Ακολουθεί η εισήγηση του κ.Θεόδωρου Παπαγεωργίου, Νομικού Συμβούλου της Εκκλησίας της Ελλάδος στη εκδήλωση της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών «Συνταγματική αναθεώρηση και Εκκλησία της Ελλάδος : Συμβολή σε έναν ανοικτό διάλογο» (7.6.2017 Πολεμικό Μουσείο Αθηνών). Όλές τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εισηγήσεις μπορείτε να τις διαβάσετε στην ιστοσελίδα της Ι.Αρχιεπισκοπής Αθηνών (Πατώντας Εδώ) όπου επίσης οι επισκέπτες μπορούν να υποβάλλουν τυχόν προτάσεις, σχόλια, παρατηρήσεις ή σκέψεις τους, σχετικά με το θέμα και τις εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν, στην ηλεκτρονική διεύθυνση syntagma-ecclesia@iaath.gr.
Διαβάστε την εισήγηση του κ.Θεοδ.Παπαγεωργίου:
Το νομοθετικό καθεστώς και οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Κράτος : δεδομένα και παρανοήσεις[1]
Εν πρώτοις, η δική μου εισήγηση για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας της Ελλάδος εντοπίζεται στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας. Διευκρινίζω επίσης ότι κατωτέρω αναφέρομαι στην «Εκκλησία της Ελλάδος», όχι στην ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, που ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και το Άγιο Όρος, που αποτελούν ξεχωριστές εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες μέσα στο ελλαδικό έδαφος.
Εκ δευτέρου, σκέφθηκα ότι δεν θα είχε ιδιαίτερο νόημα να σας κουράσω εκθέτοντας όσα θα μπορούσατε να διαβάσετε σε ένα εγχειρίδιο εκκλησιαστικού ή δημοσίου δικαίου. Για τον λόγο αυτό προτίμησα η εισήγηση να είναι ένας «λόγος αναιρετικός», με την έννοια ότι θα παραθέτει κατεστημένες παρανοήσεις γύρω από τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας τοποθετώντας απέναντι σε αυτές παρεξηγήσεις κάποια νομικά δεδομένα, να δώσει νομικές απαντήσεις. Με την έννοια αυτή, η ομιλία συγκεντρώνει και σχολιάζει κοινωνικές, πολιτικές και νομοθετικές αντιλήψεις για τις σχέσεις Κράτους και ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος και αρθρώνεται σε ζεύγη παγιωμένων παρανοήσεων αφ’ ενός και νομικών δεδομένων – απαντήσεων αφ’ ετέρου.
Εισαγωγή : η νομική μορφή των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων
Κατά τον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (δηλαδή τον νόμο 590/1977[2]) η Εκκλησία της Ελλάδος, οι 82 Ιερές Μητροπόλεις, οι Ιερές Μονές και οι Ενορίες, η Αποστολική Διακονία και το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος έχουν νομική μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ., άρθρα 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 και 25 παρ. 1 του ν. 4301/2014). Βεβαίως υφίστανται και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), «θυγατρικά» των παραπάνω νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου : τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα, Ιερά Προσκυνήματα και τα εκκλησιαστικά Μουσεία.
Η αρχή της νομιμότητας έχει για τα Ν.Π.Δ.Δ. περιεχόμενο διαφορετικό απ’ ό,τι για τα Ν.Π.Ι.Δ. : το νομικό πρόσωπο δημοσίου δύναται να προβαίνει σε εκείνες μόνο τις πράξεις, που επιτρέπει ο νόμος, ενώ ο ιδιώτης – νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δικαιούται να πράξει ό,τι δεν απαγορεύει ο νόμος.
A. Παρανόηση 1η : «Η Εκκλησία της Ελλάδος[3] είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, επειδή το άρθρο 3 του Συντάγματος προβλέπει ότι η Εκκλησία αυτή είναι ο φορέας της επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα»
Το νομικό δεδομένο είναι ότι οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι Ν.Π.Δ.Δ., επειδή το αναφέρει ο νόμος 590/1977 και όχι το Σύνταγμα. Μάλιστα οι εκκλησιαστικοί φορείς κηρύχθηκαν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ήδη από το 1969, πριν δηλαδή την θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975, με νομοθέτημα της Χούντας, το νομοθετικό διάταγμα 126/1969, το οποίο βασίσθηκε σε σχέδιο της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου. Συνεπώς, δεν επιβάλλεται, λόγω του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος, ή μία ή η άλλη νομική μορφή (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου) στους φορείς της Εκκλησίας και το ζήτημα αυτό δεν είναι αντικείμενο συνταγματικής ύλης.
Ακόμα και το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος αναφέρει ότι τα θέματα, που αφορούν το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, ρυθμίζονται με νόμο, που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής, χωρίς φυσικά να προκύπτει, ούτε από αυτήν την συνταγματική διάταξη, ότι επιβάλλεται στον νομοθέτη να επιλέξει συγκεκριμένη νομική μορφή για την Εκκλησία της Ελλάδος.
Με την έννοια αυτή ο καθορισμός της νομικής μορφής της Εκκλησίας της Ελλάδος ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ανήκει στην αρμοδιότητα του κοινοβουλευτικού νομοθέτη και όχι του συνταγματικού νομοθέτη.
B. Παρανόηση 2η : «Η Εκκλησία της Ελλάδος απολαύει μέχρι και σήμερα νομοθετημένων προνομίων σε βάρος των άλλων θρησκευμάτων»
Το δεδομένο είναι ότι δεν υπάρχουν πλέον, στο πλαίσιο του θρησκευτικού ανταγωνισμού μέσα στην κοινωνία μας, διατάξεις στην κοινή νομοθεσία, που θεσπίζουν προνόμια της ορθόδοξης Εκκλησίας σε βάρος της θρησκευτικής ελευθερίας άλλων θρησκευμάτων.
Οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, που καθιέρωναν ένα θρησκευτικό προστατευτισμό της ορθόδοξης Εκκλησίας σε βάρος άλλων θρησκευμάτων έχουν απαλειφθεί εντελώς εδώ και καιρό. Και αυτό όχι τυχαία, αλλά λόγω των δεσμεύσεων του νομοθέτη από κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος, όπως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, άρθρα 9, 11, 1ο Πρόσθετο Πρωτοκ. ΕΣΔΑ άρθρο 2), το Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (άρθρο 2, 18, 20 παρ. 2, 26, 27) και την σύγχρονη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 3 (περί επικρατούσας θρησκείας) και 13 (θρησκευτική ελευθερία για κάθε γνωστή θρησκεία) του Συντάγματος. Επιπλέον κατά το ισχύον Σύνταγμα απαγορεύεται ο προσηλυτισμός, όταν στρέφεται εναντίον κάθε γνωστής θρησκείας (άρθρο 13 παρ. 2 εδαφ. γ), όπως επιτρέπεται η κατάσχεση εντύπων στην περίπτωση της δια του τύπου προσβολής κάθε γνωστής θρησκείας (άρθρο 14 παρ. 3 περ. α).
Ένα από τα πλέον γνωστά νομοθετικά παραδείγματα είναι η νομοθεσία περί ιδρύσεως ναών και ευκτηρίων οίκων των υπολοίπων (πλην της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος) θρησκευτικών κοινοτήτων. Ο νόμος 3467/2006 (άρθρο 27, ΦΕΚ Α΄ 128) κατήργησε την προβλεπόμενη γνώμη του ορθόδοξου Μητροπολίτη προς τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία απαιτείτο για την ίδρυση ναού ή ευκτηρίου οίκου από άλλες θρησκευτικές κοινότητες[4].
Έτσι πλέον σήμερα, υπόκειται σε μια εξαιρετικά εργώδη και γραφειοκρατική διαδικασία η ίδρυση ενός Ενοριακού Ναού της Εκκλησίας της Ελλάδος καθώς κατά τον νόμο 590/1977 (άρθρο 36) και τον Κανονισμό 8/1979 (ΦΕΚ Α΄ 1/1980): α) χρειάζεται αίτηση από 300 έως 600 οικογένειες ανάλογα με το μέγεθος του οικισμού, β) δεν πρέπει ο αριθμός των οικογενειών, που αποσπάται από όμορη Ενορία για την ίδρυση της νέας Ενορίας, να οδηγεί σε μείωση του ελάχιστου αριθμού οικογενειών, που απαιτείται για την ύπαρξη της όμορης Ενορίας, γ) απαιτείται να ζητηθεί γνωμοδότηση του Δημοτικού Συμβουλίου (δείγμα και αυτό των αντιλήψεων του νομοθέτη του 1977, που υπέθετε ότι όλοι οι δημοτικοί άρχοντες είναι συνειδητά μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας), δ) απόφαση Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ), ε) κατάρτιση σχεδίου προεδρικού διατάγματος (π.δ.) από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, στ) επεξεργασία – γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) και ζ) έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος ίδρυσης της νέας Ενορίας. Αντίθετα, για την ίδρυση ναού άλλης (που δεν ανήκει στην Εκκλησία της Ελλάδος) θρησκευτικής κοινότητας απαιτείται αίτηση 50 οικογενειών, ενώ δεν απαιτείται ελάχιστος αριθμός αιτούντων, εάν πρόκειται να ζητηθεί από τον Υπουργό Παιδείας άδεια λειτουργίας για ναό σε συνοικισμό ή σε χωριά ή για ευκτήριο οίκο. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει μάλιστα τα τελευταία χρόνια ερμηνεύσει ιδιαιτέρως συσταλτικά τους ν. 1363/1938 και 1672/1939 υπό την ισχύ του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ώστε πλέον για την ίδρυση ναού ή ευκτηρίου οίκου από τις λοιπές θρησκευτικές κοινότητες ουσιαστικά αρκεί απλώς αίτηση προς τον Υπουργό Παιδείας για την χορήγηση άδειας λειτουργίας.
Επιπλέον, δεδομένο είναι ότι τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) έχουν ιδιαίτερη νομική προστασία σε ωρισμένες περιπτώσεις κυρίως επειδή έχουν την ιδιότητα του Ν.Π.Δ.Δ. και όχι τόσο επειδή έχουν την ιδιότητα του εκκλησιαστικού φορέα. Η αυξημένη νομική προστασία των εκκλησιαστικών Ν.Π.Δ.Δ., λόγω της φύσης τους ως Ν.Π.Δ.Δ., είναι :
1) Το τεκμήριο νομιμότητας και η εκτελεστότητα διοικητικών πράξεών τους, οι οποίες έχουν ισχύ κανόνα δικαίου, αν και κυρίως με εσωτερική ισχύ, δηλαδή απευθύνονται και έχουν ως αποδέκτες τα μέλη τους (τους κληρικούς, εκκλησιαστικούς υπαλλήλους τους κ.λπ.). Πρόκειται για ένα προνόμιο σύμφυτο με την ιδιότητα των παραπάνω φορέων ως Ν.Π.Δ.Δ., και αποτελεί μια ευπρόσδεκτη νομική προστασία από τον νομοθέτη, καθώς διευκολύνει την κατίσχυση και εφαρμογή των αποφάσεών τους. Από την στιγμή που τα εκκλησιαστικά Ν.Π.Δ.Δ. κινούνται στον χώρο του δημοσίου δικαίου, όποιος αμφισβητεί τις διοικητικές πράξεις τους έχει το βάρος να προσφύγει εναντίον τους στα διοικητικά δικαστήρια. Αντίθετα, εάν οι φορείς της Εκκλησίας ήταν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου θα είχαν το βάρος να προσφύγουν αυτά ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων κατά του μέλους της Εκκλησίας, που απειθαρχεί και δεν συμμορφώνεται με τις αποφάσεις των οργάνων διοίκησής της. Πρόκειται επομένως για μια διαφοροποίηση με σπουδαίες νομικές συνέπειες, αλλά πάντως με εσωτερική ισχύ, εντός του χώρου εννόμων σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με τα μέλη της.
2) η απαλλαγή («ατέλεια») από παράβολα, ένσημα, τέλη, εισφορές για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον των δικαστηρίων ή για την άσκηση διαδικαστικών πράξεων ενώπιον της δημόσιας διοίκησης (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998)
3) το ευεργέτημα απογραφής του άρθρου 118 ΕισΝΑΚ, δηλαδή οι φορείς δημοσίου δικαίου της Εκκλησίας, σε περίπτωση που κληρονομούν περιουσίες, ευθύνονται για τα χρέη της κληρονομίας μόνον μέχρι του ύψους του ενεργητικού της κληρονομίας (άρθρο 47 παρ. 4 του ν. 590/1977).
Ο παραπάνω όμως υψηλότερος πήχυς προστασίας των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αφορά όλα τα θρησκεύματα, που οργανώνονται ως Ν.Π.Δ.Δ. ή ως δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους. Ειδικότερα, οι Ισραηλιτικές Κοινότητες, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο, ο Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Κοντά σε αυτά, οι Μουφτείες της Δυτ. Θράκης είναι δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους. Οι 3 Μουφτήδες μισθολογικά έχουν βαθμό Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και έχουν δικαστικές αρμοδιότητες σε κληρονομικές και οικογενειακές υποθέσεις, που δεν έχουν οι ορθόδοξοι Επίσκοποι για τα μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας · οι αποφάσεις των Μουφτήδων πρέπει να κηρυχθούν εκτελεστές από τα αστικά δικαστήρια, αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι οπωσδήποτε διαθέτουν μία πολύ σημαντική εξουσία.
Μία είναι η κύρια περίπτωση, όπου ο νόμος προβλέπει προνομιακή προστασία των φορέων της Εκκλησίας της Ελλάδος, όχι επειδή είναι Ν.Π.Δ.Δ., αλλά επειδή είναι εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα. Η περίπτωση αυτή αφορά την προστασία της περιουσίας τους και πρόκειται για την απαγόρευση χρησικτησίας σε βάρος της περιουσίας των Μονών[5], που επεκτάθηκε στα υπόλοιπα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Μητροπόλεις, Ενορίες κ.λπ.), το 1969 με Κανονισμό της Ιεράς Συνόδου[6] και το 1977 με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος[7]. Βεβαίως επειδή η απαγόρευση χρησικτησίας δεν συνδυάζεται με τα δραστικά νομικά μέσα αποβολής των καταπατητών, που έχει το Δημόσιο (όπως η έκδοση πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής για τους καταπατητές του), δεν έχει βοηθήσει στην ουσιαστική διασφάλιση της εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς δεν αποτρέπει τη δημιουργία τετελεσμένων καταστάσεων. Το ίδιο ισχύει και για την θεωρητική πρόβλεψη στον νόμο περί αυτεπάγγελτης ποινικής προστασίας των εκκλησιαστικών κτημάτων από καταπατήσεις[8].
Γ. Παρανόηση 3η : «στην Ελλάδα έχουμε κρατική ορθόδοξη Εκκλησία»
Βεβαίως οι εκκλησιαστικοί φορείς, επειδή είναι Ν.Π.Δ.Δ. κατά το «οργανικό κριτήριο» (δηλαδή επειδή έτσι κατονομάζονται από τον νομοθέτη), εκδίδουν σε ωρισμένες περιπτώσεις διοικητικές πράξεις με ισχύ στις εσωτερικές θρησκευτικές τους υποθέσεις, δωσιδικούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κ.λπ.. Η αποστολή τους χαρακτηρίζεται επίσης ως δημόσια κατά το λειτουργικό κριτήριο (με την έννοια ότι η οργάνωση του εκκλησιαστικού βίου είναι θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος στην Ελλάδα), αλλά και κατά το οργανικό κριτήριο σε ωρισμένες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ)[9].
