ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Ιανουαρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β’ Τμήματος, Ε. Νίκα, Μ. Πικραμένος, Κ. Νικολάου, I. Σύμπλης, Σύμβουλοι, Μ.-Α. Τσακάλη, Γ. Φλίγγου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 29 Δεκεμβρίου 2008 αίτηση:
του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Α’ Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τη Γεωργία Μπουρδάκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο …………… (A.M. ……..), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 922/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Νικολάου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσίβλητου Ταμείου, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι στη δίκη παρίσταται ως καθολικός διάδοχος ο «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΕΦΚΑ) και στη συνέχεια ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως, η οποία εισήχθη στην επταμελή σύνθεση του Β’ Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας, με την από 8/5/2009 πράξη του Προέδρου του, δεν απαιτείται, κατά το νόμο, καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 922/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, κατ’ αποδοχή εφέσεως του Ταμείου Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων (Τ.Α.Σ.), εξαφανίσθηκε η 6010/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή του εν λόγω Ταμείου κατά τεκμαιρόμενης αρνητικής απαντήσεως του Προϊσταμένου της Α’ ΔΟΥ Αθηνών, επί αιτήσεως που είχε υποβάλει αυτό προς επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, ποσού 56.675,39 ευρώ. Το ποσό αυτό αφορούσε σε φόρο, τέλη χαρτοσήμου και εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. επί του χαρτοσήμου, που είχαν παρακρατηθεί για εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες μηνός Δεκεμβρίου του έτους 1998.
3. Επειδή, μετά την δυνάμει του άρθρου 25 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 τ. Α’) ένταξη του Τ.Α.Σ. στο συσταθέν με το ίδιο άρθρο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.), νομίμως παρέστη ως αναιρεσίβλητος κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο ο «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), ο οποίος κατέστη, από 1.1.2017, καθολικός διάδοχος του Ε.Τ.Α.Α. και των Τομέων του (άρθρα 51 και 53 του ν. 4387/2016, ΦΕΚ 85 τ. Α’).
4. Επειδή, στο άρθρο 61 παρ. 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αυτός κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 τ. Α’) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζονται τα εξής : «Η δήλωση αποτελεί δεσμευτικό τίτλο για το φορολογούμενο.
Μπορεί, όμως, για λόγους συγγνωστής πλάνης να την ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει […]. Ανάκληση δήλωσης με σκοπό την ανατροπή οριστικής και αμετάκλητης φορολογικής εγγραφής είναι ανεπίτρεπτη». Εξ άλλου, το άρθρο 84 του ως άνω Κώδικα ορίζει στην παράγραφο 1 ότι «Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου […] δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της πενταετίας» και στην παράγραφο 7, όπως αυτή ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με την παράγραφο 15 του άρθρου 8 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 τ. Α’), ότι «Αν υποβληθεί ανακλητική δήλωση ή δήλωση με επιφύλαξη, η αξίωση για την επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημέρα της με οποιονδήποτε τρόπο αποδοχής της […]». Τέλος, κατά μεν το άρθρο 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995 «Περί Δημόσιου Λογιστικού […]» (ΦΕΚ 247 τ. Α’). «Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σ’ αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη, από της καταβολής […]», κατά δε το άρθρο 86 παρ. 2 του ίδιου νόμου «Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από την λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη».
5. Επειδή, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.), η αξίωση του φορολογουμένου για επιστροφή φόρου εισοδήματος που έχει καταβάλει βάσει δηλώσεώς του, προϋποθέτει την αντίστοιχη ανάκληση της δηλώσεως. Η ανάκληση αυτή μπορεί να γίνει είτε εντός του οικονομικού έτους κατά το οποίο υποβλήθηκε η δήλωση είτε και μεταγενεστέρως μέχρις όμως του χρόνου εντός του οποίου είναι δυνατή η βεβαίωση του φόρου από τη φορολογική αρχή, δηλαδή εντός του πενταετούς χρόνου παραγραφής της σχετικής φορολογικής αξιώσεως του Δημοσίου, εκτός αν οριστικοποιηθεί εν τω μεταξύ η φορολογική εγγραφή. Μόνον δε από την τυχόν αποδοχή της υποβληθείσης εντός της ως άνω πενταετίας ανακλήσεως, είτε με πράξη της φορολογικής αρχής είτε με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, κατόπιν προσφυγής του φορολογουμένου κατά της ρητής, ή σιωπηρής απορρίψεως της δηλώσεως ανακλήσεως, καθίσταται αχρεώστητος ο φόρος που καταβλήθηκε με βάση την δήλωση και αρχίζει η προβλεπόμενη από το άρθρο 84 παρ. 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος τριετής παραγραφή της αξίωσης επιστροφής του. Συνεπώς, η προμνημονευθείσα διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, [γενική διάταξη αφορώσα χρηματικές απαιτήσεις κατά του Δημοσίου παρόμοια με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 84 παρ. 