Οι επιλεγέντες από την Πολιτεία για να αναμορφώσουν τα Θρησκευτικά δεν σκέφτονται και σχεδιάζουν σε επίπεδο Ορθόδοξης Θεολογίας αλλά μ’ ένα πνεύμα μετανεωτερικό, άθρησκο και διεθνιστικό
Από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΡΕΡΑΚΗ*
Eχουμε γράψει επανειλημμένως ότι η διδασκαλία σε ορθόδοξους μαθητές μιας πολυθρησκειακής διδασκαλίας, που, ως γνωστόν, περιλαμβάνει ετερόδοξα και ετερόθρησκα στοιχεία, δεν είναι συμβατή με την ορθόδοξη πίστη και την παράδοση. Διαχρονικά, ποτέ και πουθενά στον πνευματικό χώρο της Ορθοδοξίας δεν έχει συμβεί να δεχθεί και να υιοθετήσει η πιστή και ορθοτομούσα την αλήθεια Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού να διδάσκεται σε μέλη της, μικρά ή μεγάλα, η ορθόδοξη πίστη τους αναμεμειγμένη με θρησκευτικές ή μη θρησκευτικές κοσμοθεωρήσεις ή δοξασίες.
Σήμερα είναι πλέον σαφές ότι οι επιλεγέντες και ορισθέντες από την ελληνική Πολιτεία για να αναμορφώσουν το μάθημα των Θρησκευτικών σκέφτονται και σχεδιάζουν σε επίπεδο όχι Ορθόδοξης Θεολογίας αλλά με το πνεύμα της εκκοσμίκευσης, δηλαδή με ένα μετανεωτερικό, άθρησκο και διεθνιστικό πνεύμα, που κινείται στο πλαίσιο προσαρμογής της Παιδείας στους σχεδιασμούς όλων όσοι θέλουν να ομογενοποιήσουν πολιτισμικά και θρησκευτικά την ανθρωπότητα στην πορεία της προς μια σχεδιαζόμενη παγκόσμια διακυβέρνηση. Εκείνοι που σχεδιάζουν την παγκοσμιοποίηση προχωρούν στην ολοκλήρωσή της μέσω χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων και προγραμματισμών στον χώρο της Παιδείας με την καλλιέργεια στα σχολεία μιας πολυπολιτισμικής και πολυθρησκειακής συνείδησης. Η Εκκλησία της Ελλάδος, κατανοώντας κατ’ αρχάς το πρόβλημα, αποφάσισε και απαίτησε συνοδικά να έχουν οι μαθητές του ελληνικού σχολείου προγράμματα και βιβλία με ορθόδοξο χριστιανικό προσανατολισμό.
Το υπουργείο Παιδείας όμως θέλει να διδάσκεται πλέον η ορθόδοξη πίστη ως μία εκ των πολλών διδασκόμενων θρησκειών, με τη μορφή ενός συνονθυλεύματος πολυθρησκειακών στοιχείων, δηλαδή, όπως αναφέρεται στα πολυθρησκειακά προγράμματά του, μια «διευρυμένη γνώση “γύρω από τις θρησκείες” αλλά και τις θρησκευτικές και μη θρησκευτικές κοσμοθεωρήσεις που νοηματοδοτούν τον ανθρώπινο βίο». Στόχος των νέων προγραμμάτων είναι η καλλιέργεια ενός ανθρώπου όχι με μία αλλά με πολλαπλή και ποικίλη θρησκευτική και πολιτισμική ταυτότητα, ενός ανθρώπου με μεικτά χαρακτηριστικά σε όλες τις φυσικές, πνευματικές και πολιτισμικές εκφάνσεις του. Στο πλαίσιο αυτής της νέας πολυπολιτισμικής και πολυθρησκειακής παιδείας, θεωρείται ξεπερασμένο πρότυπο ανθρώπου ο ορθόδοξος ως μονοθρησκευτικός ή ο Ελληνας ως μονοπολιτισμικός. Στα νέα προγράμματα των Θρησκευτικών, μάλιστα, αναφέρεται ότι ο στόχος τους είναι να προσανατολίσουν «το ενδιαφέρον των μαθητών στην ποικιλία των θρησκευτικών δυνατοτήτων και ηθικών αντιλήψεων».
Αυτό το μείγμα της πολλαπλότητας από επιστημονικής, παιδαγωγικής και, κυρίως, ορθόδοξης θεολογικής πλευράς είναι ακατάλληλο και απορριπτέο, διότι οδηγεί σε έναν πολιτισμικό και θρησκευτικό αποπροσανατολισμό και σε μια ομογενοποίηση των νέων μας – με άλλα λόγια, στην εξαφάνιση της ταυτότητας, της διαφοράς και της ετερότητάς τους. Αλλωστε, στο πλαίσιο αυτό της αλλοίωσης των ταυτοτήτων, καλλιεργείται και η νεοεισαχθείσα τόσο στα ευρωπαϊκά όσο και στα ελληνικά σχολεία θεματική των έμφυλων ταυτοτήτων, προκειμένου να αλλοιωθεί και να εκφυλιστεί η αντίληψη ότι ο άνθρωπος έχει ως χαρακτηριστικό του να είναι άρρην και θήλυ.
Η γενική «μετάλλαξη», λοιπόν, ως μοντέλο εξέλιξης της παγκοσμιοποίησης επεκτείνεται μέσω της Παιδείας, εκτός από τη διατροφική αλυσίδα, και στο οντολογικό, ηθικοπνευματικό, πολιτισμικό και θρησκευτικό επίπεδο. Από ό,τι βλέπουμε, μάλιστα, τα προγράμματα εκπαίδευσης δεν σχεδιάζονται πλέον από παιδαγωγούς, θεολόγους, φιλοσόφους και ψυχολόγους με επιστημονικά και παιδαγωγικά κριτήρια, αλλά από πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες της ανθρωπότητας, διότι οι επιδράσεις που ασκούν θεωρούνται «κλειδιά» και εργαλεία αναπροσαρμογής ή ρύθμισης των συνειδήσεων των μαθητών, για να μπορέσουν οι τελευταίοι να προσαρμοστούν στις διαδικασίες εξέλιξης της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που κινδύνεψε η ανθρωπότητα από τέτοιας μορφής παγκόσμιους πλανητάρχες.
Το πρόβλημα δεν είναι να ελέγξουμε τι κάνουν όλοι αυτοί, αφού αυτό είναι αδύνατον, αλλά τι κάνουμε εμείς ενώπιον τέτοιων κινδύνων. Σε ποιον βαθμό, δηλαδή, υπάρχει σε εμάς, ως ζώσα Εκκλησία, μια αληθινή εν Χριστώ πνευματικότητα, που να έχει την παρρησία να ζητεί την επενέργεια του Πνεύματος της Αληθείας. Το Πνεύμα της Πεντηκοστής της Εκκλησίας, που είναι παρόν, πληροί τα πάντα και δίνει αληθινή ζωή, ζωντάνια και δύναμη στους πιστούς χριστιανούς, για να επικοινωνούν με τον πραγματικό κυβερνήτη του κόσμου, που είναι ο Δημιουργός του, ο τα πάνθ’ ορών, ο αληθινός Τριαδικός Θεός, και να Του ζητούν με πίστη να βοηθά και να προστατεύει τον κόσμο από τους επίδοξους και τους αντίθεους καταπατητές του. Ταυτόχρονα όμως οι χριστιανοί, με το Πνεύμα της Πεντηκοστής, έχουν, όπως λέει ο Δ. Σολωμός, «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» και με την εγρήγορση και το αγιοπνευματικό αντιστασιακό πνεύμα τους δεν επιτρέπουν στο αντίθεο πνεύμα της εκκοσμίκευσης να εφαρμόζει δαιμονικά σχέδια στον κόσμο.
Είναι πλέον γνωστό ότι οι ιθύνοντες του υπουργείου και του ΙΕΠ παντού και πάντοτε ψευδολογούν και παραπλανούν, θέλοντας να παρουσιάσουν τα πολυθρησκειακά, ακατάλληλα και θολωμένα προγράμματά τους ως ορθόδοξα, δηλαδή να χρυσώσουν το δηλητηριώδες χάπι τους. Το ερώτημα είναι όμως το εξής: Εμείς τι κάνουμε; Η Σύνοδος της Εκκλησίας μας τι κάνει; Η εξ Αρχιερέων Επιτροπή, που επελέγη για τον διάλογο της Εκκλησίας με όλους αυτούς, τι κάνει; Τι θα γίνει, άραγε, όταν ο ελληνικός λαός διαβάσει τους φακέλους του μαθήματος των Θρησκευτικών, που αποφάσισε ο υπουργός Παιδείας να τυπωθούν και να διανεμηθούν στους μαθητές; Τους είδε και τους έλεγξε η Επιτροπή της Εκκλησίας;
Τους έφερε στη Σύνοδο για έγκριση πριν από το «τυπωθήτω»; Ποια είναι τα αποτελέσματα του διαλόγου; Με έξι διαλογικές συναντήσεις πρόλαβε η επιτροπή να ελέγξει και να διορθώσει δομικά τα προγράμματα και τους οδηγούς του εκπαιδευτικού για το γυμνάσιο και το λύκειο, που αριθμούν συνολικά γύρω στις 550 σελίδες και που, κυριολεκτικά, πλημμυρίζουν από το πνευματικό δηλητήριο του θρησκευτικού συγκρητισμού και της σύγχυσης; Χρειάζεται μεγάλη προσοχή εκ μέρους όλων των εκκλησιαστικών παραγόντων ως προς τη στάση τους απέναντι στο «καυτό» και ευαίσθητο αυτό θέμα των προγραμμάτων των Θρησκευτικών. Διότι όλοι θα ήθελαν να λύσει η Εκκλησία το πρόβλημα και κανείς δεν θα ήθελε να γίνει μέρος του προβλήματος που έχει δημιουργήσει η Πολιτεία με την προσπάθειά της να μεταλλάξει όχι μόνο τα προγράμματα, τον προσανατολισμό, τον σκοπό και την ύλη του μαθήματος των Θρησκευτικών, αλλά, κυρίως και πρωτίστως, την ορθόδοξη πίστη, τη συνείδηση και την ταυτότητα του ελληνικού λαού.
*Καθηγητής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