Ο χαρακτηρισμός της αποστολής της Εκκλησίας όμως ως «δημόσιου σκοπού», με την έννοια ότι το θρησκευτικό της έργο αντιμετωπίζεται ως αποστολή δημοσίου ενδιαφέροντος από τα δικαστήρια και την νομική θεωρία, δεν σημαίνει ότι ασκεί μία (κατά το Σύνταγμα) «κρατική αρμοδιότητα», η οποία εντάσσεται στον πυρήνα του κράτους.
Δ. Παρανόηση 4η : «Οι Μητροπολίτες και οι λοιποί κληρικοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι του κράτους»
Το νομικό δεδομένο είναι ότι οι Μητροπολίτες, οι κληρικοί και οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, που αμείβονται από το Δημόσιο, δεν θεωρούνται κατά νόμον δημόσιοι υπάλληλοι ή εν γένει υπάλληλοι Ν.Π.Δ.Δ.. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει επανειλημμένα κρίνει ότι είναι προεχόντως θρησκευτικοί λειτουργοί (προέχει η ιδιότητά τους ως «λειτουργών»), που υπόκεινται στους κανόνες της Εκκλησίας τους, ενώ οι διατάξεις της δημοσιοϋπαλληλικής νομοθεσίας εφαρμόζονται σε αυτούς, μόνον εάν ειδική διάταξη νόμου επιβάλλει κάτι τέτοιο[10].
Ε. Παρανόηση 5η : «οι φορείς της Εκκλησίας είναι τμήμα της κρατικής διοίκησης»
Τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν υπάγονται στη Δημόσια Διοίκηση, ούτε στο «Δημόσιο Τομέα», όπως αυτός ορίζεται σε διάφορα νομοθετήματα, ούτε στη «Γενική Κυβέρνηση»[11]. Αντίθετα συγκεντρώνουν τις κατωτέρω ιδιαιτερότητες, που αποκλείουν από την ένταξή τους στο στενό ή ευρύτερο Δημόσιο Τομέα :
δεν είναι φορείς της κατά τόπον (κρατικής) αυτοδιοίκησης (όπως είναι οι Δήμοι και οι Περιφέρειες) ούτε της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης του κράτους (όπως τα άλλα Ν.Π.Δ.Δ. με κρατική αποστολή). Δεν ασκούν συνεπώς, μία κρατική αρμοδιότητα κατά παραχώρηση της Πολιτείας, αλλά την θρησκευτική τους ελευθερία, γεγονός που σημαίνει ότι π.χ. εάν δεν υπήρχε η Εκκλησία της Ελλάδος δεν θα τελούσε Ακολουθίες και Ιερά Μυστήρια ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων.
είναι αυτοχρηματοδοτούμενα νομικά πρόσωπα : δεν λαμβάνουν τακτικές επιχορηγήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σημειώνεται επίσης ότι οι μισθοί των κληρικών, που είναι εφημέριοι σε Ενορίες, των ιεροκηρύκων και ωρισμένων (λαϊκών) εκκλησιαστικών υπαλλήλων, καταβάλλονται απ’ ευθείας σε αυτούς από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής του Υπουργείου Οικονομικών. Κατ’ επέκταση, το δημόσιο χρήμα για την μισθοδοσία και ασφάλιση του ορθόδοξου Κλήρου δεν περνά από τα ταμεία της Εκκλησίας ούτε για ένα λογικό δευτερόλεπτο.
είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα έναντι του Κράτους : τα όργανα διοίκησής τους δεν διορίζονται από το Κράτος, αντίθετα είναι αιρετά και ισόβια όργανα (Μητροπολίτες, μέλη Ηγουμενοσυμβουλίων στις Μονές) ή διορίζονται από αιρετά όργανα (ο Μητροπολίτης διορίζει τα μέλη του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και οι κληρικοί και λαϊκοί, που διοικούν τις Ενορίες, ως μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, διορίζονται από τον Μητροπολίτη και το Μητροπολιτικό Συμβούλιο).
Έχει ασχοληθεί αρκετά με το ζήτημα και η νομική βιβλιογραφία του διοικητικού δικαίου, αλλά και με γνωμοδοτήσεις του το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ) ήδη από τη δεκαετία του 1990, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, μολονότι είναι Ν.Π.Δ.Δ., δεν εντάσσονται στη Δημόσια Διοίκηση[12]. Σε παραπλήσιο συμπέρασμα είχε καταλήξει από ήδη η νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ήδη από το 1989, όταν, στην υπόθεση EComHR Maximilian Rommelfanger κατά Γερμανίας (απόφαση της 6.9.1989), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων νομολόγησε ότι ακόμα και σε κράτη, όπου ωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες έχουν μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Γερμανία αλλά και Ελλάδα), οι εκκλησίες αυτές είναι «μη κυβερνητικοί οργανισμοί», επομένως έχουν ατομικές ελευθερίες, τις οποίες έχει κάθε ιδιώτης έναντι του κράτους. Η νομολογία αυτή συνεχίσθηκε με αρκετές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και επικρατεί έως σήμερα.
Αυτό που δεχόταν η νομική θεωρία και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το τυποποίησε πλέον ως κείμενο δίκαιο ο νόμος 4235/2014[13]. Από τις 11.2.2014 ισχύει ο κανόνας ότι η νομοθεσία για την οργάνωση και διοίκηση, εν γένει περιουσιακή και λογιστική διαχείριση, τους λειτουργούς και το προσωπικό του Δημοσίου Τομέα και της Γενικής Κυβέρνησης δεν εφαρμόζεται στους φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκτός από τις περιπτώσεις όπου τυχόν ειδική διάταξη νόμου προβλέπει σαφώς την υπαγωγή των φορέων της Εκκλησίας σε κάποια από τις διατάξεις της παραπάνω νομοθεσίας. Ο ίδιος νόμος αναφέρει ότι δεν καταργούνται πάντως οι ειδικές διατάξεις, που προβλέπουν εποπτεία του κράτους στην Εκκλησία.
Ήδη πάντως, ως προς την λογιστική διαχείριση, και πριν τον νόμο 4235/2014, υπήρχε νομοθετική εξαίρεση από το 1986[14], κατά την οποία τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εφ’ όσον είναι θρησκευτικά Ν.Π.Δ.Δ. και αυτοχρηματοδοτούμενα, δεν υπάγονται στην νομοθεσία λογιστικού δικαίου των κρατικών Ν.Π.Δ.Δ..
ΣΤ. Παρανόηση 6η : «η Εκκλησία είναι κοινωνικό αγαθό και τις υπηρεσίες της δικαιούνται όλοι οι πολίτες, αφού από τους φόρους τους καταβάλλονται τα έξοδα της μισθοδοσίας και της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης»
Επικρατεί στην ελληνική κοινωνία έντονη η θεώρηση της Εκκλησίας ως μίας (περίπου) θρησκευτικής Δ.Ε.Κ.Ο., η οποία οφείλει να παρέχει αδιακρίτως τις «θρησκευτικές υπηρεσίες» της προς τους φορολογούμενους πολίτες, ασχέτως εάν αυτοί τηρούν τους κανόνες της, ώστε να είναι μέλη της, και αυτό διότι από την φορολογική συνεισφορά τους στα δημόσια βάρη το Δημόσιο καταβάλλει τα έξοδα μισθοδοσίας και ασφάλισης των ορθόδοξων κληρικών και λειτουργεί η εκκλησιαστική εκπαίδευση (εκκλησιαστικά γυμνάσια – λύκεια, εκκλησιαστικές ακαδημίες).
Ψήγματα αυτής της κοινωνικής και πολιτικής αντίληψης εντοπίζονται και σε διατάξεις της τυπικής νομοθεσίας, ακόμα και πρόσφατες. Έτσι, λ.χ. στο νέο νομοθετικό πλαίσιο για την αποτέφρωση (νόμος 4368/2016) προβλέπεται ότι δικαιούται να επιλέξει κανείς με δήλωσή του, η οποία περιβάλλεται τον συμβολαιογραφικό τύπο, το είδος της τελετής της κηδείας του και ότι : «Εφόσον τηρηθεί ο κατά τα ανωτέρω τύπος και η διατυπωθείσα επιθυμία του θανόντος δεν αντίκειται σε κανόνες δημόσιας τάξης, υγιεινής ή στα χρηστά ήθη, τα αρμόδια όργανα ή οι υπηρεσίες, που επιμελούνται της ταφής του νεκρού οφείλουν να συμμορφώνονται στη διατυπωθείσα επιθυμία του θανόντος χωρίς οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση ή διαδικασία, ακόμη και αν εναντιωθούν συγγενείς οποιουδήποτε βαθμού» (άρθρο 15 παρ. 3). Ο νομοθέτης αναφέρει λοιπόν ως μοναδικό όριο για την δεσμευτικότητα της ιδιωτικής βούλησης για την επιλογή του τύπου τελετής κηδείας, μόνο τη «δημόσια τάξη, υγιεινή και χρηστά ήθη», παραλείποντας να αναφέρει και τους κανόνες και παραδόσεις της οικείας θρησκευτικής κοινότητας, η οποία οι θρησκευτικοί λειτουργοί της οποίας θα κληθούν να τελέσει τον επιλεχθέντα τύπο τελετής. Είναι όμως δυνατόν οι ορθόδοξοι κληρικοί ως θρησκευτικοί λειτουργοί και «όργανα της ταφής» να δεσμεύονται από την συμβολαιογραφική επιλογή «τύπου τελετής της κηδείας», εάν αυτή η επιλογή δεν σέβεται τους κανόνες της Εκκλησίας τους ;
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος εξέδωσε ανακοίνωση πριν (14.1.2016) και μετά την ψήφιση του παραπάνω νόμου (1.3.2016) ότι είναι συνταγματικά προβληματική η σιωπή του νομοθέτη για την ανάγκη σεβασμού των θρησκευτικών παραδόσεων κάθε θρησκευτικής κοινότητας, που θα πρέπει να σέβεται το συμβολαιογραφικό έγγραφο επιλογής του τύπου τελετής της κηδείας (τέτοια ζητήματα θα προκύψουν εάν π.χ. κάποιος να δηλώσει ότι επιθυμεί χριστιανική εξόδιο ακολουθία, αλλά ταυτόχρονα δηλώνει ότι επιθυμεί αποτέφρωση και ακολούθως ταφή της τέφρας του).
Έχει ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον η υποκρυπτόμενη αντίληψη για τον ρόλο της Εκκλησίας ως μίας θρησκευτικής Δ.Ε.Κ.Ο., ως τμήματος της παροχικής Δημόσιας Διοίκησης, σε μία ανακοίνωση (26.2.2016) της αστικής εταιρείας «Ελληνική Κοινωνία Αποτέφρωσης». Ο εν λόγω ιδιωτικός φορέας τοποθετήθηκε στην απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ότι απορρίπτει για τα μέλη της την αποτέφρωση (δελτίο τύπου 14.1.2016) και επιχειρηματολόγησε, μεταξύ άλλων, ότι «οι Ιερείς και οι εργαζόμενοι στο Νομικό Πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος πληρώνονται εκ του ασφαλούς ως δημόσιοι υπάλληλοι από τον κρατικό προϋπολογισμό εκ της συνύπαρξης Κράτους Εκκλησίας. Οι εργαζόμενοι λοιπόν σε αυτήν (ιερείς κ.ά.) έχουν απολαβές και υποχρεώσεις στους Έλληνες φορολογούμενους. Σε μια και μόνο περίπτωση βεβαίως η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την υποχρέωση της τελετής της εξοδίου ακολουθίας σε αυτούς που θα αποτεφρωθούν, εάν και όταν παραιτηθεί των αμοιβών και της οικονομικής στήριξης της ιδίας και των εργαζομένων της από το Κράτος και τους Έλληνες φορολογούμενους, άλλως πως πιστεύουμε η άρνηση υπηρεσίας συνιστά παράβαση καθήκοντος». Είναι πρόδηλη εδώ η αντίληψη της ορθόδοξης Εκκλησίας ως φορέα παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, ο οποίος υποχρεούται σε «παροχή υπηρεσιών» στον κάθε φορολογούμενο, με απόλυτη αποσύνδεση της ιεροτελεστίας της εξοδίου ακολουθίας από οποιανδήποτε υποχρέωση πίστης και συμμόρφωσης προς την παράδοση και τους κανόνες της Εκκλησίας.
Φυσικά το νομικό δεδομένο είναι ότι η Εκκλησία της Ελλάδος είναι υποκείμενο θρησκευτικής αυτονομίας (άρθρα 9, 11 Ε.Σ.Δ.Α.) και θρησκευτικής αυτοδιοίκησης έναντι του κράτους (άρθρο 12, 13 Συντάγματος) και δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε παράβαση των κανόνων της θεολογικής της υπόστασης. Μάλιστα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επανειλημμένα έχει νομολογήσει ότι το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν εγγυάται την άσκηση δικαιώματος εναντίωσης μέλους εντός της θρησκευτικής του κοινότητας. Επομένως σε περίπτωση μίας διαφωνίας (σε τα θέματα δόγματος ή οργάνωσης) μεταξύ της θρησκευτικής κοινότητας και ενός από τα μέλη της, η θρησκευτική ελευθερία του διαφωνούντος μέλους της οικείας Εκκλησίας εξαντλείται στο δικαίωμα του να αποχωρήσει από την θρησκευτική κοινότητα[15].
Ζ. Παρανόηση 7η : «Είναι απαραίτητος ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας για να παύσει η Εκκλησία να παρεμβαίνει σε κρατικές υποθέσεις»
Αυτήν την στιγμή στην ελληνική νομοθεσία δεν υπάρχουν διατάξεις, που προβλέπουν δυνατότητα παρέμβασης της ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος σε υποθέσεις κρατικής αρμοδιότητας. Παρέμβαση της Εκκλησίας στο πεδίο υλικής αρμοδιότητας του Κράτους, και δη με έννομες συνέπειες, δεν είναι ο θρησκευτικός χρωματισμός της κρατικής εθιμοτυπίας, όπως π.χ. ο θρησκευτικός όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρο 33 Συντάγματος), των βουλευτών (άρθρο 59 Συντ.) ή των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου (24 και 39 του π.δ. 63/2005, ΦΕΚ Α΄ 98), ο οποίος μάλιστα χρωματισμός δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικός λόγω των άρθρων 13 Συντ. και 9 και 11 ΕΣΔΑ (θετικό και αρνητικό δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας).
Αντιθέτως, στην άλλη πλευρά της πλάστιγγας, υφίστανται ακόμα πολλές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις εθιμικού, αλλά και ουσιώδους κρατικού παρεμβατισμού επί ζητημάτων διοίκησης, οργάνωσης και διαχείρισης της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Πρώτον, ιδίως σε νομοθετήματα, που σχετίζονται με τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας ο έλληνας νομοθέτης διαπνέεται από διάθεση να προβαίνει σε ευσεβιστικές υποδείξεις προς την Εκκλησία σχεδόν παραδίδοντας μαθήματα ηθικής. Πρόσφατο παράδειγμα ο νόμος 4170/2013 (άρθρο 69, ΦΕΚ Α΄ 163), ο οποίος ρυθμίζει τη διαδικασία πολεοδομικής ωρίμανσης (απόκτηση χρήση γης) για τα ακίνητα της Εκκλησίας και φροντίζει μετ’ επιτάσεως (παρ. 2) να υποδείξει στους εκκλησιαστικούς φορείς ότι το εισόδημα από την αξιοποίηση των ακινήτων τους «θα διατίθεται αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση, ενίσχυση και ανάπτυξη του εν γένει κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου τους». Είναι εμφανής η ηθικιστική παρέμβαση του νομοθέτη στην αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς νιώθει υποχρεωμένος να διευκρινίσει, για την έξωθεν καλή μαρτυρία, ότι τα εκκλησιαστικά έσοδα διατίθενται μόνο για μη κερδοσκοπικούς σκοπούς, ως εάν να ελλόχευε κάποιος κίνδυνος τα έσοδα της Εκκλησίας να αξιοποιηθούν για σκοπούς κερδοσκοπίας ή σκοπούς αθέμιτους.
