Άρειος Πάγος 677/2017 Μόνη η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού, έστω και μακροχρόνια, δεν αρκεί να θεμελιώσει την έννοια της βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας του, αν δεν συνδέεται και με την πρόθεση του εργοδότη να εξαναγκάσει αυτόν σε παραίτηση προκειμένου να αποφύγει την καταβολή σ’ αυτόν της αποζημίωσης απόλυσης.
Απόφαση 677 / 2017
(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Μόνη η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού, έστω και μακροχρόνια, δεν αρκεί να θεμελιώσει την έννοια της βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας του, αν δεν συνδέεται και με την πρόθεση του εργοδότη να εξαναγκάσει αυτόν σε παραίτηση προκειμένου να αποφύγει την καταβολή σ’ αυτόν της αποζημίωσης απόλυσης.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 349, 648, 652 παρ. 1, 656 Α.Κ., 7 παρ. 1 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η μονομερής από τον εργοδότη και δυσμενής για το μισθωτό μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας δεν συνεπάγεται χωρίς άλλο τη λύση της αλλά παρέχει στο μισθωτό το δικαίωμα είτε να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να αξιώσει την τήρηση των όρων της και την αποδοχή της εργασίας του από τον εργοδότη σύμφωνα με το πριν τη μεταβολή περιεχόμενο της σύμβασης και, σε περίπτωση άρνησης του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία αυτή, να ζητήσει μισθούς υπερημερίας.
Μόνη όμως η καθυστέρηση καταβολής του μισθού δεν συνιστά βλαπτική, υπό την εκτεθείσα έννοια, μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, εκτός αν γίνεται δολίως και δη για να εξαναγκασθεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από την εργασία του (ΑΠ 381/2012, ΑΠ 795/2007).
Εξαρτημένη εργασία
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. Α.Κ. και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. (άρθρο 38 Εισ.Ν. Α.Κ.) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.
Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.
Αντίθετα σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του.
Και στη σύμβαση αυτή πάντως υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν χωρίς άλλο εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ’ αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο.
Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη.
Με βάση το κριτήριο αυτό γίνεται φανερό ότι η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα, που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχόλησής του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη ως προς τον τρόπο και ακόμη και εν μέρει το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από τη σύμβαση και τη φύση των υπηρεσιών του τόπο, δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (Ολ. ΑΠ 28/2005).
Εξ άλλου ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου που μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενό της που έγινε ανέλεγκτα δεκτό και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, χωρίς ν’ ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη (Ολ. ΑΠ 19/2007).
ΑΠ 677/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “………….” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………………. και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Π. του Ε., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ………………. με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-1-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 570/2012 του ίδιου δικαστηρίου και 2227/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-7-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Τσάκος ανέγνωσε την από 2-2-2015 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Γεώργιου Αναστασάκου, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί ο τρίτος λόγος και να γίνουν δεκτοί οι λοιποί λόγοι αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αναιρεσιβλήτου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. Α.Κ. και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. (άρθρο 38 Εισ.Ν. Α.Κ.) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.
Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.
Αντίθετα σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του.
Και στη σύμβαση αυτή πάντως υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν χωρίς άλλο εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ’ αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο.
Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη.
Με βάση το κριτήριο αυτό γίνεται φανερό ότι η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα, που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχόλησής του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη ως προς τον τρόπο και ακόμη και εν μέρει το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από τη σύμβαση και τη φύση των υπηρεσιών του τόπο, δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (Ολ. ΑΠ 28/2005).
Εξ άλλου ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου που μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενό της που έγινε ανέλεγκτα δεκτό και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, χωρίς ν’ ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη (Ολ. ΑΠ 19/2007).
