Στα τέλη του 2016, στον απόηχο του Brexit και της νίκης του Τραμπ, οι Ευρωπαίοι είχαν βυθισθεί σε βαθιά κατήφεια, εκτιμώντας ότι η στιγμή της Ευρώπης είχε παρέλθει.
Εξι μήνες αργότερα, όλα άλλαξαν. Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ολοένα και περισσότεροι Ευρωπαίοι στοιχηματίζουν στο μέλλον της Ε.Ε., χάρη στην οικονομική ανάκαμψη, στην ήττα των λαϊκιστών στην Ολλανδία και στην ταπείνωση της Τερέζα Μέι και του στρατοπέδου του Brexit στις εκλογές της Βρετανίας. Την ίδια στιγμή, η νίκη του Εμανουέλ Μακρόν έπεισε πολλούς κατοίκους της ευρωπαϊκής ηπείρου ότι η προοπτική της περαιτέρω ενσωμάτωσης δεν έχει εξαφανισθεί.
Παρότι η Δυτική Ευρώπη βιώνει περίοδο αισιοδοξίας, η Κεντρική Ευρώπη εμφανίζεται προσηλωμένη στην απαισιοδοξία. Πίσω από το κλίμα αυτό κρύβεται ο φόβος της Πολωνίας και της Ουγγαρίας ότι κάθε ενίσχυση της ενσωμάτωσης θα απειλήσει τα αυταρχικά καθεστώτα που οικοδόμησαν, αλλά και η πεποίθηση πολλών κατοίκων της περιοχής πως σε μία Ευρώπη με ισχυρό γαλλογερμανικό άξονα θα βρεθούν πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Η κεντροευρωπαϊκή αντίσταση στον άξονα Βερολίνου – Παρισίων συχνά βασίζεται σε θεμιτές διεκδικήσεις. Η αυταρχική στροφή των χωρών αυτών, όμως, έκανε τους Δυτικοευρωπαίους βαθιά καχύποπτους για τα κίνητρα των ανατολικών εταίρων τους.
Ενα καλό παράδειγμα
Η προσφυγική κρίση αποτελεί καλό παράδειγμα: Οι Ανατολικοευρωπαίοι υποστηρίζουν –δικαίως– ότι η αρχή της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης δεν μπορεί να υπερισχύει των αποφάσεων δημοκρατικά εκλεγμένων κοινοβουλίων. Η υστερική αντιμεταναστευτική ρητορική της Ουγγαρίας, όμως, επέτρεψε στην Ευρωπαϊκή Ενωση να απορρίψει τη Βουδαπέστη ως άντρο εθνικισμού.
Η Κεντρική Ευρώπη πρέπει να επιλέξει μεταξύ δύο προτύπων: του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπαν και του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, με τον πρώτο να εκφράζει την προοπτική απομόνωσης και τον δεύτερο να αποτελεί το νέο φιλικό πρόσωπο της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης.