Το Εφετείο επικύρωσε πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχαν καταδικαστεί πατέρας και γιος για τροχαία αδικήματα, ενώ η απόφαση κάνει αναφορά και στους δικηγόρους τους που καταχώρησαν την έφεση.
Σύμφωνα με την υπόθεση, στον πατέρα είχε επιβληθεί ποινή προστίμου €300 και στον γιο του είχαν επιβληθεί συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 21 ημερών, 8 βαθμοί ποινής και αποστέρηση της ικανότητας να κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο 45 ημερών.
Ο γιος αντιμετώπιζε την κατηγορία για το αδίκημα της υπέρβασης ορίου ταχύτητας και συγκεκριμένα ότι οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην οδό Στασίνου στη Λευκωσία, με ταχύτητα μεγαλύτερη του ανώτατου ορίου ταχύτητας, δηλαδή με ταχύτητα 154 χ.α.ω. αντί 50 χ.α.ω. Επίσης αντιμετώπιζε ακόμα τις κατηγορίες για το αδίκημα της παράλειψης συμμόρφωσης σε οδηγίες αστυνομικού με στολή, προκειμένου να ακινητοποιήσει το όχημά του, για το αδίκημα της παράλειψης συμμόρφωσης με την ένδειξη του κόκκινου φανού σε φωτεινούς σηματοδότες, και για το αδίκημα της χρήσης οχήματος, μετά που κατέστη ιδιοκτήτης, χωρίς να εγγραφεί ως νέος ιδιοκτήτης.
Ο πατέρας αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες αφενός για το αδίκημα της παράλειψης γνωστοποίησης των στοιχείων του νέου ιδιοκτήτη οχήματος στον Εφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων εντός 30 ημερών από της ημερομηνίας αλλαγής της ιδιοκτησίας και αφετέρου για το αδίκημα της παράλειψης επιστροφής στον Έφορο του πιστοποιητικού εγγραφής του οχήματος εντός 30 ημερών από της ημερομηνίας αλλαγής της ιδιοκτησίας.
Οι λόγοι έφεσης που προβλήθηκαν, απέδιδαν κυρίως εσφαλμένη κρίση στο πρωτόδικο δικαστήριο σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας. Ειδικότερα υποστηρίχθηκε από τους εφεσείοντες ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο πατέρας πούλησε το επίδικο όχημα στον υιό του Σταύρο και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε σε έκδοση καταδικαστικής απόφασης παρά την απουσία ουσιαστικής μαρτυρίας απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της ενοχής του Εφεσείοντα.
Το Εφετείο έκρινε εν προκειμένω ότι η δικαστής του πρωτόδικου δικαστήριου «με προσοχή και επιμέλεια ανέλυσε την ενώπιόν της μαρτυρία σφαιρικά και υπό το πρίσμα των επιδίκων θεμάτων. Εντόπισε τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες που κάλυπταν τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, τις οποίες, με ορθό τρόπο προσέγγισε και έκρινε ως μη ουσιαστικές. Ως προς το κρίσιμο ερώτημα της ταυτότητας του προσώπου που οδηγούσε το επίδικο όχημα, κατέληξε ότι απεδείχθη μέσα από την ίδια την παραδοχή του Εφεσείοντα … στην ανακριτική του κατάθεση, με τη δήλωσή του ότι είναι το πρόσωπο που οδηγεί το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Αλλωστε, δεν αρνήθηκε ότι τη συγκεκριμένη νύχτα οδηγούσε το όχημα, προσπάθησε όμως, ανεπιτυχώς, να θέσει ότι κατά τον επίδικο χρόνο δεν διέσχισε τη λεωφόρο Στασίνου. Κατά παρόμοιο τρόπο, η ενοχή του Εφεσείοντα …, η οποία στηρίχθηκε στο ουσιαστικό γεγονός ότι είχε πωλήσει το επίδικο όχημα στον υιό του, Εφεσείοντα …, εδράζεται σε παραδοχή του στην ανακριτική του κατάθεση, τεκμήριο 5, ότι όντως πώλησε το όχημα πέντε μήνες προηγουμένως, για το ποσό των €5000. Ηταν δηλώσεις ενάντια στο συμφέρον των Εφεσειόντων, ορθά αξιολογήθηκαν ως ιδιαίτερα σημαντικές από το πρωτόδικο δικαστήριο και βάσιμα αποτέλεσαν το θεμέλιο για καταδίκη. Καταδίκη η οποία – υπό το φως των γεγονότων και των συνακόλουθων ευρημάτων του δικαστηρίου – έφερε τη σφραγίδα της απόσεισης του βάρους απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».
Ενόψει αυτών το Δικαστήριο απέρριψε τις εφέσεις αλλά επιφύλαξε και μια έμμεση παρατήρηση στους δικηγόρους των εφεσειόντων αναφέροντας επί λέξει: «Κρίνουμε σκόπιμο να παρεμβάλουμε ότι δεν υπήρχαν βάσιμοι νομικοί λόγοι προσβολής της καταδίκης και θα αναμέναμε ανάλογα να είχαν προβληματιστεί και οι συνήγοροι των Εφεσειόντων, σεβόμενοι τον δικαστικό χρόνο, προτού καταχωρήσουν και προωθήσουν τις εφέσεις». (δημοσίευση απόφασης: cylaw.org)