Πολύ σημαντική για τα δικαιώματα των υπόπτων και των κατηγορουμένων είναι η Οδηγία 2010/64/ΕΕ της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία.
Όπως αναφέρει το άρθρο 1 (αντικείμενο-πεδίο εφαρμογής) η Οδηγία καθορίζει κανόνες σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία και τη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και ισχύει για πρόσωπα από τη στιγμή κατά την οποία ενημερώνονται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, με επίσημη κοινοποίηση ή με άλλο τρόπο, ότι είναι ύποπτα ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας, που συνίσταται στον τελικό προσδιορισμό του κατά πόσον έχουν διαπράξει το αδίκημα, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον απαιτείται, της καταδίκης και της απόφασης επί ενδεχόμενης προσφυγής.
Το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση για τα πρόσωπα που δεν ομιλούν ή κατανοούν τη γλώσσα της διαδικασίας θεσπίζεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η παρούσα οδηγία διευκολύνει την εφαρμογή του δικαιώματος αυτού στην πράξη.
Η οδηγία διασφαλίζει την ύπαρξη δωρεάν και επαρκούς γλωσσικής συνδρομής, η οποία θα επιτρέπει στους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας να ασκήσουν πλήρως το δικαίωμά τους υπεράσπισης και θα διασφαλίζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.
Η διερμηνεία προς όφελος των υπόπτων ή κατηγορουμένων θα πρέπει να παρέχεται χωρίς καθυστέρηση. Εντούτοις, όποτε μεσολαβεί ορισμένο χρονικό διάστημα προτού η διερμηνεία καταστεί διαθέσιμη, τούτο δεν θα πρέπει να συνιστά παράβαση της υποχρέωσης να διατίθεται διερμηνεία χωρίς καθυστέρηση, εφόσον το χρονικό αυτό διάστημα είναι εύλογο δεδομένων των συνθηκών.
Η επικοινωνία μεταξύ υπόπτων ή κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διερμηνείας, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι σε θέση να εξηγούν στους συνηγόρους τους την εκδοχή τους για τα γεγονότα, να επισημαίνουν οποιουσδήποτε ισχυρισμούς με τους οποίους διαφωνούν και να γνωστοποιούν στους συνηγόρους τους οποιαδήποτε γεγονότα επιθυμούν να προβληθούν προς υπεράσπισή τους.
Για τους σκοπούς της προετοιμασίας της υπεράσπισης, η επικοινωνία μεταξύ υπόπτων ή κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους που σχετίζεται άμεσα με υποβολή ερωτήσεων ή ακρόαση στη διάρκεια της διαδικασίας, ή με την κατάθεση έφεσης ή άλλων δικονομικών αιτημάτων, όπως αίτημα για εγγυοδοσία, θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διερμηνείας, εφόσον τούτο απαιτείται για τη διασφάλιση της διεξαγωγής δίκαιης δίκης.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν για την ύπαρξη διαδικασίας ή μηχανισμού με σκοπό την εξακρίβωση του κατά πόσον οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι ομιλούν και κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας ή εάν χρειάζονται τη συνδρομή διερμηνέα.
Μια τέτοια διαδικασία ή ένας τέτοιος μηχανισμός επιβάλλει στην αρμόδια αρχή να εξακριβώνει με οποιονδήποτε ενδεδειγμένο τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συνομιλίας με τους εν λόγω υπόπτους ή κατηγορουμένους, κατά πόσον αυτοί ομιλούν και κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας ή χρειάζονται τη συνδρομή διερμηνέα.
Η διερμηνεία και η μετάφραση στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να παρέχεται στη μητρική γλώσσα των υπόπτων ή των κατηγορουμένων ή σε όποια άλλη γλώσσα ομιλούν ή καταλαβαίνουν, ώστε να τους επιτρέπεται να ασκήσουν πλήρως το δικαίωμά τους υπεράσπισης και να διασφαλίζεται ταυτόχρονα η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.
Προκειμένου να διασφαλίζεται η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, τα ουσιώδη έγγραφα, ή τουλάχιστον τα σχετικά χωρία των εγγράφων αυτών, απαιτείται να μεταφράζονται προς χάριν των υπόπτων ή κατηγορουμένων, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
Ορισμένα έγγραφα θα πρέπει να θεωρούνται πάντοτε ουσιώδη έγγραφα προς τον σκοπό αυτόν και, συνεπώς, να μεταφράζονται, όπως οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση.
Εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να αποφασίζουν, με δική τους πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα των υπόπτων ή των κατηγορουμένων ή των συνηγόρων τους, ποια άλλα έγγραφα είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση της διεξαγωγής δίκαιης δίκης και, συνεπώς, θα πρέπει επίσης να μεταφράζονται.
Στην κυπριακή νομοθεσία η οδηγία ενσωματώθηκε με τον περί του Δικαιώματος σε Διερμηνεία και Μετάφραση κατά την Ποινική Διαδικασία Νόμο 18 (Ι) του 2014.