ΑΠ 680 / 2017 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Κατά το άρθρο 648 Α.Κ. ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 Α.Κ., που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου κώδικα, υφισταμένης σύμβασης εργασίας, αν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη από αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του μέχρι ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.
Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαίτησής του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης από αυτόν αντιπαροχής.
Κατ’ ακολουθίαν, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξίωσής του, αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επίσχεσης. Εξ άλλου το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 Α.Κ.
Συνεπώς η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε.
Τούτο δε διότι, ενώ κατά κανόνα η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά.
Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής, πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 Α.Κ. όρια. Διαφορετικά η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη.
Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 116/2017).
Αριθμός 680/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Σοφία Καρυστηναίου και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 18 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Α. του Δ., κατοίκου … και 2) Γ. Π. του Ι., κατοίκου …, από τους οποίους ο πρώτος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του …………. και ο δεύτερος εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Ανώνυμη Εταιρεία” που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …………. και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-7-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1633/2012 του ίδιου δικαστηρίου και 5513/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 13-10-2014 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Τσάκος ανέγνωσε την από 22-1-2016 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Γεωργίου Αναστασάκου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 648 Α.Κ. ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 Α.Κ., που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου κώδικα, υφισταμένης σύμβασης εργασίας, αν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη από αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του μέχρι ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.
Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαίτησής του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης από αυτόν αντιπαροχής.
Κατ’ ακολουθίαν, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξίωσής του, αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επίσχεσης. Εξ άλλου το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 Α.Κ.
Συνεπώς η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ κατά κανόνα η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά.
Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής, πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 Α.Κ. όρια. Διαφορετικά η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη.
Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 116/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: “Οι ενάγοντες [ήδη αναιρεσείοντες] προσλήφθηκαν την 2-6-2008 ο πρώτος και την 1-3-2007 ο δεύτερος από την εναγομένη [ήδη αναιρεσίβλητη] τεχνική εταιρεία με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθούν με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως χειριστής μηχανήματος έργου και επόπτης ανασκαφών αντιστοίχως στο εκτελούμενο από αυτή δημόσιο έργο κατασκευής οδού στις … … Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ήτοι από 2-6-2008 έως 30-11-2009 όσον αφορά τον πρώτο και από 1-3-2007 έως 30-11-2009 όσον αφορά το δεύτερο … πραγματοποίησαν εβδομαδιαίως 5 ώρες υπερεργασίας (41η – 45η) έκαστος και 10 και 5 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωριών αντιστοίχως… Επομένως