Υφίστανται επίσης και διατάξεις συμβολικής κρατικής εποπτείας, αλλά με σημαντικές, θεολογικές και πολιτειακές, συμπαραδηλώσεις. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, καθώς και οι Μητροπολίτες, υποχρεούνται μετά τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος, που τους αναγνωρίζει, και πριν ενθρονισθούν στην Μητρόπολή τους, να εμφανισθούν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να δώσουν έναν οιονεί όρκο, μία διαβεβαίωση πριν την έναρξη των καθηκόντων τους. Μοιάζει για μια κατ’ αρχήν τιμητική διαδικασία για τον νέο Επίσκοπο, καθώς δεν είναι πολλοί οι λειτουργοί, που ορκίζονται ενώπιον του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα και ρυθμιστή του πολιτεύματος. Ωστόσο, αν επισκοπήσει κανείς το περιεχόμενο αυτής της διαβεβαίωσης, τα πράγματα αλλάζουν όψη. Ο νέος Μητροπολίτης δηλώνει υπακοή στο Σύνταγμα και στους νόμους του Κράτους · μέχρις εκεί είναι πολύ εύλογο το περιεχόμενο της διαβεβαίωσης. Επιπλέον όμως παρέχεται από τον Μητροπολίτη η διαβεβαίωση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι «… θα εκπληρώ τη θεία χάριτι τα … καθήκοντα … , τηρών απαρασαλεύτως τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς Κανόνας και τας ιεράς Παραδόσεις»[16]. Αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως ότι η παραπάνω διάταξη μετατρέπει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε θεματοφύλακα των ιερών κανόνων και παραδόσεων, σχεδόν σε Pontifex Maximus, ανώτερο της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προς τον οποίο υπόσχονται οι Αρχιερείς της Εκκλησίας ότι θα είναι πιστοί στις παραδόσεις και κανόνες της Εκκλησίας.
Υπάρχουν όμως και διατάξεις όχι απλώς συμβολικής και εθιμικής εποπτείας, αλλά εποπτείας με νομικό, κανονιστικό περιεχόμενο. Πρόκειται συγκεκριμένως για ένδεκα (11) περιπτώσεις ανάμειξης του Κράτους στη διοίκηση της Εκκλησίας, είτε υπό την μορφή κρατικής εκτέλεσης συγκεκριμένων αποφάσεων της Εκκλησίας μέσω της έκδοσης προεδρικών διαταγμάτων, είτε με την μορφή και της συναπόφασης επί εκκλησιαστικών θεμάτων[17] στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (νόμο 590/1977, Κ.Χ.Ε.Ε.) :
1) προβλέπεται ότι πρέπει οπωσδήποτε να κληθεί ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων κατά την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, αλλιώς εάν δεν κληθεί, η εκλογή είναι άκυρη. Δεν επηρεάζεται το κύρος της εκλογής, εάν, παρότι εκλήθη, ο Υπουργός δεν προσέλθει στην συνεδρίαση για την εκλογή (άρθρο 14 παρ. 2 Κ.Χ.Ε.Ε.),
2) εφ’ όσον ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων είναι παρών κατά την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος εκδικάζει τυχόν ένσταση, που υποβάλλει Μητροπολίτης – μέλος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας. Επομένως, ο Υπουργός καθίσταται σχεδόν «δευτεροβάθμια Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας» κατά την παραπάνω διαδικασία εκλογής Αρχιεπισκόπου, αφού έχει την αρμοδιότητα να επιλύει τις διαφωνίες μεταξύ των μελών της (άρθρο 15 παρ. 4 Κ.Χ.Ε.Ε.),
3) εκδίδεται προεδρικό διάταγμα για την αναγνώριση του εκλεχθέντος Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος (άρθρο 15 παρ. 5, 6 Κ.Χ.Ε.Ε.),
4) εκδίδεται προεδρικό διάταγμα για την αναγνώριση του εκλεχθέντος Μητροπολίτη (άρθρο 26 παρ. 1, 2 Κ.Χ.Ε.Ε.),
5) εκδίδεται προεδρικό διάταγμα για την αποδοχή παραίτησης Μητροπολίτη (άρθρο 34 παρ. 2 Κ.Χ.Ε.Ε.).
Οι παραπάνω περιπτώσεις 3,4 και 5 δεν αποτελούν κάτι το καινοφανές στο ελλαδικό έδαφος, καθώς και κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας ο Σουλτάνος εξέδιδε βεράτια[18] για την αναγνώριση των Πατριαρχών και των Επισκόπων, διοικητική πράξη αντίστοιχη με το σημερινό διάταγμα αναγνώρισης και κατάστασης, που εκδίδει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
6) προβλέπεται η ανάμειξη του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων στη διαδικασία διαπίστωσης της ανικανότητας Μητροπολίτη να εκτελέσει τα καθήκοντά του από λόγους υγείας και η έκδοση διατάγματος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με το οποίο απαλλάσσεται ο Μητροπολίτης εκ των καθηκόντων του (άρθρο 34 παρ. 4 και 6 Κ.Χ.Ε.Ε.),
7) εκδίδεται προεδρικό διάταγμα για την ίδρυση, συγχώνευση, κατάργηση Ενορίας (άρθρο 36 παρ. 2 και 5 Κ.Χ.Ε.Ε.)
8) εκδίδεται προεδρικό διάταγμα ίδρυσης Ιεράς Μονής, καθώς και Κοινή Υπουργική Απόφαση (Κ.Υ.Α. Υπουργών Παιδείας και Εξωτερικών), προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση μέσα στο έδαφος πνευματικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος «μετοχίου» (παραρτήματος) Ιεράς Μονής ετέρου κλίματος, δηλαδή άλλης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας π.χ. άλλης αυτοκέφαλης Εκκλησίας ή Πατριαρχείου (άρθρο 39 παρ. 3 και 7 Κ.Χ.Ε.Ε.)
9) εκδίδεται προεδρικό διάταγμα για τον εσωτερικό οργανισμό της Αποστολικής Διακονίας (άρθρο 40 παρ. 2 Κ.Χ.Ε.Ε.),
10) εκδίδεται (δυνητικά) προεδρικό διάταγμα ίδρυσης σωφρονιστηρίου για κληρικούς (άρθρο 57 παρ. 5 Κ.Χ.Ε.Ε.).
11) τέλος ως περίπτωση εποπτείας πρέπει να θεωρηθεί και η δυνατότητα κατασταλτικής εποπτείας υπό την μορφή του κατασταλτικού (και όχι προληπτικού) ελέγχου του Δημοσίου στη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ασκείται μέσω των οικονομικών επιθεωρητών του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι ορίζονται με Κοινή υπουργική απόφαση (Κ.Υ.Α.) των Υπουργών και Οικονομικών και Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων (άρθρο 46 παρ. 4 Κ.Χ.Ε.Ε.).
Οι περισσότερες από τις παραπάνω διοικητικές πράξεις, που εκδίδει το Κράτος περιορίζονται στην (κατά δεσμία αρμοδιότητα) έγκριση των εκκλησιαστικών αποφάσεων (αφού προηγηθεί έλεγχος νομιμότητας). Υφίστανται όμως και διατάξεις, που προβλέπουν αποφασιστικές αρμοδιότητες, και διολισθαίνουν σε αρμοδιότητα συνδιοίκησης του κράτους με την εκκλησία επί θεμάτων καθαρώς εσωτερικών – εκκλησιαστικών.
Για συνδιοίκηση Κράτους και Εκκλησίας επί καθαρώς θεολογικών ζητημάτων μπορεί να γίνει λόγος στην περίπτωση της απονομής χάριτος. Μπορεί η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας να συγχωρήσει έναν κληρικό της, στον οποίο επέβαλε εκκλησιαστική ποινή ; Η κατά νόμον απάντηση είναι όχι. Ο μόνος αρμόδιος για να αίρει εκκλησιαστικές ποινές είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με βάση τον νόμο περί εκκλησιαστικής δικαιοσύνης[19]. Και εδώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανάγεται σε Pontifex Maximus και έχει το δικαίωμα του «λύειν» εκκλησιαστικές κυρώσεις.
Υπάρχουν όμως και παρεμβατικές διατάξεις με καθαρά εκκοσμικευμένη και εισπρακτική αντίληψη. Για να εκδοθεί άδεια θρησκευτικού γάμου από τον Μητροπολίτη ο Κώδικας Τελών Χαρτοσήμου προβλέπει ότι επιβάλλεται φόρος (τέλος χαρτοσήμου). Εν ολίγοις το Δημόσιο φορολογεί την προσευχή και ευλογία της Εκκλησίας για την συνένωση των μελλόνυμφων με παράβολο χαρτοσήμου [20].
Επίσης συνεχίζουν να ισχύουν και να δεσμεύουν την Εκκλησία της Ελλάδος νομοθετικές διατάξεις πρόδηλα αντίθετες με τους Ιερούς Κανόνες και τις παραδόσεις της, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε πολλές τριβές στο εσωτερικό της και έχουν απασχολήσει και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Παραδείγματα: η λεγόμενη «τροπολογία Κακλαμάνη»[21], η οποία εισήχθη στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, και προβλέπει ότι Μητροπολίτης (χωρίς να είναι απαραίτητο ότι έχει διαπράξει κάποιο εκκλησιαστικό παράπτωμα, που δικαιολογεί την απομάκρυνσή του), μπορεί να τεθεί σε εξάμηνη διαθεσιμότητα με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου «εφόσον συντρέχουν λόγοι που αφορούν στο πρόσωπό του, στο συμφέρον της Εκκλησίας, στη δημόσια τάξη ή στην κοινωνική ειρήνη»[22]. Η διάταξη αυτή αντίκειται καταφανώς στο βασικό θεσμό της Εκκλησίας, τον κανόνα της ισοβιότητας του Επισκόπου, ο οποίος δύναται να απολέσει την θέση του, μόνο δυνάμει εκκλησιαστικής ποινής από εκκλησιαστικό δικαστήριο εξ αιτίας παραπτώματος, καθώς και στους ιερούς κανόνες εκκλησιαστικής δικονομίας για τον πειθαρχικό έλεγχο των Επισκόπων από εκκλησιαστικά δικαστήρια (: Συνόδους Επισκόπων με πειθαρχική αρμοδιότητα).
Παραπλήσια προβλήματα έχει προκαλέσει και το περίφημο άρθρο 160 του ν. 5383/1932, το οποίο προβλέπει ότι εάν κληρικός καταδικασθεί σε κακουργηματική ποινή αμετακλήτως, καθαιρείται από Συνοδικό Δικαστήριο της Εκκλησίας της Ελλάδος άνευ ετέρου (χωρίς δίκη και χωρίς απολογία), διάταξη που επίσης αντίκειται στις ιερούς κανόνες εκκλησιαστικής δικονομίας, που δεν επιτρέπουν την καθαίρεση κληρικού χωρίς δίκη και απολογία. Η διάταξη αυτή αντιμετωπίζει εντελώς εκκομισκευμένα την θέση του κληρικού και θυμίζει τις αντίστοιχες διατάξεις για την αυτοδίκαιη έκπτωση των αιρετών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης λόγω ποινικής καταδίκης (δημάρχων κ.λπ.).
Επίσης, συνεχίζονται να ψηφίζονται διατάξεις σφόδρα αντίθετες στην ελευθερία αυτοδιοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος με τεκμηρίωση δημοσιονομική. Π.χ. ο νόμος 4369/2016 προέβλεψε νέο σύστημα αξιολόγησης για τους δημοσίους υπαλλήλους, στους οποίους υπήγαγε και όσους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους (ιεροκήρυκες και λαϊκούς υπαλλήλους) μισθοδοτούνται από το Δημόσιο. Σιωπηρά δηλαδή κατήργησε ο νέος νόμος την αντίστοιχη αρμοδιότητα, που έχει η Ιερά Σύνοδος (άρθρο 42 ν. 590/1977), να ψηφίζει δικό της Κανονισμό αξιολόγησης για όλους τους υπαλλήλους της (Κανονισμός 265/2015, ΦΕΚ Α΄ 25). Ο αποχωρισμός από την αρμοδιότητα της Εκκλησίας εκείνης της κατηγορίας υπαλλήλων της, που επιβαρύνουν, και επειδή επιβαρύνουν, οικονομικά το Δημόσιο, αναπαράγει μια υλιστική αντίληψη του νομοθέτη για τα περιθώρια αυτοδιοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Τέλος υφίστανται και νέες διατάξεις, που συρρικνώνουν, σε σχέση με προγενέστερες, τον σεβασμό στην θρησκευτική ελευθερία. Π.χ. δυνάμει του νόμου 4277/2014 (άρθρα 48-49) το μόνο που αρκεί για την αποτέφρωση νεκρού είναι είτε η έγγραφη δήλωση ή σημείωμα του θανόντος ότι επιθυμεί την αποτέφρωσή του, είτε η δήλωση του/της συζύγου ή «συντρόφου», με τον οποίο έχει συνάψει «σύμφωνο συμβίωσης» ή των συγγενών πρώτου ή δεύτερου βαθμού. Τούτο σημαίνει ότι κάποιος που είχε δημόσια ζωή κοντά στην Εκκλησία π.χ. ο Επίτροπος μιας Ενορίας ή ένας θεολόγος, αλλά δεν είχε φροντίσει να αφήσει σημείωμα για την τελευταία του επιθυμία σε σχέση με την μεταχείριση του σώματός του, μπορεί να αποτεφρωθεί, εάν το ζητήσουν η σύζυγός του ή οι γονείς ή τα παιδιά του. Δηλαδή οι γνωστές και εκπεφρασμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις του θανόντος δεν παίζουν πλέον κανένα ρόλο για τον νομοθέτη, όπως όριζε ο παλαιότερος νόμος 3448/2006.
Εδώ προκύπτει εύλογα το ερώτημα : δηλαδή η Εκκλησία της Ελλάδος τάσσεται για τους παραπάνω λόγους υπέρ του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας ; Η ερώτηση είναι λάθος, και η όλη συζήτηση αποβλέπει τελικά να βρούμε σωστές απαντήσεις σε ένα λάθος ερώτημα. Όλα αυτές οι παραπάνω προβληματικές ρυθμίσεις μονομερούς παρέμβασης του Κράτους σε εκκλησιαστικά ζητήματα δεν έχουν ως έρεισμα το άρθρο 3 του Συντάγματος και δεν προκύπτουν ως αναγκαίες συνέπειες από αυτό. Αποτελούν προβληματικές ρυθμίσεις της κοινής νομοθεσίας και η μεταβολή τους δεν προϋποθέτει αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος.
