Απόφαση 192 / 2017 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 192/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.148/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη και Μαρία Παπασωτηρίου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ροδόπης, περί αναιρέσεως της 436/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ροδόπης.
Με κατηγορούμενο τον Κ. Κ. του Π., κάτοικο …, που δεν παρέστη και με πολιτικώς ενάγοντα τον Δ. Β. του Θ., κάτοικο …, που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Ροδοπης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ροδόπης ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 2/7-3-2016 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ροδόπης Κ. Σ. και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2016.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ.3, 479 παρ.2, 504 παρ.1 και 505 παρ.1 περ.δ’ ΚΠΔ, προκύπτει ότι, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ασκεί αναίρεση κατά των αποφάσεων των μονομελών πλημμελειοδικείων και πταισματοδικείων της περιφέρειάς του, καταδικαστικών, αθωωτικών, εκείνων που παύουν την δίωξη ή την κηρύσσουν απαράδεκτη ή κηρύσσουν αναρμοδιότητα. Κατά των αθωωτικών αποφάσεων μπορεί να προτείνει μόνο το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ.1Ε’ , δηλαδή για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, σύμφωνα με το άρθρο 506 στοιχ.β. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση των αποφάσεων του δικαστηρίου, όπου είναι τοποθετημένος, και των αποφάσεων των Μονομελών Πλημμελειοδικείων και Πταισματοδικείων της Περιφέρειάς του, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠΔ, δηλαδή μέσα σε δέκα ημέρες από την καταχώρηση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στην γραμματεία του οικείου ποινικού δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, με δήλωση της ενώπιον της γραμματέως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό 2/7-3-2016 έκθεση της, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ροδόπης άσκησε αναίρεση κατά της με αριθμό 436/04.06.2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης, (καταχωρηθείσης στο ειδικό βιβλίο την 24.02.2016), με την οποία έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής την ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος του Κ. Κ., κατόπιν μεταβολής της κατηγορίας σε συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου ,από συκοφαντική δυσφήμηση, για την οποία αυτός είχε κριθεί ένοχος πρωτοδίκως. Η αναίρεση ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 463, 46, 473 παρ. 1, 3 474 παρ. 1, 2, 504 παρ.1, 505 παρ.1 δ’ ΚΠΔ. Επομένως, πρέπει, να εξεταστεί περαιτέρω η ένδικη, περιέχουσα σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης, αίτηση της άνω Εισαγγελέως Πρωτοδικών, την οποία κατά τη συζήτηση εκπροσωπεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (άρθρο 513 παρ.2 ΚΠΔ), σαν να είναι παρόντες, τόσον ο κατηγορούμενος, όσον και ο πολιτικώς ενάγων, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν, ούτε και εκπροσωπήθηκαν από συνήγορο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο έκθεμα, παρότι κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση, στον ίδιο τον κατηγορούμενο και στον αντίκλητο δικηγόρο του Σ. Γ., καθώς και στον σύνοικο του πολιτικώς ενάγοντος, της με αριθ. …29.3.2016 κλήσης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, προς εμφάνιση τους στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου στη σημερινή δικάσιμο( βλ. τα από 04.04.2016, 01.04.2016 και 01.04.2016 αποδεικτικά επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Εισαγγελίας πρωτοδικών Ροδόπης Ε. Γ., της δικαστικής επιμελήτριας Π. Β. και του δικαστικού επιμελητή Εισαγγελίας Πρωτ/δικών Αλεξ/λης Σ. Ε., αντιστοίχως).