με βάση τα προεκτεθέντα ο πρώτος ενάγων για το χρονικό διάστημα από 2-6-2008 έως 30-11-2009 δικαιούται: Α) για διαφορές αμοιβής υπερεργασίας … το ποσό των 1.355,40 ευρώ … Β) για διαφορές αποζημίωσης κατ’ εξαίρεση υπερωριών… το ποσό των 8.417,60 ευρώ… Ο δεύτερος ενάγων για το χρονικό διάστημα από 1-3-2007 έως 30-4-2008 δικαιούται: Α) για διαφορές αμοιβής υπερεργασίας … δεν δικαιούται οποιαδήποτε διαφορά. Β) για διαφορές αποζημίωσης κατ’ εξαίρεση υπερωριών … το ποσό των 936,40 ευρώ… Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 2-2-2010 οι ενάγοντες με έγγραφη εξώδικη δήλωση γνωστοποίησαν στην εναγομένη ότι ασκούν το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας τους, προκειμένου η τελευταία να τους καταβάλει τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές τους, οι οποίες κατά τους ισχυρισμούς τους ανέρχονταν για τους μήνες Οκτώβριο και Δεκέμβριο 2009 και Ιανουάριο 2010 στο ποσό των 4.475 ευρώ (280 ευρώ επίδομα ενοικίου και 495 ευρώ παράνομες υπερωρίες Οκτωβρίου 2009, 280 ευρώ επίδομα ενοικίου και 1.570 ευρώ μισθός Δεκεμβρίου 2009, 280 ευρώ επίδομα ενοικίου και 1.850 ευρώ μισθός Ιανουαρίου 2010) για τον πρώτο και για τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο 2009 και Ιανουάριο 2010 στο ποσό των 1.950 ευρώ (150 ευρώ υπερωρίες από 1-11-2009 έως 31-11-2009, 900 ευρώ μισθός Δεκεμβρίου 2009 και 900 ευρώ μισθός Ιανουαρίου 2010) για το δεύτερο. Έκτοτε έπαυσαν να παρέχουν την εργασία τους στην εναγομένη. Η τελευταία 6-10-2010 κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του πρώτου των εναγόντων και την 28-8-2010 του δευτέρου. Εξ άλλου αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες από την πρόσληψή τους παρείχαν τις υπηρεσίες τους στην εναγομένη, χωρίς μέχρι το Σεπτέμβριο του έτους 2009 να υπάρχει οποιαδήποτε διαμαρτυρία τους για καθυστέρηση στην πληρωμή των νομίμων αποδοχών τους (μισθών, δώρων, αδείας κ.λ.π.). Καθυστέρηση και διαμαρτυρία δεν υπήρχε μέχρι τότε και από κανένα άλλο εργαζόμενο. Περί τα τέλη όμως του έτους 2009 η εναγομένη παρουσίασε μεγάλο οικονομικό πρόβλημα, καθόσον το Ελληνικό Δημόσιο αδυνατούσε να εκταμιεύσει εμπρόθεσμα το οφειλόμενο σ’ αυτή εργολαβικό αντάλλαγμα από την εκτέλεση του ως άνω έργου, με αποτέλεσμα να καθυστερεί την έγκαιρη πληρωμή, στο τέλος κάθε μήνα, του προσωπικού της, οι νόμιμοι εκπρόσωποί της όμως διαβεβαίωναν τους εργαζομένους ότι θα προσπαθήσουν να κάνουν ότι ήταν δυνατόν για να πληρωθούν και πίεζαν τους αρμοδίους ώστε να εκταμιευθούν τα κονδύλια που της οφείλονταν. Η ως άνω οικονομική κατάσταση ήταν γνωστή στους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες. Η εναγομένη δεν κατέβαλε πρώτη φορά, όπως όφειλε, στο τέλος των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2009 τις συμφωνημένες αποδοχές 40 εργαζομένων της, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, για το λόγο δε αυτό οι ως άνω εργαζόμενοι στις 1-12-2009 προσέφυγαν στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας.
Κατά τη Απόφαση 682 / 2017 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 682/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 20 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Κ. του Μ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …………. και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Ανώνυμος Βιοτεχνική και Εμπορική Εταιρεία” και το διακριτικό τίτλο “Η. Λ.” που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …………… και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-6-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 701/2013 του ίδιου δικαστηρίου και 1176/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28-9-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Στυλιανή Γιαννούκου ανέγνωσε την από 16-3-2016 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Γεωργίου Αναστασάκου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το {start}άρθρο 7{end} εδ. α του ν. 2112/1920 “Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 και 652 Α.