Η. Παρανόηση 8η: «η ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα δεν φορολογείται»
Σε δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε στις 3.4.2017 η συντριπτική πλειονότητα, ποσοστό 84%, των ερωτηθέντων απαντά πως «η “ιερή” περιουσία θα πρέπει να φορολογηθεί», ώσπερ να μην φορολογείται ήδη. Τα νομοθετικά δεδομένα που αγνοούνται από τέτοιες δημοσκοπήσεις και την κοινή γνώμη, είναι ότι οι τελευταίες απαλλαγές, που υπήρχαν στην φορολογική νομοθεσία για τους φορείς της Εκκλησίας καταργήθηκαν με τον νόμο 3842/2010. Διευκρινίζω ότι οι Μονές του Αγίου Όρους λόγω της ειδικής συνταγματικής διάταξης του άρθρου 105 Συντ. έχουν ένα τελείως διαφορετικό καθεστώς, το οποίο επιφυλάσσει το Σύνταγμα στην χερσόνησο του Άθωνος. Ως προς την φορολογική μεταχείριση οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος υπόκεινται σε φόρους για όλα τα φορολογικά αντικείμενα, όπως όλα τα νομικά πρόσωπα, δηλαδή ΕΝΦΙΑ (ν. 4223/2013 ΦΕΚ Α΄ 287), φόρο εισοδήματος (ν. 4172/2013, ΦΕΚ Α΄ 167), φόρο κληρονομιών – δωρεών (ν. 2961/2001, ΦΕΚ Α΄ 266), ΦΠΑ (ν. 2859/2000, ΦΕΚ Α΄ 248), τέλη χαρτοσήμου (π.δ. της 28/28.07.1931, ΦΕΚ Α΄ 239), παρακρατούν και αποδίδουν τους παρακρατούμενους φόρους για τους μισθωτούς και προμηθευτές τους κ.λπ..
Απαλλαγές, που όμως δεν αφορούν ειδικά την ορθόδοξη Εκκλησία προβλέπονται : α) από το τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) για χώρους λατρείας και γενικότερα θρησκευτικής χρήσης κάθε θρησκεύματος[23], β) από τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) για χώρους λατρείας και γενικότερα θρησκευτικής και κοινωφελούς χρήσης κάθε θρησκεύματος[24], γ) από δημοτικά τέλη, ανταποδοτικά τέλη για χώρους λατρείας κάθε θρησκεύματος[25]. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για απαλλαγές υπέρ κάθε θρησκευτικής κοινότητας, ώστε δεν μπορεί να γίνει λόγος για προνομιακή μεταχείριση της ορθόδοξης Εκκλησίας.
Θ. Το πλαίσιο κανονιστικής αυτονομίας της Εκκλησίας
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει νομοθετικά βήματα υπέρ της κατοχύρωσης μεγαλύτερου περιθωρίου αυτοδιοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος με την νομοθέτηση στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος της δυνατότητας έκδοσης Κανονισμών από την Ιερά Σύνοδο (διοικητικών πράξεων, που έχουν ισχύ ίσου επιπέδου με τις λοιπές κανονιστικές πράξεις της διοίκησης, όπως οι υπουργικές αποφάσεις).
Ψηφίζοντας Κανονισμούς, την έκδοση των οποίων εξουσιοδοτεί ο νόμος 590/1977, η Ιερά Σύνοδος λειτουργεί ως εσωτερικό νομοθετικό σώμα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Νέες νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις έχουν εισαχθεί κυρίως σε θέματα περιουσιακής διαχείρισης (νόμοι 4235/2014, 3401/2014). Επίσης ο βασικός κανόνας για το νομοθετικό καθεστώς των συμβάσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι ότι οι συμβάσεις, που η Εκκλησία χρηματοδοτεί από ίδιους πόρους διέπονται από τους Κανονισμούς, που εκδίδει η Ιερά Σύνοδος, ως προς την ανάθεση και εκτέλεσή τους, ενώ συμβάσεις, για τις οποίες επιχορηγείται από τον κρατικό προϋπολογισμό ή εντάσσονται σε συγχρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα (π.χ. ΕΣΠΑ) υπάγονται στο νομοθετικό καθεστώς των δημοσίων (κρατικών) έργων ή δημοσίων συμβάσεων[26].
Ι. Παρανόηση 9η: «η ποινικοποίηση της βλασφημίας προστατεύει την επικρατούσα θρησκεία και τον Θεό»
Το 2013 μάλιστα δημοσιεύθηκε και σχετικός συλλογικός τόμος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με τίτλο «Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα». Προφανώς και δεν έχει.
Η επιμονή όμως στην άποψη ότι οι διατάξεις του Έβδομου Κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 198 ΠΚ – Κακόβουλη βλασφημία, άρθρο 199 ΠΚ – Καθύβριση θρησκευμάτων, άρθρο 200 ΠΚ – Διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων, άρθρο 201 ΠΚ – Περιύβριση νεκρών) αποβλέπουν να προστατεύσουν τον Θεό ή την ορθόδοξη Εκκλησία ισοδυναμεί με άρνηση ανάγνωσης και κατανόησης ήδη και αυτού ακόμα του τίτλου του σχετικού Κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα, που διακηρύττει ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό του Κεφαλαίου είναι μία συλλογική κατάσταση ομαλότητας και όχι ένα ατομικό αίσθημα ή το status οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας. Πρόκειται για την θρησκευτική ειρήνη, η οποία μπορεί να ανατραπεί από την προσβολή κατά των θρησκευτικών αισθημάτων και παραδόσεων οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας. Τα αδικήματα αυτά τυποποιούν (ακόμα και εάν μετέρχονται θεολογικούς όρους, όπως στο άρθρο 198 Ποινικού Κώδικα, που προβλέπει την κακόβουλη «βλασφημία») υβριστικές και εν γένει προσβλητικές συμπεριφορές που ενδιαφέρουν το κράτος με κριτήρια εκτίμησης του δημοσίου κινδύνου, που προκαλούν (και όχι με μέτρα εκκλησιαστικής ηθικής), καθώς οι συμπεριφορές αυτές, εάν μείνουν ανέλεγκτες από την Πολιτεία, μπορούν να προκαλέσουν περιστατικά θρησκευτικής αυτοδικίας.
ΙΑ. Παρανόηση 10η : «πρέπει να γίνει χωρισμός Κράτους και ορθόδοξης Εκκλησίας για να σταματήσει η επιβάρυνση του Δημοσίου με την μισθοδοσία του Κλήρου και την εκκλησιαστική εκπαίδευση»
Πρώτα απ’ όλα το Δημόσιο δεν μισθοδοτεί μόνο τους ορθόδοξους κληρικούς (και ωρισμένους από τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους των Ιερών Μητροπόλεων), αλλά και τους Μουφτήδες και τους Ιεροδιδασκάλους της Δυτ. Θράκης –και ορθώς.
Δεύτερον, η μισθοδοσία του Κλήρου και η υποστήριξη της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης από το Κράτος δεν είναι ζήτημα θεσμικών σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, αλλά αφορά τις περιουσιακές έννομες σχέσεις τους. Δεν αφορά ούτε την ιδιότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος ως φορέα της επικρατούσας θρησκείας, ούτε την νομική της μορφή ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Εν ολίγοις, η μισθοδοσία του Κλήρου δεν έχει σχέση αιτιώδη με την ύπαρξη και το περιεχόμενο του άρθρου 3 του Συντάγματος. Εξ άλλου η κρατική συμβολή στην μισθοδοσία του Κλήρου ξεκίνησε δια νόμου το 1945, δηλαδή πολύ πριν η Εκκλησία της Ελλάδος αναγνωρισθεί expressis verbis από τον νομοθέτη ως Ν.Π.Δ.Δ. (το 1969).
Η δικαιοπολιτική θεμελίωση των παραπάνω έμμεσων ενισχύσεων του Κράτους προς την Εκκλησία είναι ότι η μισθοδοσία του Κλήρου και η εκκλησιαστική εκπαίδευση έχουν αναληφθεί από το Δημόσιο ως μία μορφή αφηρημένης (κατ’ αποκοπήν) αποζημίωσης προς την Εκκλησία για την εκκλησιαστική (ιδίως μοναστηριακή) περιουσία, που περιήλθε στο Κράτος χωρίς καμία αποζημίωση της Εκκλησίας.
Παραθέτω, συνοπτικά, τα ορόσημα της νομοθετικής ιστορίας, που αφορούν τον συσχετισμό μεταξύ της περιέλευσης της εκκλησιαστικής περιουσίας στο Δημόσιο και της ανάληψης από το Δημόσιο της μισθοδοσίας του Κλήρου[27]:
Εν πρώτοις πρέπει να τονισθεί ότι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ήταν διάχυτη η εντύπωση στους πληρεξουσίους – πολιτικούς εκπροσώπους των επαναστατών ότι η εκκλησιαστική περιουσία ανήκει στην ευθύνη της (κρατικής) Διοικήσεως[28], όπως προκύπτει στα πρακτικά του Βουλευτικού και Εκτελεστικού Σώματος και των Εθνοσυνελεύσεων, πεποίθηση που ενισχυόταν εν όψει του κοινού κινδύνου και οδηγούσε ενίοτε σε επιτάξεις ή δημεύσεις περιουσιακών στοιχείων Μονών για τις πολεμικές ανάγκες.
Με το Ψήφισμα ΙΑ΄ της 2.8.1829[29] η Δ΄ Εθνοσυνέλευση αποφάσισε, προκειμένου «να βελτιώση την σημερινήν κατάστασιν της Εκκλησίας» και να «συστήση σχολεία ανωτέρας τάξεως δια τους αφιερωθησομένους εις τα εκκλησιαστικά…», να επιβάλει στα «εντός της επικρατείας ευρισκόμενα ιερά … καταστήματα, ώστε να συνεισφέρουν δι’ όλας τας υπηρεσίας» για την σύσταση κρατικού ταμείου («γαζοφυλάκιον») «εις το οποίον θέλει αποτίθεσθαι τα … από των ιερών καταστημάτων συλλεγόμενα χρήματα … προσδιωρισμένα εξηρημένως εις βελτίωσιν του ιερατείου …εις υποστήριξιν των αλληλοδιδακτικών σχολείων, σχολείων τυπικών, σχολείων ανωτέρας τάξεως δια τους εκκλησιαστικούς…». Η δέσμευση προς βελτίωση του ιερατείου και την σύσταση σχολείων, για όσους θέλουν να αφιερωθούν στον Κλήρο, παραπέμπει νοηματικά και στην υλική συνδρομή υπέρ των κληρικών και στην οργάνωση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης από το Κράτος.
Η δέσμευση αυτή επαναλήφθηκε και σε Εγκυκλίους της Κυβέρνησης Καποδίστρια (8/10/1829, 9/10/1829, 18/12/1829)[30], ώσπου η Οθωνική Αντιβασιλεία με το βασιλικό διάταγμα της 25.9.1833 δήμευσε την περιουσία εκατοντάδων Μονών (περίπου 426)[31] και υπήγαγε την περιουσία τους[32] σε ένα κρατικό φορέα, το «Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (ήδη πλέον ονομάζεται «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον»). Το βασιλικό διάταγμα της 13.12.1834[33], που καθόριζε λεπτομέρειες λειτουργίας του Ταμείου προέβλεψε (στο άρθρο 10) ότι οι σκοποί του φορέα ήταν, πλην άλλων, η εκπλήρωση των στόχων του ΙΑ΄ Ψηφίσματος της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης. Ωστόσο δεν εκπληρώθηκε η κυβερνητική δέσμευση ότι η μοναστηριακή περιουσία, που απαλλοτριώθηκε χωρίς καμία αποζημίωση των Μονών το 1833, τελικά θα διετίθετο για τους σκοπούς της ενίσχυσης του Κλήρου ή της εκκλησιαστικής και εν γένει εκπαίδευσης. Το αποτέλεσμα για την Εκκλησία ήταν η απώλεια μεγάλης ακίνητης περιουσίας, χωρίς το Κράτος να χρηματοδοτήσει την μισθοδοσία του Κλήρου και την εκκλησιαστική εκπαίδευση από τους πόρους αυτής της περιουσίας. Το ίδιο συνέβη και αργότερα : μετά την αποτυχία του (Παλαιού) Εκκλησιαστικού Ταμείου να αξιοποιήσει την μοναστηριακή περιουσία που δημεύθηκε το 1833, το 1909 ιδρύθηκε νέο «Γενικόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον»[34] με σκοπό, πλην άλλων, την μισθοδοσία των Αρχιερέων του Κράτους, των εφημερίων και ιεροκηρύκων και προβλέφθηκε εκ νέου διαδικασία διάλυσης Μονών και περιέλευσης της περιουσίας τους στο Κράτος, χωρίς όμως να ξεκινήσει η κρατική μισθοδοσία. Κατά τη δεκαετία μετά το 1922 και προς τον σκοπό της προσφυγικής αποκατάστασης, σημαντική μοναστηριακή περιουσία αφαιρέθηκε από το Κράτος για να διανεμηθεί στους πρόσφυγες, χωρίς να είναι γνωστό εάν διανεμήθηκε ή απέμεινε στο Κράτος. Επιπλέον δεν υπάρχουν στοιχεία για το μέγεθός της.