Ειδικότερα, η άνω Εισαγγελέας Πρωτοδικών δήλωσε ότι ασκεί αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά της υπ’ αριθμό 436/ 04.06.2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης, η οποία εκδόθηκε κατ’ έφεση της υπ’ αριθ.249/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, δια της οποίας γενομένου δεκτού σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου Κ. Κ., έπαυσε η ποινική δίωξη σε βάρος αυτού, λόγω παραγραφής, και ζήτησε την παραδοχή της παρούσης αναιρέσεως και την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, ερμηνεύοντας εσφαλμένα ουσιαστική ποινική διάταξη (άρθρο 510 παρ.1.στοιχ.Ε ΚΠΔ) και συγκεκριμένα ,ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου, -αλλά εκείνες περί τύπου, μετέβαλε (κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό) την κατηγορία από συκοφαντική δυσφήμηση σε συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου και ακολούθως, καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του (άρθρο 510 παρ.1 περ.Η ΚΠΔ) έπαυσε την ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου λόγω παραγραφής. Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν το πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Η εσφαλμένη ερμηνεία μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόμου η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Η του ΚΠΔ ,λόγο αναιρέσεως συνιστά και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει για κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. ΟΙ περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας ορίζονται ενδεικτικώς στην προδιαληφθείσα διάταξη. Τέτοια δε περίπτωση ανακύπτει και όταν το δικαστήριο άσκησε τη δικαιοδοσία του χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις αυτής για τη συγκεκριμένη περίπτωση (Ολ. ΑΠ 3/2005, ΑΠ 48/2007, ΑΠ 1388/2006, ΑΠ 52/2010). Περαιτέρω, το άρθρο μόνο του Ν. 2243/1994 “περί καταργήσεως των ειδικών ποινικών τάξεων περί τύπου” ορίζει στην παράγραφο 1 εδ. α”, ότι “καταργούνται οι ποινικές διατάξεις, ουσιαστικές και δικονομικές, του Ν. 5060/1931 “περί τύπου” προσβολών της τιμής εν γένει και άλλων σχετικών αδικημάτων” και του α.ν. 1092/1938 “περί Τύπου” καθώς και κάθε άλλη ουσιαστική και δικονομική ποινική διάταξη ειδικού νόμου σχετικά με τον Τύπο, εκτός των όρθρων 29 και 30 του Ν. 5060/1931, όπως αυτό ισχύουν σήμερα, του όρθρου 47 του αν.ν. 1092/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ.2 του Ν. 1738/1987 και της παρ. 3 του άρθρου μόνου του Ν. 1178/1981. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι από της ενάρξεως της ισχύος του ανωτέρω νόμου, που συντελέσθηκε κατά την 3-10-1994, θεωρούνται καταργημένες όλες οι ποινικές διατάξεις, ουσιαστικές και δικονομικές, των σχετικών περί τύπου νόμων και η νομοτυπική μορφή των αδικημάτων καθιερώνεται και προσδιορίζεται από τις ουσιαστικές διατάξεις του Π.Κ. ή άλλου ειδικού νόμου. Έτσι ο νομοθέτης, θεώρησε ότι οι γενικές διατάξεις είναι επαρκείς για την αντιμετώπιση των αδικημάτων Τύπου. Όμως ο ίδιος διατήρησε σε ισχύ και ειδικής μορφής διατάξεις, των οποίων το εύρος δεν καλύπτεται από του Π.Κ ή ΚΠΔ. Εξάλλου οι διατάξεις των όρθρων 1 παρ.1 και 2 παρ.1 και 2 του α.ν. 1098/1938 “περί Τύπου” που επανήλθε σε ισχύ με το άρθρο 2 του Ν. 10/1975 δεν καταργήθηκαν υπό της παρ. 1 του άρθρου μόνου του Ν. 2243/1994, γιατί αυτές δεν εμπίπτουν στην έννοια της ουσιαστικής ποινικής δικονομικής διατάξεως, αφού οι ίδιες απλώς και μόνον προσδιορίζουν, εξ’ επόψεως ορισμού, την έννοιαν του Τύπου, του εντύπου του δημοσιεύματος και της δημοσιεύσεως. Ειδικότερα αμφότερες οι προαναφερόμενες διατάξεις καθορίζουν αντιστοίχως ότι ” Τύπος και έντυπον, επί των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου τούτου είναι πάν ότι εκ τυπογραφίας ή οιουδήποτε άλλου μηχανικού ή χημικού μέσου παράγεται εις όμοια αντίτυπα και