Κ. μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του μισθωτού και χωρίς ο εργοδότης να έχει τέτοια ευχέρεια από όρο της συμβάσεως ή το νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως. Για την εφαρμογή όμως της άνω διατάξεως του άρθρου 7 εδ. α του ν. 2112/1920 δεν αρκεί μόνο η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής αλλά απαιτείται επί πλέον να είναι και βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η μονομερής αυτή μεταβολή των όρων εργασίας δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, ο εργοδότης μπορεί να μεταβάλει τους όρους παροχής της εργασίας, έστω και σε βάρος του μισθωτού, ο οποίος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα ο εργοδότης ασκώντας το εκπορευόμενο από τη διάταξη του άρθρου 652 Α.Κ. διευθυντικό του δικαίωμα έχει την εξουσία να προσδιορίσει το περιεχόμενο της υποχρέωσης του μισθωτού για παροχή εργασίας καθορίζοντας τους όρους της παροχής της, τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες δικαίου ή από την εργασιακή σύμβαση. Δηλαδή ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης, έχει την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τα κρινόμενα απ’ αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά γι’ αυτήν κριτήρια. Ο μονομερής όμως προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμά του πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχειρήσεως. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο διότι η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Τούτο ιδίως επιβάλλεται επί συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπληρώσεως της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία του εργοδότη στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Εξ άλλου μόνο το γεγονός της παροχής επί σειρά ετών της εργασίας σε ορισμένο τόπο ή χρόνο, δεν σημαίνει, χωρίς άλλο, και ότι δημιουργήθηκε σιωπηρά συμβατικός όρος για την απασχόληση του εργαζομένου μόνο στον τόπο αυτό ή στο συγκεκριμένο ωράριο, ώστε η αλλαγή τους, που γίνεται από τον εργοδότη στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος, να συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή. Για να συμβεί τούτο απαιτείται να συντρέχουν και άλλα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να συνάγεται σαφώς πρόκληση υλικής ή ηθικής ζημίας του μισθωτού ή καταχρηστική άσκηση του εκπορευόμενου από τη ρηθείσα διάτάξη διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652, 656, 349-351, 288 Α.Κ., 7 εδ. α ν. 2112/1920 και {start}5 παρ. 3{end} ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της συμβάσεώς του δεν επιφέρει τη λύση αυτής ούτε υποχρεώνει το μισθωτό να αποχωρήσει από την εργασία του αλλά εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματός του προβεί κατά κατάχρηση αυτού στον προσδιορισμό της παροχής εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευκτικά τα δικαιώματα: α) ν’ αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως άτακτη εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και αποχωρώντας από την εργασία του ν’ απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίθεσή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 132/2016, σχετ. ΑΠ 1212/2006). Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε και τα ακόλουθα ουσιώδη, καθόσον αφορά τους ερευνώμενους λόγους αναίρεσης: “Η ενάγουσα [σημ: εδώ αναιρεσείουσα] προσλήφθηκε στις 1-11-1994 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από το νόμιμο εκπρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Η. Λ. Ανώνυμη Βιοτεχνική και Εμπορική Εταιρεία”, καθολική διάδοχος της οποίας από τον Απρίλιο του έτους 1996 λόγω συγχωνεύσεως είναι η εναγομένη [σημ: εδώ αναιρεσίβλητη] εταιρεία… προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως πωλήτρια στο κατάστημα που διατηρούσε η αρχική εργοδότριά της επί της οδού …, στο κέντρο των Αθηνών. Η ενάγουσα απασχολήθηκε στο ως άνω κατάστημα… μόνο κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 1994, δεδομένου ότι από το Δεκέμβριο του ίδιου έτους τοποθετήθηκε στο “…”, που