Περαιτέρω με το άρθρο 7 του π.δ. 472/1985, που εκδόθηκε σε εκτέλεση του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. τελ. ν. 1418/1984 “Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων”, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 368/1994, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της ίδιας διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. τελ. ν. 1418/1984, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 5 ν. 2229/1994 “Τροποποίηση και συμπλήρωση του ν. 1418/1984 και άλλες διατάξεις” καθορίζονται τα κατώτατα όρια τεχνικής στελέχωσης των εργοληπτικών επιχειρήσεων, τα όρια της στελέχωσής τους από άλλο επιστημονικό ή τεχνικό και βοηθητικό προσωπικό, τα κατώτατα όρια κεφαλαίων, μηχανικού εξοπλισμού, ελάχιστης καθαρής θέσης και σύνθεσης οργάνων διοίκησης των επιχειρήσεων αυτών, που απαιτούνται για την εγγραφή τους στο Μητρώο Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.), η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανάληψη κατασκευής δημοσίων έργων.
Με την παρ. 1 του άρθρου αυτού ορίζονται τα κατώτατα όρια βασικής στελέχωσης των εργοληπτικών επιχειρήσεων με τεχνικούς εγγεγραμμένους στο Μητρώο Εμπειρίας Κατασκευαστών (Μ.Ε.Κ.) και με την παρ. 7 εδ. α έως ε ότι: “Όλες οι επιχειρήσεις του ΜΕΕΠ πρέπει να έχουν τεχνικό διευθυντή ένα από τα στελέχη τους τα εγγεγραμμένα στο ΜΕΚ. Δύο τουλάχιστον από τα στελέχη της συμμετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας. Τα στελέχη της επιχείρησης των παραγράφων 1 και 2 έχουν συνεχή απασχόληση σ’ αυτή, μετέχουν ενεργά στο έργο της επιχείρησης, είναι ασφαλισμένα από την εργοληπτική επιχείρηση στον οικείο ασφαλιστικό φορέα και δεν μπορεί να απασχολούνται σε άλλη εργοληπτική επιχείρηση. Η συνεχής απασχόληση και η ενεργός συμμετοχή τους, αποδεικνύεται από την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας ή του εταίρου της προσωπικής εταιρίας ή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ανάλογα με τη μορφή της εργοληπτικής επιχείρησης. Εφόσον τα στελέχη αυτά δεν έχουν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες, η συνεχής απασχόληση και ενεργός συμμετοχή τους στο έργο της επιχείρησης αποδεικνύεται από σύμβαση μίσθωσης εργασίας, θεωρημένη από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ως προϋπόθεση της εγγραφής της εργοληπτικής επιχείρησης στα Μητρώα Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.) θεσπίζεται, εκτός των άλλων, η στελέχωσή της με, κατά τεκμήριο, ως εκ της εγγραφής τους στα Μ.Ε.Κ., έμπειρα στελέχη και η συνεχής απασχόληση και ενεργός συμμετοχή τους στο έργο της επιχείρησης, θεωρουμένη ότι αποδεικνύεται είτε από την ιδιότητά τους ως μελών του διοικητικού συμβουλίου ή του εταίρου της εργοληπτικής εταιρείας είτε από σύμβαση μίσθωσης εργασίας, θεωρημένης από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Αντίθετα όμως δεν συνάγεται από τις εν λόγω διατάξεις – με τις οποίες καθιερώνεται απλώς αποδεικτικός τύπος, προς απόδειξη ενώπιον του αποφασίζοντος την εγγραφή των εργοληπτικών εταιρειών στο Μ.Ε.ΕΠ. οργάνου πλήρωσης μίας εκ των για την εγγραφή αυτή προϋποθέσεων – και ότι η συνδέουσα την εργοληπτική εταιρεία και τα ως άνω τεχνικά στελέχη σύμβαση παροχής των υπηρεσιών τους, φέρει υποχρεωτικά εκ του νόμου και καθόσον αφορά την μεταξύ τους πραγματική σχέση το χαρακτήρα σύμβασης μίσθωσης εξαρτημένης εργασίας. Η κρίση για την ύπαρξη ή μη αυτής απόκειται στο δικαστήριο της ουσίας μετ’ επίκληση από τους διαδίκους και απόδειξη ή μη των συστατικών αυτής περιστάσεων, δηλαδή της νομικής εξάρτησης του μισθωτού από τον εργοδότη, που εκδηλώνεται με την παροχή της εργασίας του σύμφωνα με τις οδηγίες και εντολές του