χρησιμεύει εις πολλαπλασιασμόν ή διάδοσιν χειρογράφων, εικόνων, παραστάσεων, μετά ή άνευ σημειώσεων ή μουσικών έργων, μετά κειμένου ή επεξηγήσεων ή φωνογραφικών πλακών” και ότι “Ως δημοσίευσις εντύπου θεωρείται η διανομή, πώλησις, καθώς και η εις δημόσιον μέρος ή εν δημοσία συναθροίσει ή εις μέρος προσιτόν εις το κοινόν τοιχοκόλλησις ή έκθεσις παντός εντύπου…Αδίκημα του Τύπου υπάρχει όταν λάβει χώρα ή κατά την προηγούμενην παράγραφον δημοσίευσις”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων , τα οποία τελούνται δια του Τύπου, ήτοι των εγκλημάτων του κοινού δικαίου, τα οποία προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα ή από τους ειδικούς ποινικούς νόμους, όταν τελούνται με κατάχρηση του Τύπου, ως μέσου για την εκδήλωση τους (Ολ Α.Π. 759/1988) δεν αρκεί να συντρέχει το στοιχείο του εντύπου, όπως εννοιολογικώς προσδιορίζεται από το όρθρο 1 του αν.ν. 1092/1938, αλλά προσαπαιτείται και η δημοσίευση του, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του ίδιου νόμου, όταν συντελεσθεί η διανομή ή πώληση του εντύπου, καθώς και η τοιχοκόλληση ή έκθεση αυτού σε δημόσιο μέρος ή σε δημόσια συνάθροιση ή σε μέρος προσιτό στο κοινό. Κατά συνέπεια, καταχώριση στο διαδίκτυο (ντερνετ) κειμένου με δυσφημιστικά γεγονότα και ανακοίνωση από τηλεοράσεως δυσφημιστικών γεγονότων, αφού το διαδίκτυο και η τηλεόραση δεν αποτελούν τυπογραφία, ούτε θεωρούνται μηχανικά μέσα πολλαπλασιασμού χειρογράφων και δεν θεωρούνται “τύπος” ή “έντυπο” δεν στοιχειοθετούν αδίκημα τελούμενο δια του τύπου (ΑΠ 726/2010, ΑΠ 1030/2009, ΝΟΜΟΣ, 345/2002 ΝΟΒ 2002 1522, ΑΠ 136/2000 Ποιν.Χρ.2000 412). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει την γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση του να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως γεγονός κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του αναιρετικού ελέγχου, κατόπιν της από 09.03.2010 εγκλήσεως του Δ. Β. ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου Κ. Κ., συντάκτη του ηλεκτρονικού εντύπου ” …” και του ιδιοκτήτη και εκδότη αυτού, Κ. Κ., για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, πράξεις που φέρεται ότι τέλεσαν από 19.03.2009 έως και 03.03.2010, παραπέμφθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κομοτηνής, το οποίο με την υπ’ αριθμό.249/2014 απόφασή του κήρυξε αθώο τον άνω δεύτερο κατηγορούμενο και καταδίκασε τον πρώτο κατηγορούμενο, Κ. Κ., σε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, για την παραπάνω πράξη. Με την υπ’ αριθμό 436/2015 απόφαση του το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ροδόπης, που δίκασε κατ’ έφεση, έπαυσε την ποινική δίωξη σε βάρος του τότε εκκαλούντος κατηγορουμένου, λόγω παραγραφής, δεχόμενο (κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό) την μεταβολή της κατηγορίας από συκοφαντική δυσφήμηση σε συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου. Ειδικότερα το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ροδόπης με την άνω απόφαση του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων σ’ αυτήν αποδεικτικών μέσων, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: “Ο κατηγορούμενος Κ. Κ. που είναι συντάκτης του ηλεκτρονικού εντύπου με την επωνυμία “…”, με ηλεκτρονική διεύθυνση “…” του οποίου ιδιοκτήτης και εκδότης είναι ο Κ. Κ., κατά το χρονικό διάστημα από 19-3-2009 έως και 3-3-2010, υπό την προαναφερομένη ιδιότητα του ανήρτησε και δημοσίευσε στην παραπάνω ηλεκτρονική διεύθυνση, σε βάρος του Δ. Β. του Θ., το από 19-3-2009 αρχικό δημοσίευμα. Το συγκεκριμένο δημοσίευμα διατήρησε στο διαδίκτυο τουλάχιστον μέχρι την 3-3-2010. Σ’ αυτό ισχυριζόταν σε βάρος του εγκαλούντα ότι εμπλέκεται σε εργολαβικά συμφέροντα και διαπλέκεται μεταξύ ιδιοκτητών ΜΜΕ και εργολάβων δημοσίων έργων, εμφανίζοντας τον ως διαπλεκόμενο πρόσωπο, ότι ο ίδιος χρησιμοποίησε ατομικά τον κ. Λ. ως δούρειο ίππο, υπονοώντας ότι ο ίδιος αναμειγνύεται με την παράταξη της αντιπολίτευσης στο δημοτικό συμβούλιο της Αλεξανδρούπολης ως άτομο των παρασκηνίων, ότι ο Λ. καλύπτει το εγκαλούντα θάβοντας κατεδαφίσεις οικοδομών στις οποίες είχε πούλησα ακατάλληλο μπετόν, υπονοώντας ότι ο ίδιος και η εταιρεία του “… ΑΕ.”, πωλεί κακής ποιότητας μπετόν, ότι προβαίνει σε εκβιασμούς σε βάρος αντιπάλων τοπικών συμφερόντων και πως εμπλέκεται και σε υποθέσεις εμπορίας ναρκωτικών.