Η μεγάλη τομή συνέβη το 1930 από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Γ. Παπανδρέου, ο οποίος εισηγήθηκε τον νόμο 4684/1930[35] και διαίρεσε την (όση είχε απομείνει μετά το 1833, 1909, 1922) μοναστηριακή περιουσία, σε αυτήν που κατά την κρίση του Κράτους (και όχι της Εκκλησίας) ήταν απαραίτητη για τη διαβίωση των Μονών (διατηρούμενη περιουσία), και σε αυτή που δεν είναι απαραίτητη για τις Μονές (ρευστοποιητέα περιουσία), την οποία μετέφερε με σειρά προεδρικών διαταγμάτων (τα λεγόμενα διαχωριστικά διατάγματα) σε έναν νέο κρατικό οργανισμό τον «Οργανισμό Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας» (Ο.Δ.Ε.Π.) με σκοπό να ρευστοποιηθούν τα ακίνητα αυτά από τον ΟΔΕΠ (ρευστοποιητέα περιουσία) και να αγορασθούν μετοχές και χρεόγραφα. Το 1952 ο ΟΔΕΠ, Εκκλησία και Δημόσιο συνήψαν σύμβαση εξαγοράς της αγροτολιβαδικής περιουσίας των Μονών (αγροί 141.333 στρεμμάτων, βοσκοτόποι 601.544 στρεμμάτων). Την σύμβαση αυτή επέβαλε ο εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος 1952 (ν.δ. 2185/1952, άρθρο 37) και προέβλεπε ότι τα μοναστηριακά κτήματα υποχρεωτικώς εξαγοράζονται από την Πολιτεία και θα αποζημιωθούν μόνο κατά το 1/3 της αξίας τους και όχι πλήρως (όπως κατ’ εξαίρεση επέτρεπε τότε το Σύνταγμα 1952, άρθρο 104). Η αναγκαστική αυτή σύμβαση[36] κάθε άλλο παρά εφαρμόσθηκε στο ακέραιο από το Δημόσιο, καθώς πολλά ακίνητα που το Δημόσιο έδωσε στην Εκκλησία (ως εις είδος αποζημίωση του 1/3 της αξίας των μοναστηριακών ακινήτων) δεν ήταν άρτια και οικοδομήσιμα ή δεν ανήκαν στο Δημόσιο ή είχαν καταπατηθεί ή διανεμηθεί προηγουμένως, ενώ, από την άλλη πλευρά πολλά μοναστηριακά ακίνητα δεν έφθασαν τελικά στους ακτήμονες και μικροκαλλιεργητές, προς όφελος των οποίων τα παραχώρησε η Εκκλησία και παραμένουν μέχρι σήμερα υπό τη διοίκηση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Τέλος, το 1987 με πρωτοβουλία του Υπουργού Παιδείας Α. Τρίτση ψηφίσθηκε ο νόμος 1700/1987, ο οποίος, εν ολίγοις, προέβλεψε ότι για όσα ακίνητα νέμεται η Εκκλησία και δεν κατέχει γραπτούς τίτλους ιδιοκτησίας, τεκμαίρεται αμάχητα ότι ανήκουν στο Δημόσιο. Μετά τον ν. 1700/1987 και τις αντιδράσεις που προκάλεσε, Δημόσιο και αρκετές Μονές προχώρησαν σε μία συμβιβαστική λύση (Σύμβαση της 31.5.1988), με τις Μονές να δέχονται την συναινετική παραχώρηση προς το Δημόσιο όσων ακινήτων είχαν μεν την νομή, αλλά χωρίς γραπτό τίτλο ιδιοκτησίας (η σύμβαση κυρώθηκε με τον νόμο 1811/1988, ΦΕΚ Α΄ 231), ενώ το Υπουργείο Παιδείας ανελάμβανε την υποχρέωση, πλην άλλων, να καταβάλει στις Μονές κάθε έτος ποσοστό 1% από τις προοριζόμενες για τα θρησκεύματα πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας. Ωστόσο το 1994, ο νόμος 1700/1987, που θεωρήθηκε συνταγματικός από τα εθνικά δικαστήρια, οδήγησε σε καταδίκη της Ελλάδας και κρίθηκε αντίθετος προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο, άρθρο 1, προστασία περιουσίας) από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (Ευρ.Δ.Δ.Α., απόφαση της 4.12.1994)[37] μετά από προσφυγή Μονών, οι οποίες δεν υπέγραψαν την Σύμβαση της 11.5.1988. Το Ευρ.Δ.Δ.Α. κατέληξε σε δύο βασικές κρίσεις : 1) στις χώρες, όπου οι Εκκλησίες είναι Ν.Π.Δ.Δ. αποτελούν «μη κυβερνητικούς οργανισμούς» και έχουν δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας τους από το κράτος, 2) οι Εκκλησίες – Ν.Π.Δ.Δ. έχουν δικαίωμα ιδιοκτησίας έναντι του κράτους και ιδίως αξίωσης ίσης μεταχείρισης, επομένως δεν είναι σύμφωνος με το δικαίωμα σεβασμού της ιδιοκτησίας ο νόμος 1700/1987, επειδή με τον νόμο αυτό αποκλείονται ειδικά για την περιουσία της Εκκλησίας οι τρόποι θεμελίωσης κυριότητας, περιλαμβανομένης της χρησικτησίας, που προβλέπονται κατά το ελληνικό δίκαιο για κάθε ιδιοκτήτη[38]. Μετά την ανωτέρω απόφαση του Ευρ.Δ.Δ.Α. ο νόμος 2413/1996 (ΦΕΚ Α΄ 124) διευκρίνισε, με κάπως προβληματική διατύπωση, ότι οι νόμοι 1700/1987 και 1811/1988 δεν αφορούν όσες Μονές δεν υπέγραψαν την Σύμβαση της 11.5.1988.
Σε ό,τι αφορά την νομοθετική ιστορία της μισθοδοσίας του κλήρου από το Δημόσιο, συχνά διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι το Δημόσιο ανέλαβε το 1945 την μισθοδοσία, γεγονός που δεν ακριβολογείται, καθ’ όσον το 1945 το Δημόσιο ξεκίνησε απλώς να ενισχύει (συμπληρώνει) το ετήσιο κεφάλαιο υπέρ μισθοδοσίας : το 1945 η μισθοδοσία κόστιζε περίπου 728.000.000 δρχ. εκ των οποίων το Δημόσιο κατέβαλε το 4% περίπου (30.000.000), ενώ η μείζων δαπάνη (700.000.000 δρχ.) καλυπτόταν από ειδική εισφορά ποσοστού 25% και αργότερα 35% σε βάρος των ακαθαρίστων εσόδων των Ναών και από την «ενοριακή εισφορά», δηλαδή εισφορά των χριστιανικών οικογενειών[39]. Η «ενοριακή εισφορά» των οικογενειών καταργήθηκε το 1962, ενώ η εισφορά 35% των Ναών καταργήθηκε με τον νόμο 3220/2004 επί Κυβέρνησης Σημίτη, η οποία έχει γίνει γνωστή (ως προς τις σχέσεις της με την Εκκλησία) για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, ενώ η πλέον σπουδαία κίνησή της ήταν ότι επί των ημερών της (2004) ξεκίνησε για πρώτη φορά η πλήρης ανάληψη της μισθοδοσίας του Κλήρου από το Κράτος.
Από τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι η Πολιτεία υπήρξε διαχρονικά αναξιόπιστος συνομιλητής της Εκκλησίας σε ό,τι αφορά τη χρηστή διαχείριση ή διανομή της μοναστηριακής περιουσίας, που αφαίρεσε με σκοπό να τη διαχειρισθεί ή να τη διανείμει σε πρόσφυγες, ακτήμονες και μικροκαλλιεργητές. Δεύτερον, η μοναστηριακή περιουσία εξανεμίσθηκε (γίνεται συχνά λόγος για αφαίρεση ποσοστού 96%, ποσοστό που μάλλον υπολείπεται της πραγματικότητας)[40]. Τρίτον, η μερική συμβολή του Κράτους στη μισθοδοσία ξεκίνησε το 1945, δηλαδή πολύ αργότερα από τις σταδιακές αφαιρέσεις του συντριπτικού μέρους της μοναστηριακής περιουσίας (1833-1834, 1909, 1922, 1930) και λίγο πριν την μείζονα αναγκαστική εξαγορά του 1952, ενώ πλήρως ξεκίνησε μόλις το 2004. Είναι επίσης σαφές ότι η έναρξη ενίσχυσης της κρατικής μισθοδοσίας και της χρηματοδότησης της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης από το Δημόσιο δεν έχουν καμία αιτιώδη σχέση με την αργότερη ρητή κήρυξη της Εκκλησίας της Ελλάδος ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (1969) ή με την (ήδη από το Σύνταγμα του 1822) σταθερή συνταγματική ρήτρα περί επικρατούσας θρησκείας. Η μισθοδοσία αιτιολογείται δικαιοπολιτικά και λειτουργεί ως αφηρημένη αποζημίωση της Εκκλησίας για την μοναστηριακή περιουσία, που περιήλθε στο Δημόσιο χωρίς αποζημίωση.
ΙΒ. Παρανόηση 11η: «δεν οφείλεται αποζημίωση στην Εκκλησία από το Κράτος για την απολεσθείσα εκκλησιαστική περιουσία, γιατί η περιουσία της σχηματίσθηκε από δωρεές κτημάτων, που ο λαός αναγκαζόταν να δωρίζει στην Εκκλησία»
Κατά τα τελευταία έτη κυριαρχεί επίσης το ιστορικό και πολιτικό αφήγημα ότι ακόμα και εάν η μισθοδοσία του Κλήρου αποτελεί αποζημίωση για την εκκλησιαστική περιουσία, που περιήλθε στο Δημόσιο, κακώς συμβαίνει κάτι τέτοιο, διότι οι Έλληνες χάριζαν κατ’ ανάγκην τις περιουσίες τους στην Εκκλησία, προκειμένου να τις γλυτώσουν από τη διαρπαγή των Οθωμανών, μια και η Εκκλησία απέλαυε σεβασμού των ακινήτων της από την οθωμανική εξουσία. Η άποψη καταλήγει ότι η προέλευση της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι ηθικά υπονομευμένη · επιπλέον, διαπνέεται και από κρατικό πουριτανισμό, αφού συνοδεύεται από την προσθήκη ότι το Κράτος έχει δικαίωμα να αφαιρέσει την εκκλησιαστική περιουσία, ώστε η Εκκλησία να μείνει απερίσπαστη στο πνευματικό – αγιαστικό της έργο[41].
Η ουσία αυτής της άποψης συμπυκνώνεται σε ένα άρθρο του μακαριστού καθηγητή αστικού δικαίου Γιώργου Κουμάντου στο «Βήμα» την 4.5.1981, που ανέφερε για την περιουσία της Εκκλησίας[42] : «Ένα μεγάλο μέρος αυτής της περιουσίας, ίσως το μέγιστο προέρχεται από δωρεές κατά την Τουρκοκρατία, για να μην πάρουν τα κτήματα οι κατακτητές. Οι Τούρκοι δε σέβονταν την περιουσία των Ελλήνων αλλά σέβονταν την περιουσία της Εκκλησίας. Έτσι η Εκκλησία εμφανίζεται ως θεματοφύλακας περιουσιών που της δόθηκαν από κατατρεγμένους Έλληνες για να τις φυλάξει και να τις διασώσει. Έτσι όμως, η ιδιοκτησία που υπάρχει κατά τους νομικούς κανόνες, βρίσκεται ηθικά υπονομευμένη: τα κτήματα αυτά ανήκουν ουσιαστικά στο εθνικό σύνολο. Θεμελιώνεται, λοιπόν, ηθικά το δικαίωμα της Πολιτείας να αξιώσει την απόδοση αυτών των περιουσιακών στοιχείων που τυπικά είναι «γραμμένα» στο όνομα της Εκκλησίας και των άλλων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Είναι συνεπώς απαράδεχτο αυτά τα ακίνητα να τα διαχειρίζονται, σχεδόν σαν ατομική τους περιουσία, όσοι καταφέρνουν να ανεβούν σε κάποιο υψηλό αξίωμα, εκκλησιαστικό ή μοναστηριακό. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις φτάνει να αναρωτιέται κανείς μήπως υπάρχουν ασεβείς, που παρακινούνται στην επιλογή της εκκλησιαστικής σταδιοδρομίας από την ελπίδα να φτάσουν κάποτε σε βαθμίδες αρκετά υψηλές, ώστε να δίνουν τη δυνατότητα διαχείρισης μεγάλων περιουσιών με ελάχιστο έλεγχο. Έτσι όμως διαφθείρεται η ιεροσύνη που, αντί να είναι αποτέλεσμα προσωπικής κλίσης ή κλήσης από το Θεό, είναι πειρασμός του Μαμμωνά».
Λυπάμαι, αλλά είμαι αναγκασμένος να διαφωνήσω. Είναι γνωστό πριν απ’ όλα ότι το οθωμανικό δίκαιο δεν αναγνώριζε νομική προσωπικότητα στις Μονές, Ενορίες και Επισκοπές, δεν ήταν υποκείμενα δικαίου, και επομένως δεν είχαν το δικαίωμα να αποκτούν στην κυριότητά τους περιουσία[43]. Από την αρχή της οθωμανικής κυριαρχίας και μέχρι την εποχή που άρχισε να ισχύει ο Οθωμανικός Νόμος περί Γαιών (21.4.1858) ίσχυσε ένα περίπλοκο και χωρίς γενική, διατοπική ισχύ σύστημα ατομικών πράξεων της οθωμανικής διοίκησης, κατά το οποίο οι μοναστικές Αδελφότητες ουσιαστικά είχαν την νομή των μοναστηριακών ακινήτων[44]. Οι Μονές και οι Ναοί όχι μόνον δεν μπορούσαν να γίνουν κύριοι λόγω δωρεών, αφού δεν αναγνωρίζονταν ως νομικά πρόσωπα, αλλά αναγκάζονταν να αγοράζουν τα κτήματά τους στο όνομα φυσικών προσώπων (π.χ. των μοναχών ή ιερέων), έτσι π.χ. ο ναός της Αχειροποιήτου στην Θεσσαλονίκη αγόραζε ακίνητη περιουσία επ’ ονόματι πιστών, πολλές φορές και εν αγνοία τους[45]. Για τον λόγο αυτό ο νομοθέτης τόσο αμέσως μετά την προσάρτηση των Νέων Χωρών, με τον νόμο 2508/1920 (άρθρο 3 παρ. 6), αλλά και αργότερα, με τους νόμους 2200/1940 (άρθρο 88) και 3800/1957 (άρθρο 7) προέβλεψε διοικητικές και συμβολαιογραφικές διαδικασίες για την αναγνώριση και αποκατάσταση του αληθούς κυρίου των εκκλησιαστικών ακινήτων.
Επιπλέον είναι γνωστό ότι ο Σουλτάνος Σελήμ Β΄ προέβη (1568-1570) σε καθολική δήμευση των μοναστηριακών ακινήτων, με αποτέλεσμα οι μοναχοί να εξαναγκασθούν να αγοράσουν εκ νέου τις μοναστηριακές περιουσίες[46]. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια έμμεση μορφή φορολογίας των μοναστηριακών ακινήτων με φόρο ίσο με την αξία τους, που έγινε με την παραπάνω μορφή της δήμευσης και της επαναγοράς.
Επίσης, όπως προκύπτει από την συστηματική έρευνά μας στα οθωμανικά αρχεία αυτήν την περίοδο, η οποία είναι σε εξέλιξη και δεν μπορώ να πω περισσότερα, υπάρχουν χιλιάδες φορολογικά κατάστιχα (tahrir), από τα οποία προκύπτει ότι το οθωμανικό κράτος φορολογούσε όχι μόνο τα καλλιεργούμενα κτήματα και βοσκοτόπια, αλλά και τα ίδια τα ακίνητα των Ναών και των Μονών, γεγονός που καταρρίπτει τον μύθο περί φορολογικών ατελειών της εκκλησιαστικής περιουσίας. Επίσης προκύπτει ότι ένα μείζον μέρος εκκλησιαστικής περιουσίας προέρχεται τελικά από αγοραπωλησίες και όχι από δωρεές ιδιωτών. Για τους αμέσως παραπάνω δύο λόγους, τα ελλαδικά μοναστήρια κατέχουν σημαντικό αριθμό πρακτικών ιεροδικείων (Huccet), ιεροδικαστικών δηλαδή αποφάσεων, οι οποίες ενσωμάτωναν και επικύρωναν προφορικές συμφωνίες αγοραπωλησίας της περιουσίας τους.
Τέλος, εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι μοναχοί κληρονομούνταν από την μοναστηριακή Aδελφότητα, ενώ παράλληλα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ισχύει ο μακραίωνος θεσμός της κατ’ αρχήν απαγόρευσης εκποίησης μοναστηριακών ακινήτων («αναπαλλοτρίωτο της μοναστηριακής περιουσίας»), δεν είναι περίεργο το μέγεθος της σωρευθείσας μοναστηριακής περιουσίας μετά από εκατονταετίες.
ΙΓ. Παρανόηση 12η : «η εκκλησιαστική περιουσία ανήκει στον λαό, άρα στο Κράτος»
Είμαστε μακρυά από την εποχή που οι εκλογικοί κατάλογοι ήταν βασισμένοι στους ενοριακούς καταλόγους, και τους κατήρτιζε – συνυπέγραφε ο Δήμαρχος μαζί με τον εφημέριο της κάθε Ενορίας.