εργοδότη ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο, την υποχρέωσή του προς συμμόρφωση στις οδηγίες και τις εντολές αυτές και την αποδοχή του ελέγχου από τον εργοδότη (ΑΠ 2242/2013). Στην προκείμενη περίπτωση το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα ακόλουθα: “Η εναγομένη [ήδη αναιρεσείουσα] είναι ανώνυμη τεχνική εταιρεία, εργολήπτρια δημοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων. Την 1-6-2003 συνήψε προφορικώς με τον ενάγοντα [ήδη αναιρεσίβλητο] σύμβαση, βάσει της οποίας ο τελευταίος με την ιδιότητά του ως ηλεκτρολόγος μηχανικός ανέλαβε την υποχρέωση να προσφέρει σε αυτήν την εργασία του κατά την εκτέλεση διαφόρων τεχνικών έργων. Ειδικότερα ο ενάγων, ως εγγεγραμμένος στο “…” (Μ.Ε.Κ.) με αριθμό …, εντάχθηκε από της προσλήψεώς του στο μόνιμο επιστημονικό προσωπικό της εναγομένης και συνέτασσε τους προϋπολογισμούς των εξόδων των έργων, επέβλεπε δε ως βοηθός εργοταξιάρχη ή εργοταξιάρχης με την ως άνω ιδιότητά του την εκτέλεση των έργων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος (όπως η Αθήνα, η Λάρισα, η Άνδρος, η Χίος, η Λέρος), έχοντας την ευθύνη, πλην άλλων, της παροχής οδηγιών και εντολών προς το εργατοτεχνικό προσωπικό που χρησιμοποιούσε η εναγομένη για την εκτέλεση των έργων αυτών, της παραγγελίας των υλικών, της πληρωμής των εξόδων σύμφωνα με τα εγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα των έργων, τελώντας υπό τις οδηγίες και τον έλεγχο της εναγομένης και δη του νομίμου εκπροσώπου της Α. Κ., όπως συνέβαινε, μεταξύ άλλων, και με τις “καταστάσεις εξόδων εργοταξίου και πιστωτικών τιμολογίων”, τις οποίες συνέτασσε (ο ενάγων) και υπέγραφε μετά από έλεγχο ο ως άνω νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης κάτωθι της ενδείξεως “Έλεγχος”. Εξ άλλου ο ενάγων, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από την ένδικη σύμβαση εργασίας, απασχολείτο μονίμως και συνεχώς στους εκάστοτε εργοταξιακούς χώρους καθ’ όλη τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας του εργατοτεχνικού προσωπικού, ήτοι επί οκτάωρο ημερησίως κατά τις εργάσιμες ημέρες κάθε εβδομάδας, κατά δε τις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες η εναγομένη δεν είχε αναλάβει την εκτέλεση κάποιου τεχνικού έργου απασχολείτο στα γραφεία της με το ίδιο ωράριο και κατά τις ίδιες ημέρες, εκτελώντας διοικητικά κυρίως καθήκοντα, υπό την καθοδήγηση της εναγομένης και δη του ως άνω νομίμου εκπροσώπου της. Παραλλήλως προς τα ανωτέρω καθήκοντά του ως υπάλληλος της εναγομένης ο ενάγων ασκούσε από 30-6-2003 έως τις 8-8-2008, οπότε παραιτήθηκε, κατόπιν της… …/8-8-2008 αιτήσεώς του προς το ΥΠΕΧΩΔΕ-ΓΓΔΕ (Διεύθυνση Μητρώων και Τεχνικών Επαγγελμάτων), και εκείνα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της. Η συμμετοχή του στη διοίκηση της εναγομένης εγένετο στα πλαίσια εφαρμογής του άρθρου 7 παρ. 7 εδ. α του π.δ. 472/1985. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό η εναγομένη, ως επιχείρηση εγγεγραμμένη στο “Μητρώο Εργοληπτικών Επιχειρήσεων” (Μ.Ε.ΕΠ.), ώφειλε να έχει στη διοίκησή της δύο τουλάχιστον από τα στελέχη της με συνεχή απασχόληση και ενεργό συμμετοχή στο έργο της, όπως ήταν και ο ενάγων… Η εναγομένη είχε υποβάλει στο ΥΠΕΧΩΔΕ ότι ο ενάγων ήταν στέλεχός της, ώστε να υποστηρίζει, βάσει του άρθρου 7 παρ. 12 του ως άνω π.δ., το εργοληπτικό πτυχίο της, όφειλε δε, κατόπιν της παραιτήσεως του ενάγοντος, να αναπληρώσει την έλλειψη εμπρόθεσμα, άλλως θα εκινείτο η διαδικασία της έκτακτης αναθεωρήσεως της επιχειρήσεως της στο Μ.Ε.