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος], η οποία προϋποθέτει το αχρεώστητο της καταβολής χρηματικού ποσού στο Δημόσιο, δεν έχει πεδίο εφαρμογής ως προς το διάφορο ζήτημα του χρόνου εντός του οποίου μπορεί να υποβληθεί ανάκληση δηλώσεως φόρου εισοδήματος, από την αποδοχή της οποίας και μόνον καθίσταται αχρεώστητος ο φόρος, διότι το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (πρβλ. ΣτΕ 3458/2001 7μ., ΣτΕ 4075/2012).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα ακόλουθα: Το αναιρεσίβλητο Ταμείο υπέβαλε στην Α’ ΔΟΥ Αθηνών, για την περίοδο 1/12-31/12/1998, προσωρινή δήλωση αποδόσεως φόρου, τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α. επί του χαρτοσήμου, τα οποία είχαν παρακρατηθεί από εισοδήματα που προέρχονταν από μισθωτές υπηρεσίες. Ο φόρος αυτός, τα τέλη χαρτοσήμου και η εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. επί του χαρτοσήμου, τα οποία αποδόθηκαν στο Δημόσιο με το 86/13.1.1999 τριπλότυπο, ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 49.439.798 δραχμών σύμφωνα με την από 29.1.1999 βεβαίωση της Προϊσταμένης του λογιστηρίου του ως άνω Ταμείου. Στη συνέχεια, ωστόσο, το τελευταίο αυτό υπέβαλε (7.11.2002) ανακλητική δήλωση, με την οποία διόρθωσε το σύνολο των ακαθάριστων αποδοχών από μισθωτές υπηρεσίες της προαναφερόμενης περιόδου και αντίστοιχα τα ποσά που παρακρατήθηκαν και έπρεπε να αποδοθούν, με αποτέλεσμα ο οφειλόμενος συνολικός φόρος για την ως άνω περίοδο να ανέλθει πλέον στο ποσό των 30.127.660 δραχμών αντί του ποσού των 49.439.798 δραχμών που είχε αρχικά δηλωθεί και καταβληθεί. Με αίτηση δε που υπέβαλε ταυτοχρόνως στην προαναφερόμενη ΔΟΥ ζήτησε να γίνει δεκτή η ως άνω ανακλητική δήλωση και να επιστραφεί το επιπλέον καταβληθέν ποσό φόρου μισθωτών υπηρεσιών, τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α. επί του χαρτοσήμου μηνός Δεκεμβρίου έτους 1998, ύψους 19.312.138 δραχμών (56.675,39 ευρώ), το οποίο είχε αποδοθεί λανθασμένα στη Δ.Ο.Υ. την 13.1.1999. Η ανωτέρω αίτηση απορρίφθηκε σιωπηρώς με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή της. Κατά της τεκμαιρόμενης αυτής απορρίψεως το αναιρεσίβλητο Ταμείο άσκησε προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε με την 6010/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την αιτιολογία ότι η ως άνω αίτηση περί επιστροφής του προαναφερόμενου ποσού υπεβλήθη μετά την παρέλευση τριετίας από την καταβολή του και, ως εκ τούτου, η σχετική αξίωση είχε παραγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995. Έφεση, ακολούθως, του αναιρεσίβλητου Ταμείου έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή, αφού έγινε δεκτό ότι το ως άνω ποσό είχε καταβληθεί αχρεωστήτως, κρίθηκε ότι και επί απαιτήσεως για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος στο Δημόσιο ποσού ισχύει όχι η προβλεπόμενη από το ανωτέρω άρθρο 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995 τριετής παραγραφή, αλλά, κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας, η πενταετής παραγραφή που θεσπίζει το άρθρο 86 παρ. 2 του ίδιου νόμου για τις εν στενή έννοια βεβαιωμένες χρηματικές αξιώσεις του Δημοσίου κατά τρίτων. Με το σκεπτικό δε αυτό το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ότι η αξίωση του αναιρεσιβλήτου για επιστροφή του ένδικου ποσού δεν είχε παραγραφεί, αφού η σχετική αίτηση είχε υποβληθεί εντός της ως άνω πενταετίας. Κατόπιν αυτού, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, έκανε δεκτή την προσφυγή και, αφού ακύρωσε την ως άνω αρνητική απάντηση, διέταξε την επιστροφή του προαναφερόμενου ποσού.
7. Επειδή, εφόσον από τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι το αναιρεσίβλητο Ταμείο ανεκάλεσε την δήλωση, βάσει της οποίας είχε καταβληθεί το ως άνω ποσό, εντός του πενταετούς χρόνου παραγραφής της σχετικής φορολογικής αξιώσεως του Δημοσίου, η δε ανάκληση έγινε δεκτή το πρώτον με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πριν από την δημοσίευση της οποίας το εν λόγω ποσό δεν ήταν αχρεώστητο, η αξίωση του αναιρεσιβλήτου για την επιστροφή του ποσού αυτού, την ικανοποίηση της οποίας επεδίωξε με την ασκηθείσα ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου προσφυγή, δεν είχε υποκύψει σε παραγραφή, διότι, με τα ανωτέρω δεδομένα, δεν είχε αρχίσει να τρέχει η προβλεπόμενη από την διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 84 του Κ.Φ.Ε. τριετής προθεσμία. Κατά συνέπεια, η ως άνω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, κατά την οποία η αξίωση του αναιρεσιβλήτου για την επιστροφή του ανωτέρω ποσού δεν είχε παραγραφεί, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας της, είναι ορθή και ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος με την υπό κρίση αίτηση μοναδικός λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η ένδικη αξίωση είχε υποκύψει σε παραγραφή σύμφωνα με την εφαρμοστέα εν προκειμένω, κατά το Δημόσιο, διάταξη του άρθρου 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995, η οποία προβλέπει ειδική τριετή παραγραφή από την καταβολή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς και η αίτηση στο σύνολο της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2017 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15ης Φεβρουαρίου 2017.
Η Πρόεδρος του Β’ Τμήματος
Ε. Σάρπ
Η Γραμματέας
Α. Ζυγουρίτσα