Από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το ως άνω ηλεκτρονικό έντυπο αποτελεί ηλεκτρονική εφημερίδα και ως τέτοιο υπάγεται στις διατάξεις περί τύπου όπως αναλυτικά εκτίθεται στην ανωτέρω μείζονα πρόταση.
Συνεπώς η αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ’ εξακολούθηση, συνιστά κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου κατ’ εξακολούθηση. Ωστόσο το συγκεκριμένο έγκλημα (συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου) που φέρεται να τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 19-3-2009 έως και 3-3-2010 έχει παραγραφεί δεδομένου ότι έχει παρέλθει από τότε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 42 μηνών, όπως αυτό ορίζεται, κατ’ ανώτατο όριο, στο άρθρο 47 του α.ν 1092/38 το οποίο τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην ως άνω μείζονα πρόταση.
Συνεπώς το αξιόποινο της αποδιδομένης – όπως ανωτέρω αναφέρεται κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό – στον κατηγορούμενο αξιοποίνου πράξεως, έχει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 112 και 47 του α.ν 1092/38, εξαλειφθεί λόγω παραγραφής και, επομένως πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 370 στοιχ. β’ του ΚΠΔ, να παύσει οριστικά η ασκηθείσα για την παράβαση αυτή σε βάρος του κατηγορουμένου ποινική δίωξη”. Ακολούθως έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου, αφού μετέτρεψε την κατηγορία σε συκοφαντική δυσφήμιση δια του τύπου με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά διατακτικό: “ΔΕΧΕΤΑΙ τον αυτοτελή ισχυρισμό που υποβλήθηκε για λογαριασμό του κατηγορουμένου. ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ την κατηγορία σε συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό και ΠΑΥΕΙ οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου λόγω παραγραφής του ότι : ο κατηγορούμενος στην Κομοτηνή, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατά το χρονικό διάστημα από 19-3-2009 έως και 3-3-2010, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων και διέδωσε για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, το γεγονός δε αυτό είναι ψευδές και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ειδικότερα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ο Κ. Κ. ως ιδιοκτήτης και εκδότης του ηλεκτρονικού εντύπου με την επωνυμία “…”, με ηλεκτρονική διεύθυνση “…” και ο κατηγορούμενος ως συντάκτης του επίμαχου δημοσιεύματος, ανάρτησαν και δημοσίευσαν στην παραπάνω ηλεκτρονική διεύθυνση, σε βάρος του Δ. Β. του Θ., το από 19-3-2009 αρχικό δημοσίευμα που το διατήρησαν στο διαδίκτυο τουλάχιστον μέχρι την 3-3-201, στο οποίο ισχυρίζονταν ψευδώς σε βάρος του εγκαλούντα ότι ο εγκαλών εμπλέκεται σε εργολαβικά συμφέροντα και διαπλέκεται μεταξύ ιδιοκτητών ΜΜΕ και εργολάβων δημοσίων έργων, εμφανίζοντας τον ως διαπλεκόμενο πρόσωπο, ότι ο ίδιος χρησιμοποίησε ατομικά τον κ. Λ. ως δούρειο ίππο, υπονοώντας ότι ο ίδιος αναμειγνύεται με την παράταξη της αντιπολίτευσης στο δημοτικό συμβούλιο της Αλεξανδρούπολης ως άτομο των παρασκηνίων, ότι ο Λ. καλύπτει το εγκαλούντα θάβοντας κατεδαφίσεις οικοδομών στις οποίες είχε πουλήσει ακατάλληλο μπετόν, υπονοώντας ότι ο ίδιος και η εταιρεία του “… Α.Ε.”, πωλεί κακής ποιότητας μπετόν, ότι προβαίνει σε εκβιασμούς σε βάρος αντιπάλων τοπικών συμφερόντων και πως εμπλέκεται και σε υποθέσεις εμπορίας ναρκωτικών.