Ωστόσο παρά την οργάνωση του ελληνικού κράτους κατά τα δυτικά πολιτειολογικά πρότυπα, επικρατεί ακόμα η πολιτική αντίληψη, που συγχέει τις ιδιότητες του «λαού», ως πολιτικής κοινότητας, και του ορθόδοξου «ποιμνίου» ως ευχαριστηριακής – θρησκευτικής κοινότητας. Η σύγχυση αυτή στον χώρο της πολιτικής εξηγεί, παραπέρα, την σχεδόν προβαλλόμενη ως αυτονόητη αξίωση της πολιτικής εξουσίας όχι μόνον για ισότιμο με τους Αρχιερείς λόγο στη διαχείριση σημαντικών εκκλησιαστικών πραγμάτων, αλλά και για στέρηση ή επίβλεψη του καθοδηγητικού και δημόσιου λόγου των Αρχιερέων απέναντι στο ποίμνιό τους. Είναι ισχυρή επίσης η εντύπωση των πολιτικών εκπροσώπων του λαού ότι η εντολή που έχουν λάβει από το εκλογικό σώμα, ταυτόχρονα τους χορηγεί το δικαίωμα να εκπροσωπούν το λαϊκό στοιχείο απέναντι στους κληρικούς μέσα στο σώμα της Εκκλησίας.
Είναι όμως η διοίκηση θρησκευτικών ζητημάτων της Εκκλησίας κρατικής φύσεως π.χ. «τοπική υπόθεση» κατά την έννοια του άρθρου 102 του Συντάγματος, ώστε να αναμειγνύονται κατά νόμον οι δημοτικοί άρχοντες στη διοίκηση – διαχείριση ιερών ναών της ορθόδοξης Εκκλησίας ; Ή εντάσσεται στο περιεχόμενο της «πολιτικής εντολής», που έλαβε ο βουλευτής με την εκλογή του, η εξουσία του να εισηγείται στη Βουλή νομοθετικές διατάξεις, με τις οποίες επιδιώκεται η παρέμβαση του νομοθέτη σε εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας ;
Παρέχονται μερικά παραδείγματα : υφίστανται μέχρι σήμερα νομοθετήματα, τα οποία αποσπούν από την ευθύνη της τοπικής Μητρόπολης σημαντικούς (μη ιδιωτικούς) Ιερούς Ναούς τεθειμένους στη δημόσια λατρεία, καθιστώντας τους κρατικά νομικά πρόσωπα με την μορφή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή του κοινωφελούς ιδρύματος, όπως ο νόμος 349/1976 για το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου (έχει εντάξει τον Ναό και την περιουσία του σε Ν.Π.Δ.Δ. εποπτευόμενο από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, και το έχει εξαιρέσει από την εποπτεία της Ιεράς Μητρόπολης Σύρου), ο νόμος 1416/1984, που συνέστησε διαδημοτικό Ν.Π.Δ.Δ. την «Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων», που διοικεί τα Προσκυνήματα και τις περιουσίες της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, της Αγίας Μόνης, του Αγ. Ιωάννη του «εν κρημνώ» ή παλαιότερα το βασιλικό διάταγμα 924/1966 για τον Ιερό Ναό Παναγίας Σουμελά.
Το νομοθετικό επιχείρημα είναι ότι πρόκειται για ορθόδοξα Προσκυνήματα «εθνικής σημασίας» με την έννοια ότι συγκεντρώνουν την ευλάβεια των Ελλήνων σε υπερτοπικό επίπεδο, χωρίς βεβαίως να αγνοείται και η παράμετρος της σημαντικής περιουσίας τους, την οποία ο νομοθέτης σχεδόν επέταξε προκειμένου να χρηματοδοτούνται δημόσιοι και κοινωφελείς σκοποί. Επιπλέον ενδεικτικά παραδείγματα της υπαγωγής ορθόδοξων Ναών σε κρατικούς και κοινωφελείς – μη εκκλησιαστικούς φορείς με καθαρώς εισπρακτικά κριτήρια: τα λεγόμενα «Παρεκκλήσια του Τ.Α.Κ.Ε.», δηλαδή Ναοί που δια νόμου είχαν παραχωρηθεί το 1933 (έως την 1.4.2008)[47] στο (τότε νεοσύστατο, 1932) ασφαλιστικό Ταμείο των Κληρικών Ελλάδος, προκειμένου να εξασφαλισθεί μία σταθερή πρόσοδος του ασφαλιστικού ταμείου ή ο Ι. Ναός του Αγ. Ανδρέα (Πατησίων), που είχε παραχωρηθεί δια νόμου στο σωματείο «Άσυλον Ανιάτων»[48] κ.λπ..
Είναι όμως δυνατό υπό την ισχύ των δικαιωμάτων της θρησκευτικής ελευθερίας (13 Συντάγματος) και της θρησκευτικής αυτονομίας (9, 11 ΕΣΔΑ) να αφαιρούνται δια νόμου από τη διοίκηση της πλειοψηφούσας θρησκευτικής κοινότητας, της ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, Ναοί με το επιχείρημα ότι αριθμητικά το ορθόδοξο ποίμνιο σχεδόν ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα (τον λαό κατά το Σύνταγμα) ; Ο νομοθέτης -ως εκφραστής του λαού- δικαιούται να ρυθμίζει μονομερώς εσωτερικά θρησκευτικά ζητήματα αυτής της Εκκλησίας, ερήμην της Εκκλησίας, παραθεωρώντας τα διοικητικά της όργανα ; Είναι προφανές ότι ελλοχεύει μία σύγχυση λαού (όχι του λαού του Θεού, αλλά του λαού ως πολιτικού υποκειμένου κατά την έννοια του Συντάγματος) και ορθόδοξου ποιμνίου, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί το δικαίωμα του νομοθέτη να ενεργεί ως «διοικούσα Εκκλησία».
Ουσιαστικά και η πρυτανεύουσα ιδεολογία του «νόμου Τρίτση» (νόμος 1700/1987) αποτελούσε αναπαραγωγή του πολιτικού αφηγήματος ότι η περιουσία της Εκκλησίας προέρχεται από τον λαό, ανήκει στον λαό (τον «λαό» του άρθρου 1 του Συντάγματος) και κατ’ επέκταση ανήκει στο Κράτος, τον συλλογικό εκφραστή της λαϊκής κυριαρχίας.
ΙΔ. Παρανόηση 13η: «να καταργηθεί το άρθρο 3 και το προοίμιο του Συντάγματος για να παύσει η ανάμειξη του Κράτους με την ορθόδοξη εθιμοτυπία»
Συχνά διατυπώνεται η διαφωνία ότι πρέπει να καταργηθεί το άρθρο 3 Συντάγματος και το προοίμιο του Συντάγματος, ώστε να παύει η υιοθέτηση από το κράτος της ορθόδοξης χριστιανικής εθιμοτυπίας, και ως τέτοια νοούνται η παρουσία πολιτικών σε θρησκευτικές τελετές, τα στρατιωτικά αγήματα σε λιτανείες, η μεταφορά του Αγίου Φωτός, οι θρησκευτικοί όρκοι της πολιτικής ηγεσίας, τα θρησκευτικά σύμβολα σε σχολεία και δικαστήρια κ.λπ..
Μία προκαταρκτική παρατήρηση : το πολιτικό αίτημα του συνταγματικoύ χωρισμού ή, κατά το ηπιότερον, της διάκρισης των σχέσεων Κράτους και (ορθόδοξης) Εκκλησίας υπό τον στόχο μάλιστα του περιορισμού της «θρησκείας» στον χώρο της «ιδιωτικότητας» εμπεριέχει δύο αβάσιμες υποθέσεις: πρώτον ταυτίζει τον χωρισμό κοινωνίας και ορθόδοξης εκκλησίας (περιορίζοντας το νοηματικό εύρος της «Εκκλησίας», κατ’ ανάγκην, στην τάξη του Κλήρου) με τις σχέσεις Κράτους και ορθόδοξης Εκκλησίας, ως εάν το μέτρο θρησκευτικότητας της ελληνικής κοινωνίας να αποτελεί νομικό ζήτημα και δη ρυθμιστέο με κανόνες δικαίου αυξημένης τυπικής ισχύος. Δεύτερον, υποθέτει αφετηριακά ότι υφίσταται καθεστώς ένωσης κράτους και ορθόδοξης εκκλησίας, θρησκευτικά χρωματισμένο υπέρ της δεύτερης.
Τα έθιμα, ως εκ της μη νομοθετικής προέλευσής τους, ούτε επιβλήθηκαν με νόμο, ώστε να μπορούν να καταργηθούν δια νόμου, ούτε η διατήρησή τους έχει σχέση με την νομοθεσία, αλλά με το πραγματικό γεγονός της επιρροής της ορθόδοξης εκκλησιαστικής μαρτυρίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι της Ελλάδας. Επομένως η ενοχλητική ή μη παρουσία τους ή η παρουσία πολιτικών σε θρησκευτικές τελετές δεν αποτελούν αντικείμενο νομικής ρύθμισης, αλλά έχουν σχέση με την ζωντανή σχέση ελληνικής κοινωνίας και ορθόδοξης θρησκευτικής μαρτυρίας και όχι τη θεσμική σχέση Κράτους και ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παρουσία εκπροσώπων του κράτους κατά τις θρησκευτικές τελετές προφανώς δεν απορρέει από κάποιο νομοθετικό πλαίσιο ούτε από το άρθρο 3 του Συντάγματος.
Παράλληλα και για τα θρησκευτικά σύμβολα στους δημόσιους χώρους έχει τονισθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η διάσταση του παραδεκτού πολιτισμικού συμβολισμού τους, αποτελούν δηλαδή και στοιχείο πολιτιστικής ταυτότητας μίας κοινωνίας και η διατήρηση τους εμπίπτει στο επιτρεπτό περιθώριο εκτίμησης κάθε κράτους, εφ’ όσον δεν συνδυάζεται με πρακτικές παραβίασης των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[49].
Ως προς το προοίμιο του Συντάγματος που επικαλείται την Αγία Τριάδα[50], αν και υφίστανται μερικές δικαστικές αποφάσεις που το έχουν συνδέσει με το μάθημα των Θρησκευτικών[51] άνευ λόγου κατά την γνώμη μου, πρόκειται για ένα βασικό στοιχείο ιστορικής σύνδεσης του παρόντος Συντάγματος με την επαναστατική προέλευση του ελληνικού Κράτους και όχι στοιχείο θεοκρατικού παρεμβατισμού στην οργάνωση της Πολιτείας. Το προοίμιο αυτό υπήρχε σε όλα τα επαναστατικά Συντάγματα και η παραμονή του τεκμηριώνει την διαρκή πεποίθηση του συντακτικού νομοθέτη ότι ο ελληνικός λαός ασκούσε πρωτογενή συντακτική εξουσία και πριν την 3η Φεβρουαρίου 1830 (Πρωτόκολλο Λονδίνου), οπότε υπήρξε η διεθνής αναγνώριση του ελληνικού κράτους. Το ελληνικό κράτος δεν είναι απλώς ένα συμβατικό και υβριδικό δημιούργημα των Μεγάλων Δυνάμεων · οι Δυνάμεις προέβησαν στη διεθνή αναγνώριση του ελληνικού κράτους ως πολιτικό αποτέλεσμα της Επανάστασης και δεν κατασκεύασαν το ελληνικό κράτος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πατριωτικός αυτός συμβολισμός του προοιμίου και η μεταφυσική και προπολιτειακή αναγωγή του στην Αγία Τριάδα ανάγεται στις Εθνοσυνελεύσεις της εποχής της Επανάστασης ως πολιτική επιλογή των χριστιανών ιδρυτών της νέας Πολιτείας. Είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, που ίσως υπερβαίνει και αυτές τις εξουσίες μιας αναθεωρητικής Βουλής, εάν η οποιαδήποτε συζήτηση για την «νέα Ελλάδα» μπορεί να ισοδυναμεί και με ένα ιδεολογικό διαζύγιο από την ιστορική ταυτότητα του ελληνικού λαού, ο οποίος θεμελίωσε το σύγχρονο κράτος μέσα από επαναστατικές διαδικασίες απέναντι στην οθωμανική και αλλόθρησκη νομιμότητα της εποχής. Για τον λόγο αυτό, στο μάθημα της συνταγματικής ιστορίας διδασκόμαστε τα Επαναστατικά Συντάγματα, επειδή ακριβώς δεχόμαστε ότι υπήρχαμε ως πολιτική κοινότητα με πρωτογενή εξουσία λόγω της Επανάστασής μας και πριν το 1830. Συνεπώς η παραμονή του προοιμίου στο Σύνταγμα αποδεικνύει ως σταθερή την άποψή μας ότι ο λαός, μέσα από αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, δημιούργησε το νέο κράτος και ότι, ως ιστορικός φορέας του λαού, το έθνος υπήρχε πριν το κράτος.
ΙΕ. Παρανόηση 14η: «να γίνει θεσμικός χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας ώστε να παύσουν οι δημόσιες τοποθετήσεις των Αρχιερέων»
Η άποψη αυτή υπονοεί εσφαλμένα ότι οι δημόσιες, προφορικές και γραπτές, παρεμβάσεις Μητροπολιτών της Εκκλησίας έχουν οποιαδήποτε σχέση με τις έννομες σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Η αναπαραγωγή του λόγου της Εκκλησίας στην κοινωνία μέσω του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου σχετίζεται με την κοινωνική επιρροή της και όχι με τις νομικές σχέσεις με το Κράτος. Ούτε φυσικά είναι δυνατό να εισαχθεί στο Σύνταγμα ή στην κοινή νομοθεσία διάταξη, κατά την οποία θα έχουν περιορισμένη ελευθερία του λόγου όσοι φέρουν το σχήμα του θρησκευτικού λειτουργού οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας.
ΙΣΤ. Παρανόηση 15η : «γιατί να επιβαρύνονται μέσω της φορολογίας οι μη ορθόδοξοι χριστιανοί πολίτες για μισθοδοσία ορθόδοξων κληρικών και την εκκλησιαστική εκπαίδευση ;»
Το νομικό δεδομένο είναι η εκκλησιαστική περιουσία, που περιήλθε στο κράτος χωρίς αποζημίωσή της, αποτελεί σήμερα δημόσια κτήση, δηλαδή αποτελείται από κοινόχρηστα πράγματα, των οποίων μπορεί να κάνει χρήση κάθε πολίτης ασχέτως θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ο καθένας μπορεί να νοσηλευθεί στο νοσοκομείο Αρεταίειο, στο νοσοκομείο Σωτηρία ή στο Γ.Ν. «Γ. Γεννηματάς», ο καθένας μπορεί να καθίσει την πλατεία Μαβίλη. Είναι λογική η καθολική επιβάρυνση των φορολογουμένων για περιουσία, που είναι σήμερα δημόσια και την απέκτησε ανέξοδα το Κράτος, και της οποίας όλοι έχουν τη δυνατότητα απόλαυσής της υπό την ιδιότητά τους ως πολιτών ή κατοίκων αυτής της χώρας[52].
