005 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης ακινήτων δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ηρακλείου, ορίστηκε η ημερομηνία ; διενέργειας του πλειστηριασμού για τρία ειδικώς περιγραφόμενα στην εν λόγω περίληψη ακίνητα, προσδιορίστηκε δε η αξία καθενός από τα ακίνητα αυτά καθώς και η αντίστοιχη τιμή πρώτης προσφοράς. Με την 168/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου(μονομελές), έγινε εν μέρει δεκτή η από 13.10.2005 ανακοπή του αναιρεσιβλήτου και ακυρώθηκε η ως άνω 2.981/20.9.2005 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης, για το λόγο ότι η παράλειψη αναφοράς σ’ αυτήν δύο ανεξαρτήτων οικοδοδομών που είχαν ανεγερθεί στο ένα από τα εκπλειστηριαζόμενα ακίνητα, την καθιστούσε άκυρη. Με την από 27.2.2006 έφεσή του το ήδη αναιρεσείον Δημόσιο ισχυρίστηκε ότι η ανακοπή έπρεπε να απορριφθεί f διότι οι προβληθείσες παραλείψεις αφορούσαν το κύρος της έκθεσης ‘ κατάσχεσης και συνεπώς απαραδέκτως προβλήθηκαν κατά του προγράμματος πλειστηριασμού. Το δικάσαν Διοικητικό Πρωτοδικείο (τριμελές), με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως, κατ’ επίκληση του άρθρου 224 παρ. 2α ΚΔΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 97 παρ. 1, το σχετικό ζήτημα, έκρινε ότι αρμόδιος για την έκδοση της επίδικης περίληψης της έκθεσης κατάσχεσης ήταν, πάντως, ο Διευθυντής της επισπεύδουσας την εκτέλεση Δ.Ο.Υ. Τυμπακίου και όχι ο δικαστικός επιμελητής. Κατόπιν αυτού απέρριψε την έφεση με τη σκέψη ότι ορθώς αν και με άλλη αιτιολογία απορρίφθηκε πρωτοδίκως η ανακοπή.
9. Επειδή, με τον παραδεκτώς προβαλλόμενο, κατά τα ανωτέρω, λόγο αναιρέσεώς του το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι η ανωτέρω κρίση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των επιδίκων διατάξεων, διότι, από τη συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 19 παρ.1 και 41 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, συνάγεται ότι, ναι μεν κατ’ αρχήν αρμόδιος για την έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού είναι ο προϊστάμενος της οικείας Δ.Ο.Υ., χωρίς, όμως, να αποκλείεται η ανάθεση της εκδόσεως αυτού σε δικαστικό επιμελητή, ενώ η κατ άρθρο 999 ΚΠολΔ περίληψη είναι πληρέστερη του προγράμματος πλειστηριασμού. Εξάλλου, κατά τον ως. άνω λόγο, το άρθρο 89 του ΚΕΔΕ επιτρέπει την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ στη διοικητική εκτέλεση, εφόσον δεν αντίκεινται σε ρητές διατάξεις του ΚΕΔΕ, εν προκειμένω δε,- δεν υφίσταται τέτοια αντίθεση. Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, στη σκέψη 7, δεν είναι δυνατή η σύνταξη του προγράμματος πλειστηριασμού από άλλο όργανο, εκτός του Διευθυντή της οικείας Δ.Ο.Υ, ή η ανάθεση της σύνταξής του σε δικαστικό επιμελητή, ούτε, άλλωστε, η μέσω του άρθρου 89 του ΚΕΔΕ αναγωγή στις διατάξεις του άρθρου 999 Κπολ. Δικ. και η υποκατάσταση του προγράμματος πλειστηριασμού από περίληψη της έκθεσης κατάσχεσης, ακόμη κι αν αυτή θα περιείχε όλα τα στοιχεία του εν λόγω προγράμματος. Συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, όπως και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Αριθμός 389/2016
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2015 Ο Πρόεδρος του Στ,’ Τμήματος Η Γραμματέας του Στ’ Τμήματος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Φεβρουαρίου 2016.
Ο Πρόεδρος του Στ’ Τμήματος
Η Γραμματέας του Στ’ Τμήματος Ελ. Γκίκα