ΚΥΠΡΟΣ: Το Ανώτατο Δικαστήριο δικάζοντας την έφεση του Γεν.Εισαγγελέα κατά πρωτόδικης απόφασης, διπλασίασε την ποινή που είχε επιβληθεί σε 38χρονο για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανήλικης 15χρονης, από 12 μήνες φυλάκιση σε 2 έτη φυλάκιση.
Σύμφωνα με την υπόθεση, ο 38χρονος, όντας εκπαιδευτικός σε σχολή όπου φοιτούσε η ανήλικη, συνήψε ερωτική και σεξουαλική σχέση μαζί της, την οποία εκμυστηρεύτηκε σε συνάδελφό του στη σχολή και ακολούθησε σχετική καταγγελία στην Αστυνομία.
Σε εξέταση που έγινε στην 15χρονη από ψυχολόγο, διαπιστώθηκε ότι η νοητική της κατάσταση ήταν χαμηλότερη των παιδιών της ηλικίας της και ότι υπήρχαν δυσκολίες στην κατανόηση και τη μνήμη, καθώς επίσης και ότι είχε συμπτωματολογία συναισθηματικής εξάρτησης με τον 38χρονο.
Σε πρώτο βαθμό το Κακουργιοδικείο, επέβαλε στον εφεσίβλητο ποινή φυλάκισης ενός έτους, για παραβίαση των άρθρων 2, 6(3) του Περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014), προσμετρώντας υπέρ αυτού την παραδοχή και το λευκό του μητρώο καθώς και τις επιπτώσεις της φυλάκισης στα δύο ανήλικα παιδιά του καθώς και τη μητέρα του, λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει.
Η Γεν.Εισαγγελία εφεσίβαλε τη 12μηνη ποινή φυλάκισης ως έκδηλα ανεπαρκή, όπως αναφέρεται στην απόφαση. Σύμφωνα με τη δοθείσα στο εφετήριο αιτιολογία δεν εδόθη η δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα και τη φύση του αδικήματος, όπως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη στο Νόμο ποινή που είναι η 20ετής φυλάκιση.
Ενώ δηλώνεται λεκτικά από το Κακουργιοδικείο η ανάγκη αποτροπής σε σεξουαλικά αδικήματα με θύματα ανήλικα πρόσωπα, δεν δίδεται η αντίστοιχη βαρύτητα με δεδομένη τη διαπίστωση της αύξησης στη συχνότητα διάπραξης τέτοιων αδικημάτων.
Διατυπώνεται επίσης μομφή στην πρωτόδικη προσέγγιση για μη ορθή αξιολόγηση των επιβαρυντικών παραγόντων της υπόθεσης, ιδιαίτερα τη διαφορά ηλικίας μεταξύ του εφεσίβλητου και του θύματος, τη νοητική κατάσταση της παραπονουμένης η οποία ήταν χαμηλότερη των παιδιών της ηλικίας της και τη συναισθηματική της εξάρτηση από τον εφεσίβλητο, ο οποίος ήταν και καθηγητής της.
Καταλογίζεται επίσης ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες με αποτέλεσμα την εξασθένηση της αποτελεσματικής εφαρμογής του Νόμου και την αποστολή λανθασμένων μηνυμάτων στους παραβάτες τέτοιων αδικημάτων.
Το Εφετείο στην απόφασή του αναφέρει μεταξύ άλλων την αντίστοιχη υπόθεση στην Ποιν. Έφεση Αρ. 59/16, 23.3.2017, όπου ο εφεσείων ήταν 24 και το θύμα 13 χρονών και επικυρώθηκε ποινή 2 ½ ετών φυλάκισης σε αδίκημα που στηριζόταν ακριβώς στον ίδιο Νόμο.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του Εφετείου, «το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε – παρά τη λεκτική αντίθετη διατύπωση – στις ορθές της παραμέτρους τη σοβαρότητα του αδικήματος, αλλά και δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα σε παράγοντες που συνέτρεχαν εν προκειμένω, με αποτέλεσμα η ποινή να παρουσιάζεται έκδηλα ανεπαρκής.
Παραγνωρίσθηκε στην ουσία του ότι τα αδικήματα τέτοιας φύσεως παρουσιάζουν ανησυχητικά αυξητική τάση.
Προσθέτως, δεν αντικρίσθηκε στην ορθή του διάσταση η σχέση της ανήλικης μαθήτριας με τον εφεσίβλητο που ήταν καθηγητής στο ίδιο σχολείο – έστω και αν όχι τακτικός στην τάξη της.
Σημασία είχε – και αναγνωρίζεται νομολογικά ως επιβαρυντικός παράγοντας – η ιδιότητα καθηγητή με μαθήτρια ως εκ της δυνατότητας να εδραιωθεί συναισθηματική εξάρτηση, (όπως ήδη εν προκειμένω διαπιστώθηκε στην έκθεση του ψυχολόγου) και πιο εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε εκμετάλλευση ενός θύματος…Η εξάρτηση που μπορεί να αναπτυχθεί σε ένα χώρο όπως το σχολείο που πρέπει να είναι και να παραμείνει – ας μας επιτραπεί ο όρος – προστατευμένος, συνιστά το αδίκημα σοβαρότερο…Επιβαρυντικό στοιχείο επίσης είναι και η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ θύτη και θύματος, εν προκειμένω περίπου 23 χρόνια.
Το Κακουργιοδικείο, παρά το ότι εντόπισε ως επιβαρυντικά τα πιο πάνω στοιχεία, δεν τα αποτύπωσε στο ύψος της ποινής που επέλεξε, σε σχέση με ένα αδίκημα το οποίο ο νομοθέτης έκρινε τιμωρητέο με μέγιστο όριο ποινής τα 20 χρόνια…»
Ενόψει αυτών το Δικαστήριο έκρινε την ποινή του πρώτου βαθμού ως «έκδηλα ανεπαρκή» καταλήγοντας ότι «η δέουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης των 2 ετών, ως αντανακλούσα ακριβώς τη σοβαρότητα του αδικήματος και των περιστάσεων και ως ικανοποιούσα την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου από σεξουαλικά αδικήματα, ειδικά στρεφόμενα εναντίον ανηλίκων προσώπων». (δημοσίευση απόφασης:cylaw.org)