Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι προέρχονται από την ίδια γενετική δεξαμενή, η οποία όμως άρχισε σταδιακά να αλλάζει μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου το 1571 μ.Χ.
Αυτό διαπιστώνει πληθυσμιακή γενετική μελέτη του τμήματος Καρδιαγγειακής Γενετικής και του εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου (ΙΝΓΚ). Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε πριν μερικές μέρες στο επιστημονικό περιοδικό «PlosOne», διεξήχθη τα τελευταία δύο χρόνια από πολυμελή πολυεθνική ομάδα εξειδικευμένων επιστημόνων με επικεφαλής τον καθηγητή Μάριο Καριόλου του ΙΝΓΚ και τους στενούς του συνεργάτες δρα Αλέξανδρο Ηρακλείδη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και δρα Ήβη Πασιαρδή του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας είναι οι: Εύα Φερναντέζ, Στεφανία Μπεντροτσίνι, Μάριος Χειμωνάς, Βασίλης Χριστοφή, Τζόναθαν Κινγκ, Μπρουσέ Μπουτόουλε και Παναγιώτης Μανώλη.
Η ερευνητική ομάδα συγκέντρωσε και ανέλυσε δείγματα DNA από 344 Ελληνοκύπριους άνδρες, με γεωγραφική κατανομή σε όλη την κυπριακή επικράτεια, που δεν είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους και τα συνέκρινε με τα δείγματα 380 Τουρκοκυπρίων ανδρών, επίσης ξένων μεταξύ τους. Οι τελευταίοι είχαν κυπριακή καταγωγή (δηλαδή, δεν είναι έποικοι, που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο μετά το 1974).
Οι πληροφορίες για το δείγμα των 380 Τουρκοκυπρίων ελήφθησαν από ένα δημόσια προσβάσιμο δείγμα πληθυσμού, του οποίου το DNA ανέλυσε και δημοσίευσε το 2017 ο Τουρκοκύπριος γενετιστής Τζεμάλ Γκουρκάν. Ο λόγος που επιλέχθηκαν ανδρικά δείγματα είναι, επειδή το ανδρικό χρωμόσωμα Υ στο 23ο ζεύγος των ανθρώπινων χρωμοσωμάτων (ΧΥ για τους άντρες και ΧΧ για τις γυναίκες) μεταφέρεται σχεδόν αυτούσιο από γενιά σε γενιά και έτσι μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την καταγωγή πηγαίνοντας πολλές γενιές πίσω. Οι μικρές αλλαγές, που μπορεί να παρατηρηθούν στο ανδρικό χρωμόσωμα Υ (ή μεταλλάξεις στη γλώσσα της γενετικής), όπως αυτό κληροδοτείται από μία γενεά στην άλλη, βοηθούν και αυτές στις πληθυσμιακές γενετικές μελέτες.
Το επιστημονικό εύρημα της πληθυσμιακής γενετικής μελέτης είναι ότι η καταγωγή πατρός Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων προέρχεται κυρίως από την ίδια γενετική δεξαμενή, σε βαθμό τέτοιο ώστε να θεωρείται περίπου πως πρόκειται για τον ίδιο πληθυσμό. Προκύπτει επίσης ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μοιράζονται και μια πολύ στενή γενετική συγγένεια με τους κατοίκους του Λιβάνου, αλλά και της Καλαβρίας στην Ιταλία.
Ενδιαφέρον είναι ότι τόσο Ελληνοκύπριοι όσο και Τουρκοκύπριοι φανερώνουν στενές γενετικές καταβολές και με τον ελληνικό πληθυσμό. Αν ανατρέξει κανείς στη γενεαλογία της τελευταίας χιλιετίας, όπως φαίνεται από την ανάλυση των απλοτύπων (σσ: απλότυπος είναι η γενετική ταυτότητα του κάθε άνδρα στο χρωμόσωμα Υ, η οποία χρησιμοποιείται για ταυτοποιήσεις ατόμων που είναι συγγενικά), Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μοιράζονται μεταξύ τους πολύ περισσότερους απλότυπους απ’ όσους έχουν κοινούς με οποιονδήποτε άλλον πληθυσμό περιβάλλει την Κύπρο.
Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι 7-8% του πληθυσμού των δύο κοινοτήτων είναι μεταξύ τους κοντινοί συγγενείς εκ πατρός. Οι Τουρκοκύπριοι εμφανίζονται επίσης να έχουν σε ποσοστό 3% κοινούς απλότυπους με τους κατοίκους της Τουρκίας και ένα μικρότερο ποσοστό με κατοίκους διαφόρων χωρών της Βόρειας Αφρικής, κυρίως της Λιβύης. Τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι έχουν κοινούς απλότυπους με κατοίκους της Ελλάδας και του Λιβάνου, ενώ συγκεκριμένα οι Ελληνοκύπριοι έχουν κοινούς απλότυπους με κατοίκους της Αλβανίας.
Το γενικό γενετικό προφίλ των Κυπρίων (ιδιαίτερα των Ελληνοκυπρίων) όσον αφορά την πατρική καταγωγή μοιάζει με αυτό γηγενών πληθυσμών της Μικράς Ασίας και του νοτιοδυτικού Καυκάσου (π.χ. Αρμένιοι), καθώς και μ΄εκείνο των Ελλήνων της Κρήτης. Η γενετική ομοιότητα με τους πληθυσμούς που κατοικούν στην Ελλάδα είναι μεγάλη, όχι όμως τόσο όσο με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, διότι από τον εξελληνισμό του νησιού με την κάθοδο των αχαϊκών φύλων έως σήμερα έχουν μεσολαβήσει 3.500 χρόνια και στο μεταξύ οι απλότυποι-Υ μεταλλάχθηκαν.
Έτσι είναι αδύνατο να εντοπιστεί μεγάλος αριθμός κοινών απλοτύπων. Στους Τουρκοκύπριους, η επιμιξία με τον τουρκικό πληθυσμό (βάσει πάντα του ανδρικού χρωμοσώματος Υ) είναι μικρή και φαίνεται να ήρθε αργά, πιθανότατα μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς τον 16ο αιώνα. Συνολικά, η ανάλυση του χρωμοσώματος Υ δείχνει ότι οι Κύπριοι βρίσκονται στη μέση μιας γενετικής εξάπλωσης, που εκτείνεται από τη λεκάνη της Λεβαντίνης ως τη νοτιοανατολική Ευρώπη και αποκαλύπτει ότι, παρά τις επιμέρους διαφορές στους απλότυπους, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μοιράζονται μια κοινή πατρική καταγωγή από την περίοδο πριν από την οθωμανική κυριαρχία στο νησί.
Με βάση την ιστορική και αρχαιολογική μαρτυρία, η παρουσία Ελληνοκυπρίων στο νησί αρχίζει την εποχή του Χαλκού (περίπου στα 1000 π.Χ.) και των Τουρκοκυπρίων την οθωμανική περίοδο (16ος αιώνας μ.Χ.). Έτσι, αυτή η μεταξύ τους γενετική ομοιότητα (μεγαλύτερη από ό,τι με οποιονδήποτε άλλο πληθυσμό της γύρω περιοχής) θα μπορούσε να αποδοθεί είτε στην κοινή προοθωμανική καταγωγή και των δύο κοινοτήτων που διαφοροποιήθηκε (αλλά ακόμη διατηρούνται σημαντικές ομοιότητες) μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου, είτε σε μια διαφορετική, όχι κυπριακή, πατρική γενετική καταγωγή των Τουρκοκυπρίων (π.χ. τουρκική).
Ανάλυση της προέλευσης 24 κοινών απλοτύπων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων έδειξε ότι κανείς από αυτούς δεν συναντάται στην Τουρκία, επομένως δεν προκύπτει τουρκική καταγωγή. Πολύ περισσότερο, το γεγονός ότι οι 20 από τους 24 κοινούς απλότυπους δεν υπάρχουν ούτε στη διεθνή βάση δεδομένων, δείχνει ότι συναντώνται μόνο στον τοπικό πληθυσμό της Κύπρου.