Τα παραπάνω, το περιεχόμενο των οποίων έλαβαν γνώση πολλά άτομα χρήστες του διαδικτύου που επισκέφτηκαν τη συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση, αλλά και μέσω της μηχανής αναζήτησης (Google), ήταν ψευδή καθόσον η αλήθεια είναι πως ο Δ. Β. δεν εμπλέκεται σε εργολαβικά συμφέροντα και δεν διαπλέκεται μεταξύ ιδιοκτητών ΜΜΕ και εργολάβων δημοσίων έργων, ουδέποτε συναντήθηκε και συνομίλησε με τον κ. Λ., ουδέποτε αναμίχθηκε με τη δημοτική παράταξη της αντιπολίτευσης στο δημοτικό συμβούλιο της Αλεξανδρούπολης, δεν έχει μέχρι τώρα προκύψει πως η εταιρεία του με την επωνυμία “… Α.Ε.” πωλεί κακής ποιότητας μπετόν ούτε υπήρξαν κατεδαφίσεις οικοδομών, δεν προέβη ποτέ σε εκβιασμό αντιπάλων τοπικών συμφερόντων και δεν έχει εμπλακεί ποτέ σε εμπόριο ναρκωτικών, ενώ ο κατηγορούμενος το ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων αν και γνώριζε ότι αυτά ήταν ψευδή και μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος”. Με την κρίση του αυτή στην προσβαλλόμενη απόφαση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ροδόπης υπέπεσε στην πλημμέλεια, 1) του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ, θεωρώντας εσφαλμένα, ότι ο κατηγορούμενος δεν διέπραξε το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά τις διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά εκείνο της συκοφαντικής δυσφήμησης δια του τύπου, δεχόμενο, ότι στις σχετικές περί τύπου διατάξεις υπάγονται εκτός των εφημερίδων και των περιοδικών και οι ιστοσελίδες και τα μπλογκς (blogs), καθόσον αυτά περιέχουν κείμενα και οπτικοακουστικό υλικό που παράγονται με τον συνδυασμό μηχανικής και ηλεκτρονικής διαδικασίας και προορίζονται για την διάδοση μέσω του διαδυκτύου, κάθε δε ανάκληση του υλικού αυτού από τον χρήστη συνιστά αντίτυπο, 2) του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Η, με το να προβεί στη συνέχεια στην οριστική παύση της ποινικής διώξεως σε βάρος του (κατηγορουμένου), λόγω συμπληρώσεως του χρόνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής του αδικήματος. Εν όψει όλων αυτών, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε και Η του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (άρθρα 362,363 ΠΚ σε συνδ. με αρθ.1 παρ.1, και 2 παρ. 1,2 του ΑΝ 1098 1938 ” περί τύπου”, όπως ισχύουν) και της θετικής υπερβάσεως εξουσίας, πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπέμψει η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν προηγουμένως δικάσει (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμό 436/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2016. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Φεβρουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