ΕΠ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανερχόταν σε 2.000 ευρώ, κατόπιν αυξήσεως από το Σεπτέμβριο 2007 σε 3.000 ευρώ, πλέον των νομίμων επιδομάτων, για την απόδειξη εισπράξεως του οποίου ο ενάγων εξέδιδε αποδείξεις παροχής υπηρεσιών. Το ότι η καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ήταν εξαρτημένης εργασίας (αορίστου χρόνου) και όχι ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή σύμβαση έργου, όπως η εναγομένη επικαλείται αβάσιμα, συνάγεται από όλα τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και δη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχει το αναγκαίο για το χαρακτηρισμό της ένδικης σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στοιχείο της υποβολής του ενάγοντος σε νομική, ουσιαστική και ιδίως ποιοτική εξάρτηση από την εναγομένη και δη από το νόμιμο εκπρόσωπο αυτής Α. Κ., αφού τελούσε υπό τον έλεγχο και τις οδηγίες του ως προς τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας του, υπέκειτο σε συγκεκριμένο ωράριο (οκτάωρο) κατά τις εργάσιμες ημέρες κάθε εβδομάδος, απασχολούμενος είτε σε χώρους που του υπεδείκνυε η εναγομένη βάσει των τεχνικών έργων που είχε αναλάβει να εκτελέσει είτε στα γραφεία της, δεν απασχολήθηκε δε κατά τη διάρκεια της εργασιακής του συμβάσεως σε άλλο εργοδότη, ενώ δεν ασκεί επιρροή για τον ως άνω χαρακτηρισμό της ένδικης σχέσεως ως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας το γεγονός ότι ο ενάγων εξέδιδε αποδείξεις παροχής υπηρεσιών για την καταβολή του μισθού του, υπό την προαναφερόμενη δε ιδιότητά του από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μετείχε και ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της. Ειδικότερα ο ανταποδεικτικός ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων από τον Ιούνιο 2003 έως τις 30-8-2007 παρείχε σε αυτήν τις υπηρεσίες του υπό τη μορφή της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ως εργοταξιάρχης μηχανικός και από 10-9-2007 έως 31-7-2008 δυνάμει συμβάσεων έργου/υπεργολαβιών και δη ότι αυτή (εναγομένη) υπέγραψε με την κοινοπραξία “Ε. Π.-Α. Π.”, η οποία είχε συσταθεί από τον ενάγοντα και τον αδελφό του Α. Π., τις από 10-9-2007 και 15-6-2008 συμβάσεις έργου-υπεργολαβίες για την εκτέλεση των εργασιών των έργων α) “…” και β) “Ολοκλήρωση συγκροτήματος Γυμνασίου-Λυκείου …”, τα οποία η ίδια είχε αναλάβει να εκτελέσει από την ανάδοχη κοινοπραξία “…” και την ανάδοχη εταιρία “… ΟΕ”, αντιστοίχως, δεν αποδείχθηκε, ενώ δεν αποδείχθηκε η σύσταση της επικαλούμενης από την εναγομένη κοινοπραξίας και δη ότι έχει κατατεθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό ούτε ότι έλαβε τέτοια κοινοπραξία αντίστοιχο Α.Φ.Μ. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στο υπό στοιχείο α) έργο από 3-7-2007 έως 31-8-2008 υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως βοηθός εργοταξιάρχη σύμφωνα με το εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα του έργου αυτού. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα τους μηνιαίους μισθούς του εκ 3.000 ευρώ κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2008 έως 31-7-2008 πλέον του δώρου Πάσχα 2008, έναντι των οποίων ουδέν κατέβαλε. Έτσι, λόγω της εξακολουθητικής παραβάσεως της εναγομένης να εκπληρώσει την υποχρέωση της περί καταβολής των ως άνω αποδοχών του, ο ενάγων εξαναγκάσθηκε να αποχωρήσει από την εργασία του στο έργο “…” ως βοηθός εργοταξιάρχη στις 31-7-2008, όπως προκύπτει από το εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα του εν λόγω έργου, γεγονός που ισοδυναμεί με έκτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του αορίστου χρόνου εκ μέρους της εναγομένης. Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για τους μηνιαίους μισθούς του από 1-1-2008 έως 31-7-2008 το ποσό των 21.000 (7μ Χ 3.000) ευρώ, για δώρο Πάσχα 2008 1.500 (3.000 Χ 1/2) ευρώ, για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 948 (από 1-5-2008 έως 31-7-2008, ήτοι 75 ημέρες: 19 Χ 2/25 Χ 3.000 = 948) ευρώ και για νόμιμη αποζημίωση απόλυσης τις αποδοχές 3 μηνών + 1/6 για τα επιδόματα, ήτοι 10.500 [3.000 + 1/6 (3.000 : 6 = 500) 3.500 Χ 3μ] ευρώ”. Με βάση αυτές τις παραδοχές το εφετείο δέχθηκε την έφεση της εναγομένης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή ερήμην της, και, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε μερικώς την αγωγή ως νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη, υποχρέωσε δε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα για τις πιο πάνω αιτίες το συνολικό ποσό των 33.948 ευρώ (21.000 + 1.500 + 948 + 10.500). Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση νομίμου βάσεως ως προς το κρίσιμο ζήτημα του είδους της σύμβασης που συνέδεε τους διαδίκους, αφού διέλαβε σ’ αυτήν επαρκείς σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτημα αυτό και συνακόλουθα ορθώς επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των (21.000 + 1.500 + 948 =) 23.448 ευρώ για οφειλόμενες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1-1-2008 έως 31-7-2008.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ’ Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης παρέχεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξ άλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα νομίμως προσκομισθέντα με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 295/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία αυτή επικαλέσθηκε και προσκόμισε για την απόδειξη του συνιστώντος αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ισχυρισμού της ότι δεν συνδεόταν με τον ενάγοντα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αλλά ότι αυτός ήταν συνεταίρος και υπεργολάβος της, ήτοι: α) τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος των ετών 2004, 2005 και 2006, από τις οποίες προκύπτει ότι αυτός δεν είχε σταθερές αποδοχές, β) δύο αποδείξεις ποσού 12.000 και 9.300 ευρώ αντιστοίχως που εισέπραξε από αυτήν ο ενάγων ως προκαταβολή των δύο κοινοπραξιών που αναφέρονται στο ιστορικό της αίτησης αναίρεσης και γ) αποδείξεις συνολικού ποσού 22.146,64 ευρώ για την εκτέλεση των εργασιών αυτών και αποδείξεις για το χρονικό διάστημα από 1-1-2008 μέχρι 31-7-2008 συνολικού ποσού 25.741 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος δεδομένου ότι δεν προσδιορίζονται επαρκώς τα φερόμενα ως μη ληφθέντα υπόψη από το εφετείο έγγραφα, ώστε να προκύπτει αναμφίβολα η ταυτότητά τους. Σε κάθε περίπτωση όμως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι από τη γενική μνεία της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το εφετείο σχημάτισε την κρίση του και από “όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα” σε συνδυασμό με τις προπαρατεθείσες αιτιολογίες της, προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και οι προσκομισθείσες από την αναιρεσείουσα αποδείξεις, των οποίων δεν ήταν αναγκαίο να γίνει ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 του ίδιου κώδικα, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 828/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω αναιρετική πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι με αυτήν το εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των από 10-9-2007 και από 15-6-2008 εγγράφων, τα οποία αυτή συνυπέγραψε με τον ενάγοντα και συγκεκριμένα με την κοινοπραξία “Ε. Π.-Α. Π.” και από τα οποία αποδεικνύεται “εγγράφως και περιτράνως”, όπως κατά λέξη αναγράφεται στο αναιρετήριο, ότι κατά τον επίδικο χρόνο για τον οποίο ο αναιρεσίβλητος ζητεί μισθούς ήταν συνεταίρος και υπεργολάβος της, ενώ το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι αυτό δεν συμβαίνει και ότι τα έγγραφα αυτά ουδέν αποδεικνύουν. Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι με αυτόν δεν αποδίδεται στην προσβαλλομένη εσφαλμένη ανάγνωση αλλά εσφαλμένη εκτίμηση των αναφερόμενων αποδεικτικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 349, 648, 652 παρ. 1, 656 Α.Κ., 7 παρ. 1 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η μονομερής από τον εργοδότη και δυσμενής για το μισθωτό μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας δεν συνεπάγεται χωρίς άλλο τη λύση της αλλά παρέχει στο μισθωτό το δικαίωμα είτε να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να αξιώσει την τήρηση των όρων της και την αποδοχή της εργασίας του από τον εργοδότη σύμφωνα με το πριν τη μεταβολή περιεχόμενο της σύμβασης και, σε περίπτωση άρνησης του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία αυτή, να ζητήσει μισθούς υπερημερίας.
Μόνη όμως η καθυστέρηση καταβολής του μισθού δεν συνιστά βλαπτική, υπό την εκτεθείσα έννοια, μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, εκτός αν γίνεται δολίως και δη για να εξαναγκασθεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από την εργασία του (ΑΠ 381/2012, ΑΠ 795/2007).
Στην προκείμενη περίπτωση από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι “…λόγω της εξακολουθητικής παραβάσεως της εναγομένης να εκπληρώσει την υποχρέωση της περί καταβολής των ως άνω αποδοχών του, ο ενάγων εξαναγκάσθηκε να αποχωρήσει από την εργασία του στο έργο “…” ως βοηθός εργοταξιάρχη στις 31-7-2008, όπως προκύπτει από το εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα του εν λόγω έργου, γεγονός που ισοδυναμεί με έκτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του αορίστου χρόνου εκ μέρους της εναγομένης” και του επιδίκασε για το λόγο αυτό αποζημίωση απόλυσης ποσού 10.500 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στην αρχή αυτής της σκέψης ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Τούτο διότι κατά την προαναφερθείσα έννοια των διατάξεων αυτών μόνη η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού, έστω και μακροχρόνια, δεν αρκεί να θεμελιώσει την έννοια της βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας του, αν δεν συνδέεται και με την πρόθεση του εργοδότη να εξαναγκάσει αυτόν σε παραίτηση προκειμένου να αποφύγει την καταβολή σ’ αυτόν της αποζημίωσης απόλυσης. Εφόσον δε στις παραδοχές της προσβαλλομένης δεν διαλαμβάνεται ότι διαπιστώθηκε τέτοια πρόθεση της εναγομένης εργοδότριας, δεν θεμελιώνεται βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος που ισοδυναμεί με έκτακτη καταγγελία της σύμβασης αυτής.
Συνεπώς ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η ανωτέρω πλημμέλεια, είναι βάσιμος.
Ενόψει όλων αυτών πρέπει, κατά παραδοχή του ανωτέρω (τετάρτου) λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το προαναφερθέν μέρος της (ήτοι κατά το μέρος που αφορά την αποζημίωση απόλυσης ποσού 10.500 ευρώ) και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος της αυτό προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλο δικαστή είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στο αναφερόμενο στο διατακτικό μέρος της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, να συμψηφισθεί δε κατά τα λοιπά η δικαστική δαπάνη των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1 και 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2227/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος της αυτό προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, το οποίο ορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