ΙΖ. Παρανόηση 16η : «ο θεσμικός χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας θα σημάνει την κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών ή μετατροπή του σε θρησκειολογία»
Το νομικό δεδομένο είναι ότι μάθημα θρησκευτικών υφίσταται λόγω της συνταγματικής εντολής του άρθρου 16 παρ. 2 προς τον κοινό νομοθέτη ότι η εγκύκλια εκπαίδευση οφείλει να αναπτύσσει, μεταξύ άλλων, την θρησκευτική συνείδηση. Η κατάργηση ή τροποποίηση του τεκμηρίου περί επικρατούσας θρησκείας στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος δεν θα επιφέρει κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, καθώς η θρησκευτική αγωγή έχει αυτοτελή θεμελίωση σε άλλη διάταξη. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή, το άρθρο 16 παρ. 2, έχει αυτοτελή αξιακή θεμελίωση και δεν συνδέεται αιτιωδώς με το άρθρο 3 παρ. 1, ώστε η κατάργηση του τελευταίου δεν συνεπιφέρει την άνευ ετέρου εκθεμελίωση των μορφωτικών και πολιτιστικών εκτιμήσεων, οι οποίες δικαιολογούν την εντολή του άρθρου 16 παρ. 2. Είναι επίσης δεδομένο ότι και σε χώρες, που δεν διαθέτουν ρήτρα περί επικρατούσας θρησκείας στα Συντάγματά τους, έχει κριθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι είναι επιτρεπτό το μάθημα των θρησκευτικών να ασχολείται κατά πλειοψηφία (χωρίς όμως σκοπό κατήχησης ή εν γένει προπαγάνδας) με την διδασκαλία της θρησκευτικής παράδοσης, που εκφράζει το μείζον μέρος του πληθυσμού ή ιστορικά την συγκεκριμένη χώρα[53].
Επομένως, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ούτε απαγορεύει το μάθημα των θρησκευτικών να έχει πλειοψηφία ύλης από την ορθόδοξη παράδοση ούτε πάντως συνδέεται αιτιωδώς με την ύπαρξη ή μη της ρήτρας περί επικρατούσας θρησκείας. Το άρθρο 3 παρ. 1 εδαφ. α Συντάγματος, κατά το οποίο η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας, εξακολουθεί να είναι νομικά χρήσιμο ως ένα διαρκές τεκμήριο για το κράτος, γιατί τυποποιεί μία διαπίστωση, την οποία ειδάλλως (ελλείψει του άρθρου 3 παρ. 1 Συντ.) η Βουλή ή Διοίκηση ή ο δικαστής θα έπρεπε κάθε φορά να συναγάγουν ως κοινώς γνωστό γεγονός.
Από εκεί και έπειτα ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος προβλέπει ότι η Εκκλησία και Πολιτεία συνεργάζονται περί «της χριστιανικής αγωγής της νεότητος»[54] και ότι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (η ολομέλεια των επαρχιούχων Μητροπολιτών) : «Παρακολουθεί το δογματικόν περιεχόμενον των διά τα σχολεία της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικών βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών»[55]. Πέραν των παραπάνω δικαιωμάτων όμως, η Εκκλησία, όπως κάθε κοινωνικός φορέας, διαθέτει εύλογη αξίωση συζήτησης και διαβούλευσης με την Πολιτεία για το μάθημα των θρησκευτικών.
ΙΗ. Παρανόηση 17η : «η Ελλάδα δεν είναι θρησκευτικά ουδέτερο κράτος και πρέπει να εισαχθεί σχετική ρήτρα στο Σύνταγμα»
Η πρόταση για εισαγωγή ρήτρας περί ουδετερόθρησκου κράτους περιέχεται τόσο στην «Πρόταση για μια προοδευτική αναθεώρηση του Συντάγματος» (27.3.2017)[56] όσο και στο «Καινοτόμο Σύνταγμα» (5.6.2016)[57] και αναφέρομαι σε αυτές για λόγους ρεαλισμού, ώστε να μιλούμε επί εδάφους υπαρκτών επιστημονικών – πολιτικών προτάσεων.
Το νομικό δεδομένο είναι ότι λόγω της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όλα τα κράτη, που έχουν υπογράψει και κυρώσει την ΕΣΔΑ, υποχρεούνται να τηρούν την «αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας», όπως την εννοεί η ΕΣΔΑ. Πρόκειται για αυτόνομη έννοια, και δεσμεύει τα κράτη – μέρη της ΕΣΔΑ με το περιεχόμενο που αποδίδει σε αυτήν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Επομένως, η ελληνική έννομη τάξη περιέχει στο αξιακό της σύστημα ήδη την αρχή της «θρησκευτικής ουδετερότητας» ως ισχύουσα νομική υποχρέωση του Κράτους, πέραν των υπαρκτών δεσμεύσεων των άρθρων 4 και 13 του Συντάγματος να σέβεται την θρησκευτική ελευθερία όλων των ατόμων και θρησκευτικών κοινοτήτων.
Ειδικότερα : κατά την σταθερή άποψη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν ένα μεγάλο «περιθώριο εκτίμησης» («margin of appreciation») κατά την νομοθετική ρύθμιση των σχέσεών τους με τις Εκκλησίες, που βρίσκονται στο έδαφός τους, ανάλογα με τις εθνικές και ιστορικές τους ιδιαιτερότητες. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τονίζει όμως ότι τα κράτη, παρά τις εθνικές και θρησκευτικές τους ιδιαιτερότητες, οφείλουν να παραμένουν ουδέτερα και μη παρεμβατικά κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας τους για την ρύθμιση της σφαίρας της θρησκευτικής ελευθερίας και των σχέσεων του κράτους με τις διάφορες θρησκείες, δόγματα και θρησκευτικούς οργανισμούς[58]. Επίσης, πλην εντελώς εξαιρετικών περιπτώσεων, τα κράτη δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε έλεγχο νομιμότητας των θρησκευτικών πεποιθήσεων (όχι των πράξεων) μιας θρησκευτικής κοινότητας ή των μέσων έκφρασης των θρησκευτικών δοξασιών της[59]. Αυτό είναι το περιεχόμενο της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους κατά την ΕΣΔΑ.
Θυμίζω εδώ την περίπτωση του πολύπαθου τροπαρίου «Σώσον Κύριε τον λαόν σου», το οποίο περιέχει την ανήκουστη φράση «νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων». Μετά από σφοδρές αντιδράσεις ευαίσθητων πολιτικών αρχόντων η Ιερά Σύνοδος αναγκάσθηκε να εκδώσει Εγκύκλιο στις 4.11.1998[60], προτρέποντας τις Μητροπόλεις ώστε, κατ΄ οικονομίαν, όταν ψάλλεται το τροπάριο εκτός Ιερών Ναών η παραπάνω φράση να αντικαθίσταται από το «νίκας τοις ευσεβέσι κατ’ εναντίων», προκειμένου να αποσοβηθούν οι αδικαιολόγητες (και αθεολόγητες) πολιτικές αντιδράσεις. Υπέβαλε δηλαδή η Εκκλησία, κάτω από την πίεση της Πολιτείας, το τροπάριο σε μια διαδικασία οιονεί αναδρομικού εκδημοκρατισμού. Σε ένα ουδετερόθρησκο κράτος όμως η Πολιτεία δεν μπορεί να ασκεί έλεγχο νομιμότητας στα τροπάρια και στους ύμνους της Εκκλησίας.
Εάν οι μέχρι σήμερα προτάσεις του «Καινοτόμου Συντάγματος» και «για μια προοδευτική αναθεώρηση του Συντάγματος» εννοούν την θρησκευτική ουδετερότητα, όπως την αντιλαμβάνεται η ΕΣΔΑ, υπό την έννοια της μη ανάμειξης του Κράτους στα εσωτερικά των θρησκευτικών κοινοτήτων, η προσθήκη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως περιττή. Οφείλουν όμως να διευκρινίσουν ποιο μοντέλο θρησκευτικής ουδετερότητας υπονοούν, διότι εκτός από την θρησκευτική ουδετερότητα ως αυτόνομη έννοια της νομολογίας του Ευρ.Δ.Δ.Α., υπάρχουν διεθνώς τόσα μοντέλα θρησκευτικής ουδετερότητας, όσα και τα κράτη που δηλώνουν θρησκευτικώς ουδέτερα.
Τα βασικά πρότυπα είναι το γαλλικό (κράτος που δεν αναγνωρίζει καθεστώς δημοσίου δικαίου στις θρησκείες, δεν υιοθετεί καμία θρησκευτικότητα στην εθιμοτυπία του, δεν ενισχύει τις θρησκείες), γερμανικό (το κράτος δεν παρεμβαίνει, αναγνωρίζει ωρισμένες θρησκείες ως Ν.Π.Δ.Δ., ενισχύει τις θρησκευτικές κοινότητες) και το αμερικανικό (κράτος που δεν παρεμβαίνει στις θρησκευτικές κοινότητες, δεν θεσπίζεται καθεστώς δημοσίου δικαίου για τις κοινότητες, δεν απαγορεύεται η θρησκευτική εθιμοτυπία π.χ. θρησκευτικός όρκος του Προέδρου). Συνεπώς, θα πρέπει να διευκρινίζεται, από όποιον προτείνεται, η ρήτρα του θρησκευτικά ουδέτερου κράτους με στόχο τη διασάφηση, εάν πρόκειται για μια δυσμενή ουδετερότητα (θρησκευτικά αδιάφορο κράτος) ή για μια ευμενή ουδετερότητα (μη παρεμβατικό κράτος το οποίο ενισχύει τα θρησκεύματα και αναγνωρίζει ιδιαίτερο καθεστώς για τη διευκόλυνση της αποστολής τους). Σε καμία από τις παραπάνω δύο προτάσεις δεν υπάρχουν ενδείξεις για την νοηματοδότηση του θρησκευτικά ουδέτερου κράτους και είναι νομοτεχνικά προβληματική η εισαγωγή μιας ρήτρας συνθηματικής συντομίας, η οποία διεθνώς έχει πολύσημο περιεχόμενο. Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου ότι κράτη, θρησκευτικώς ουδέτερα, έχουν επιλέξει στα Συντάγματά τους περιφραστική περιγραφή του είδους της ουδετερότητας, που υιοθετούν (π.χ. «δεν υπάρχει επίσημη θρησκεία», «το κράτος δεν παρεμβαίνει στις θρησκευτικές κοινότητες» κ.λπ.), ώστε να είναι σαφές το περιεχόμενο της ουδετερότητας, που εννοούν.
Περαιτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι το Σύνταγμά μας περιέχει ήδη τρεις ισχυρές ρήτρες υπέρ του χαρακτήρα του ελληνικού κράτους ως κοσμικού. Κατά το άρθρο 1 παρ. 2-3 : «2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. 3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα», κατά το άρθρο 87 παρ. 2 : «2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους, και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος» και κατά το άρθρο 13 παρ. 4 : «4. Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους» (εδώ αληθώς πρέπει να θεωρούμε ότι θεμελιώνεται η αρχή της «νόμω κρατούσης Πολιτείας», όπως περιορίζεται από την θρησκευτική ουδετερότητα). Ειδικά η τελευταία διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του Συντάγματος είναι καίρια για τον χαρακτήρα του κράτους, γιατί δεν επιτρέπει την άρνηση εκτέλεσης νομοθετημένων υποχρεώσεων λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων (π.χ. την πληρωμή φόρων, επειδή οι φόροι προορίζονται για εξοπλιστικά προγράμματα και η θρησκεία του φορολογούμενου είναι φιλειρηνική). Σε άλλα κράτη, η έλλειψη ρήτρας αντίστοιχης με το άρθρο 13 παρ. 4 Συντ. έχει οδηγήσει σε αδιανόητες για την κουλτούρα του ευρωπαϊκού – ηπειρωτικού δικαίου δικαστικές αποφάσεις π.χ. στην αμερικανική υπόθεση Burwell v. Hobby Lobby Stores Inc.[61], όπου το Supreme Court έκρινε ότι μπορεί εμπορική εταιρεία να αρνηθεί να πληρώσει ποσοστό εργοδοτικών εισφορών, επειδή αυτό το ποσοστό προορίζεται για φάρμακα πρόωρης διακοπής κύησης και τα μέλη Δ.Σ. της εταιρείας είναι πιστοί ρωμαιοκαθολικοί και αντιτίθενται για λόγους θρησκευτικής συνείδησης στις αμβλώσεις. Αποτελεί αξιοπρόσεκτο ζήτημα ότι η «Πρόταση για ένα καινοτόμο Σύνταγμα» προτείνει, πλην άλλων, και απαλοιφή της (κατ’ εξοχήν κοσμικού χαρακτήρα) παραγράφου 4 του άρθρου 13 του Συντάγματος, χωρίς να είναι σαφές εάν, η αξιακή μεταβολή που έτσι προκαλείται, αντισταθμίζεται από την ασαφή και αόριστη ρήτρα περί θρησκευτικά ουδέτερου κράτους.
Δίνω ένα ακόμα παράδειγμα από την αμερικανική νομολογία : στην υπόθεση Hosanna-Tabor Evangelical Lutheran Church and School v. EEOC[62] το Supreme Court νομολόγησε ότι το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής θρησκευτικού λειτουργού για μια ενορία χωρίς παρέμβαση του κράτους, επομένως και το δικαίωμα απόλυσής του, είναι ισχυρότερο από το δικαίωμα του λειτουργού αυτού να μην απωλέσει την θέση εργασίας του, παρότι είναι εργαζόμενος ΑΜΕΑ και κατά την εργατική νομοθεσία ως ΑΜΕΑ εργαζόμενος πρέπει να προστατεύεται από την απόλυση.
Εδώ πρέπει να προσεχθεί ότι η αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας είναι και δικονομική αρχή : αφού δεσμεύει συνολικά τις κρατικές εξουσίες, αφορά και τον δικαστή και τον περιορίζει, ώστε να μην αναμειγνύεται σε εσωτερικές υποθέσεις των θρησκευτικών κοινοτήτων. Μπορεί, κατ’ επέκταση, η υιοθέτηση μιας απεριόριστης ρήτρας περί θρησκευτικά ουδετέρου κράτους να οδηγήσει σε νησίδες θεοκρατίας μέσα στην ελληνική κοινωνία και έννομη τάξη, όπου δεν επιτρέπεται η παρέμβαση του δικαστή και η παροχή δικαστικής προστασίας σε όσους θίγονται ως προς τα δικαιώματά τους.
Αποτελεί επίσης ερώτημα γιατί η «Πρόταση για μια προοδευτική αναθεώρηση του Συντάγματος» εισηγείται την εισαγωγή της ρήτρας περί θρησκευτικά ουδέτερου κράτους στο άρθρο 3 του Συντάγματος, που αφορά ειδικά την ορθόδοξη Εκκλησία, και όχι στο άρθρο 13 που αφορά όλα τα θρησκεύματα και την θρησκευτική ελευθερία (θετική και αρνητική). Ωστόσο, η θρησκευτική ουδετερότητα αποτελεί αρχή που δεν μπορεί να εστιάζεται στην σχέση του Κράτους μόνο με ωρισμένη θρησκευτική κοινότητα, εν προκειμένω την πλειοψηφούσα Εκκλησία της χώρας.
Εν κατακλείδι, η αόριστη ρήτρα του θρησκευτικά ουδέτερου κράτους πρέπει να διευκρινισθεί στις παραπάνω προτάσεις, ώστε να μπορεί κανείς να τοποθετηθεί θετικά ή αρνητικά απέναντι σε αυτήν, ειδάλλως είναι εξ ίσου ασαφής με την πρόταση εισαγωγής στο Σύνταγμα μιας ρήτρας ότι η Ελληνική Δημοκρατία θα είναι ένα «σύγχρονο κράτος». Εάν πάντως με την προτεινόμενη ρήτρα στις παραπάνω δύο προτάσεις σκοπείται η υιοθέτηση από το Σύνταγμα θρησκευτικής ουδετερότητας διαφορετικής από αυτή που εννοεί η ΕΣΔΑ, και μάλιστα αυστηρής, δυσμενούς για τα θρησκεύματα, τότε ίσως κακώς το Δημόσιο κτίζει Ισλαμικό Τέμενος με κρατικούς πόρους.
Συμπεράσματα : όταν το κοινωνικό σώμα ερωτάται με διάφορες αφορμές (δημοσκοπήσεις κ.λπ.) εάν είναι υπέρ του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας καλείται να δώσει σωστές απαντήσεις σε ένα λάθος ερώτημα. Και είναι λάθος η ερώτηση, γιατί υποθέτει αφετηριακά ότι κατά νόμον Εκκλησία και Κράτος είναι αμοιβαία αναμεμειγμένες η μία στα εσωτερικές υποθέσεις της άλλης. Αυτό δεν ισχύει τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ανάμειξη της Εκκλησίας, που θεωρείται η δήθεν θιγόμενη από το ερώτημα του χωρισμού.
Το ζητούμενο συνεπώς είναι άλλο : α) η θέση βάσεων για την άσκηση μιας σύγχρονης και ταυτόχρονα μακρόπνοης θρησκευτικής πολιτικής για όλα τα θρησκεύματα και όχι μόνο για την ορθόδοξη Εκκλησία και β) η πλήρης κατοχύρωση θρησκευτικής αυτοδιοίκησης για την Εκκλησία της Ελλάδος. Αυτά όμως τα δύο κεντρικά ζητήματα δεν σχετίζονται καθόλου με την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά με την νομοθετική πρωτοβουλία του κοινού νομοθέτη. Εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ζούμε πλέον σε μια χώρα ολοένα και πιο έντονα πολυφυλετική και πολυθρησκευτική, το πρόβλημα είναι ότι μας λείπει μια κρατική πολιτική για τα θρησκεύματα γενικώς. Εξαίρεση στην χαρακτηριστική και πολυετή αδιαφορία του νομοθέτη είναι ο νέος νόμος 4301/2014[63], που αποτελεί ένα σοβαρό, αλλά ακόμα πρώτο βήμα.
[1]. Εισήγηση στη εκδήλωση της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών «Συνταγματική αναθεώρηση και Εκκλησία της Ελλάδος : Συμβολή σε έναν ανοικτό διάλογο» (7.6.2017 Πολεμικό Μουσείο Αθηνών)
[2]. Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (ΦΕΚ Α΄ 146/31.5.1977)
[3]. Κατωτέρω χρησιμοποιώ ενίοτε τον όρο «Εκκλησία της Ελλάδος» εν ευρεία εννοία και περιλαμβάνει το κεντρικό νομικό πρόσωπο «Εκκλησία της Ελλάδος» (με έδρα την Αθήνα), τις Ιερές Μητροπόλεις, τις Μονές και τις Ενορίες ενίοτε τον όρο «Εκκλησία» ως σχήμα κατ’ εξοχήν και δηλώνει τα ανωτέρω Ν.Π.Δ.Δ..
[4]. Προβλεπόταν από τα άρθρα 1 του αναγκαστικού νόμου 1363/1938 (ΦΕΚ Α΄ 305), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του αναγκαστικού νόμου 1672/1939 (ΦΕΚ Α΄ 123), και 41 του αναγκαστικού νόμου 1369/1938 (ΦΕΚ Α΄ 317).
[5]. Άρθρο 62 παρ. 2 ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α΄ 146), νομοθετικό διάταγμα της 22.4/16.5.1926 (ΦΕΚ Α΄ 153).
[6]. Με τον Κανονισμό της Εκκλησίας της Ελλάδος 4/1969 (άρθρο 4 παρ. 3, ΦΕΚ Α΄ 158).
[7]. Άρθρο 62 παρ. 2 του ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α΄ 146).
[8]. Άρθρα 23 α.ν. 1539/1938 (ΦΕΚ Α΄ 488), 62 παρ. 2 ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α΄ 146).
[9]. ΣτΕ 781/2017 σκέψη 9, ΣτΕ 510/2015 (σκέψη 3), ΣτΕ 1393/2017.
[10]. ΣτΕ 507/1983, ΣτΕ 4548/1995, ΣτΕ 3120/2002.
[11]. Βλ. για την έννοια του Δημόσιου τομέα και της Γενικής Κυβέρνησης το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α΄ 143).
[12]. ΝΣΚ 319/2008, 796/1991.
[13]. Άρθρο 68 παρ. 1 υποπαρ.3 (ΦΕΚ Α΄ 32).
[14]. Άρθρο 57 του ν. 1591/1986.
[15]. Ενδεικτικά : ΕΔΔΑ Sindicatul “Păstorul cel Bun” v. Romania απόφαση της 9.7.2013
[16]. Άρθρα 16 παρ. 1 και 26 παρ. 2 ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α΄ 146).
[17]. Κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ν. 590/1977.
. Για τα βεράτια βλ. την μονογραφία του Παρασκευά Κονόρτα, Οθωμανικές θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο 1998, passim.
[19]. Άρθρο 155 του ν. 5383/1932 (ΦΕΚ Α΄ 110).
[20]. Άρθρο 18 Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου (π.δ. της 28/28.7.1931, ΦΕΚ Α΄ 239)
[21]. Άρθρο 15 ν. 1351/1983 (ΦΕΚ Α΄ 56) προσέθεσε παράγραφο 8 στο άρθρο 34 ν. 590/1977.
[22]. Πρβλ. : «Ἦν δὲ ὁ Καϊάφας ὁ συμβουλεύσας τοῖς Ἰουδαίοις, ὅτι συμφέρει ἔνα ἄνθρωπον ἀπολέσθαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ» (Κατά Ιωάννην 18, 14)
[23]. Άρθρο 24 παρ. 7 ν. 2130/1993 (ΦΕΚ Α΄ 62).
[24]. Άρθρο 3 παρ. 1 ν. 4223/2013 (ΦΕΚ Α΄ 287).
[25]. Άρθρο 82 του β.δ. 24.9/20.10.1958, όπως τροποποιήθηκε.
[26]. Άρθρο 68 παρ. 1 υποπαρ. 3 ν. 4235/2014 (ΦΕΚ Α΄ 32).
[27]. Για μια ευσύνοπτη και περιεκτική αποτύπωση της νομοθετικής πορείας της κρατικής μισθοδοσίας του ορθόδοξου Κλήρου και η σχέση της με την εκκλ. περιουσία, βλ. την μελέτη του Σωτήρη Μητραλέξη, Η μισθοδοσία του κλήρου στην Ελλάδα και η συνάρτησή της με την εκκλησιαστική περιουσία (επικαιροποιημένη έκδοση Φεβρ. 2017) σελ. 2 επομ., ιδίως 4-17, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε στοιχεία (https://inspol.files.wordpress.com/2017/02/misthodosia-17-24.pdf).
[28]. Χαρακτηριστικά στις 7.10.1822 οι αρμοστές Νήσων Κυκλάδων εντέλλονται στον Έπαρχο Νάξου, σε σχέση με τον τόπο εγκατάστασής του : «Ἐπειδή καί ἡ Μητρόπολις εἶναι κτῆμα τῆς Διοικήσεως, περάσετε λοιπόν ἐκεί διά νά ἔχῃ καί ἡ Διοίκησις κέρδος τό ἐνοίκιον, καί διά νά ἔχητε καί ὑμεῖς ἀνάπαυσιν» (Αρχεία Εθν. Παλιγγενεσίας τ.15αβ, σελ. 178 β 111)
[29]. Αρχεία Εθν. Παλιγγενεσίας τ.4, σελ. 190, 191
[30]. Κ. Οικονόμου, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα, τ.Β (1864), σελ. 59, 62-63, 66.
[31]. Όπως προκύπτει από την νεώτερη, εκτεταμένη ιστορική έρευνα του Νικ. Τόμπρου (Μονές και μοναχοί στον Ελλαδικό χώρο: δημογραφική μελέτη στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του κεντρικού και νότιου Αιγαίου, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, 2001, τ. Α σελ. 137 επομ,. ιδίως σελ. 138) η Οθωνική Αντιβασιλεία από τις υφιστάμενες 571 Μονές (1833) διέλυσε τις 426 Μονές (1833-1834).
[32]. Για το νομικό κύρος αυτής της δήμευσης βλ. Θ.Δ. Παπαγεωργίου, Η τύχη της περιουσίας των διαλελυμένων Μονών, Εκκλησία 2009, σελ. 185 επομ.
[33]. Βασιλικό Διάταγμα της 1/13.12.1834 (ΦΕΚ 41).
[34]. Νόμος ΓΥΙΔ/1909 (ΦΕΚ Α΄ 270), άρθρο 2.
[35]. Ν. 4684/1930 «Περί διοικήσεως και διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής περιουσίας και περί συγχωνεύσεως των μικρών Μονών» (ΦΕΚ Α΄ 150/10.5.1930)
[36]. Κυρώθηκε με το νομοθετικό διάταγμα της 26.9.1952 (ΦΕΚ Α΄ 289).
[37]. Ευρ.Δ.Δ.Α. Holy Monasteries v. Greece, απόφαση της 4.12.1994
[38]. Αναπαράγεται συχνά ότι : «Οι πέντε μονές που προσέφυγαν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια εναντίον του νόμου Τρίτση αποτιμούσαν τα περιουσιακά τους στοιχεία στο αστρονομικό ποσό των 8 τρισ. δρχ. (!!!). Και μάλιστα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τους επιδίκασε το ποσό των 3 τρισ. δρχ.» (Ριζοσπάστης 25.3.2005). Το Ευρ.Δ.Δ.Α. επιδίκασε μόνο 8.400.000 δρχ. για την κάλυψη της δικαστικής τους δαπάνης χωρίς καμία αποζημίωση της περιουσίας τους.
[39]. Βλ. αναλυτικά σε Σωτ. Μητραλέξη, όπ.π., σελ. 5-6 και υποσημ. 12
[40]. Εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η μοναστηριακή περιουσία ήταν κατά την (ίσως υπερβολική, αλλά πάντως ενδεικτική) εκτίμηση του Maurer το 1833 περίπου το 1/4 της τότε ελλαδικής επικράτειας (G.L. Maurer, Ο ελληνικός λαός, τ.Β΄ 1976, σελ. 516)
[41]. Αναλυτικότερο σχολιασμό αυτής της άποψης βλ. σε Ν. Παπαχρήστου, Η ηθική νομιμοποίηση της περιουσίας της Εκκλησίας (16.4.2015) http://www.amen.gr/article/i-ithiki-nomimopoiisi-tis-periousias-tis-ekklisiashttp://www.amen.gr/article/i-ithiki-nomimopoiisi-tis-periousias-tis-ekklisias)
[42]. Η άποψη αναπαρήχθη από τον βουλευτή Τ. Κουράκη κατά την εισήγησή του στο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά» (22.1.2013)
[43]. Ενδεικτικά Άρειος Πάγος 1929/2007 : «Ενόψει δε του ότι το οθωμανικό δίκαιο αγνοούσε την έννοια του νομικού προσώπου, και επομένως, εκτός των άλλων, και οι Μονές δεν αναγνωρίζονταν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, …».
[44]. Βλ. Σ. Τζωρτζακάκη-Τζαρίδη, Το νομικό καθεστώς των αφιερωμάτων-βακουφίων στα πλαίσια του οθωμανικού εμπράγματου δικαίου (15ος-19ος αι.), 1998, σελ. 109 επομ..
[45]. Βλ. ρητή αναφορά στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3800/1957, ΚΝοΒ 1957, 698.
[46]. A. Fotic, ‘The official explanation for the confiscation and sale of the monasteries (churches) and their estates at thetime of Selim II’, Turcica 26 (1994), 33–54.
[47]. Ν. 5889/1933 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του δια του από 23 Μαΐου 1932 Διατάγματος κωδικοποιηθέντος νόμου 5439 «περί ενοριακών ναών και εφημερίων και Ταμείου Αποδοχών και Ασφαλίσεως Κλήρου της Ελλάδος» (ΦΕΚ Α΄ 324/24.10.1933, άρθρο 2) κατά τον οποίο τα Παρεκκλήσια – Εξωκκλήσια με ετήσια ακαθάριστα έσοδα άνω των 20.000 δρχ. περιέρχονται με την κινητή και ακίνητη περιουσία τους στη διοίκηση και διαχείριση του Τ.Α.Κ.Ε.
[48]. Βασιλικό Διάταγμα της 25/28.6.1948 (ΦΕΚ Α΄ 167)
[49]. Ευρ.Δ.Δ.Α.(Μείζων Σύνθεση) Lautsi v. Italy, απόφαση της 18.3.2011 (§ 63 επομ.).
[50]. Πρβλ. Αντίστοιχη, πατριωτικού περιεχομένου, επίκληση στην Αγία Τριάδα στο προοίμιο του Ιρλανδικού Συντάγματος : “In the Name of the Most Holy Trinity, from Whom is all authority and to Whom, as our final end, all actions both of men and States must be referred / We, the people of Éire, Humbly acknowledging all our obligations to our Divine Lord, Jesus Christ, Who sustained our fathers through centuries of trial,”
[51]. ΣτΕ 2176/1998, ΔΕφΧανίων 115/2012.
[52]. Ένα ενδεικτικό κατάλογο σημαντικών δημοσίων κτιρίων και εκτάσεων, που αφαιρέθηκαν χωρίς αποζημίωση βλ. Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Β΄, Η μισθοδοσία του Κλήρου στην Ελλάδα, Αθήνα 2015, σελ. 39 επομ. και του ιδίου, Η απάντηση της Εκκλησίας στα μυθεύματα του αντικληρικαλιστικού λαϊκισμού, Αθήνα 2016, σελ. 83 επομ. (διαθέσιμα στην ιστοσελίδα https://www.scribd.com).
[53]. ΕΔΔΑ Folgerø and others v. Sweden, Appl. Νο 15472/02, απόφαση της 29.6.2007, § 89, ΕΔΔΑ Mansur Yalçin and others v. Turkey, Appl. No. 21163/11, απόφαση της 18.2.2014, §71
[54]. Άρθρο 2 ν. 590/1977.
[55]. Άρθρο 9 παρ. 1 περ. ε ν. 590/1977.
[56]. Πρόταση Χρ. Βερναρδάκη, Αν. Δημητρόπουλου, Κ. Ζώρα, Γ. Κατρούγκαλου (συντονισμός), Ηλ. Νικολόπουλου, Κ. Χρυσόγονου, βλ. στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Διαλόγου Σύριζα (http://www.syntagma-dialogos.gov.gr/?p=20308)
[57]. Πρόταση Ν. Αλιβιζάτου, Π. Βουρλούμη, Γ. Γεραπετρίτη, Γ. Κτιστάκι, Στ. Μάνου, Φ. Σπυρόπουλου (http://s.kathimerini.gr/resources/toolip/doc/2016/06/08/syntagma_20160605.pdf)
[58]. Ενδεικτικά : ΕΔΔΑ υποθέσεις Metropolitan Church of Bessarabia v. Moldova, απόφαση της 13.12.2001, § 116, Religionsgemeinschaft der Zeugen Jehovas v. Austria, απόφαση της 31.10.2008, § 97
[59]. ΕΔΔΑ υπόθεση Hasan and Chaush v. Bulgaria, απόφαση της 26.10.2000, §§ 77-78
[60]. Εγκύκλιο Σημείωμα υπ’ αριθμ. 4746/1626/4.11.1998 «Περί του πώς δει ψάλλειν το “Σώσον Κύριε τον λαόν σου”.
[61]. Supreme Court απόφαση 30.6.2014.
[62]. Supreme Court απόφαση της 11.12.2012.
[63]. Ν. 4301/2014 «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 223/7.10.2014, διόρθωση σφάλματος ΦΕΚ Α΄ 229/15.10.2014)