βρίσκεται στην οδό …, στην περιοχή … Αθηνών. Ειδικότερα το έτος 1992 συνεστήθη αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με σκοπό την ίδρυση ιδιωτικού μουσείου τέχνης Η. Λ…. με έδρα την προαναφερθείσα περιοχή, η εναγομένη δε… εταιρεία ανήκε στα ιδρυτικά μέλη του εν λόγω μουσείου… Στις 31-1-2011 υπογράφηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης ιδιωτικό συμφωνητικό μετατροπής της από 1-11-1994 σύμβασής της από πλήρους απασχόλησης σε μερικής και αντίστοιχης μείωσης των αποδοχών της με έναρξη ισχύος από 1-2-2011… Στις 21-12-2011 η ενάγουσα μετέβη στις εγκαταστάσεις της εναγομένης στην …, κληθείσα προς τούτο από την εργοδότριά της, όπου συναντήθηκε αρχικά με τον οικονομικό διευθυντή της τελευταίας, ακολούθως δε με τη γενική διευθύντρια αυτής, οι οποίοι και της ανακοίνωσαν την απόφαση της εναγομένης να απασχολείται από τον Ιανουάριο του έτους 2012 στο εμπορικό κέντρο “…” που βρίσκεται στο … Αττικής και πιο συγκεκριμένα στο κατάστημα που διατηρούσε η εναγομένη μέσα στο εν λόγω εμπορικό κέντρο. Η ενάγουσα κατά την πιο πάνω συνάντηση αρνήθηκε κατηγορηματικά να εργασθεί στο προαναφερθέν εμπορικό κέντρο, για το λόγο δε αυτό η εναγομένη με το από 23-12-2011 έγγραφό της που απευθυνόταν προς την ενάγουσα κάλεσε την τελευταία από τις 3-1-2012 να βρίσκεται στο κατάστημα της εταιρείας μέσα στο εμπορικό κέντρο… και ώρα 10.00-16.00 για να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες της. Το έγγραφο αυτό το παρέλαβε με επιφύλαξη αυθημερόν, δηλαδή στις 23-12-2011, η ενάγουσα, σημειώνοντας κάτω από το τέλος του κειμένου αυτού, ότι δεν συμφωνεί. Ακόμη… αποδείχθηκε ότι η απόφαση της εναγομένης να ζητήσει από την ενάγουσα να εργάζεται στο κατάστημά της στο …, υπαγορεύθηκε αφενός μεν από το γεγονός ότι αυτή, λόγω της οικονομικής κρίσης και των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε, είχε προχωρήσει σε ενέργειες αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών της με διατήρηση των θέσεων εργασίας και αφετέρου από το γεγονός ότι το μουσείο δεν είχε πλέον ανάγκη των υπηρεσιών της ενάγουσας και άλλων εργαζομένων σ’ αυτό, λόγω μειώσεως των δραστηριοτήτων του… Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι λόγω της οικονομικής κρίσης τα έτη 2010 και 2011 μειώθηκαν οι επισκέπτες στο … καθώς και τα έσοδα από τις πωλήσεις που διενεργούντο στο πωλητήριό του, ενώ είχαν μειωθεί επίσης οι χορηγίες δωρεές, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει αυτό σημαντικά οικονομικά προβλήματα. Εξ άλλου η εναγομένη εταιρεία είχε ανάγκη των υπηρεσιών της ενάγουσας στο κατάστημά της που βρίσκεται στο εμπορικό κέντρο “…”, δεδομένου ότι είχε έλλειψη πωλητριών, την οποία αντιμετώπιζε με τη μετακίνηση άλλων πωλητριών από άλλα καταστήματα της… Ακολούθως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα μετά την 23-12-2011, οπότε και ενημερώθηκε εγγράφως, όπως προαναφέρθηκε, για την πρόθεση της εναγομένης να την μετακινήσει στο ως άνω εμπορικό κέντρο, κοινοποίησε στην τελευταία στις 2-1-2012 την από 27-12-2011 εξώδικη κλήση-δήλωση, με την οποία απέκρουε τη μεταβολή του τόπου της εργασίας της, εκφράζοντας τη διαμαρτυρία της για τη μετακίνησή της αυτή, την οποία δήλωνε ότι αδυνατούσε να αποδεχθεί λόγω των εντελώς διαφορετικών ωρών εργασίας και της αποστάσεως μεταξύ του τόπου της κατοικίας της, που σημειωτέον ήταν το … Αττικής, και του καταστήματος του … καθώς και των οικογενειακών της υποχρεώσεων, δεδομένου ότι είναι μητέρα δύο ανηλίκων τέκνων. Επίσης στην ως άνω εξώδικη κλήση η ενάγουσα δήλωνε ότι κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα του νέου έτους, δηλαδή στις 4-1-2012, θα παρουσιαζόταν στο μουσείο για να συνεχίσει να παρέχει την εργασία της με τους ίδιους όρους που την παρείχε μέχρι τότε και σε περίπτωση μη αποδοχής των υπηρεσιών της θα κατήγγελε τη σύμβαση εργασίας της λόγω μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των συνθηκών εργασίας της, οπότε η εναγομένη θα καθίστατο υπόχρεη να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως. Πράγματι η ενάγουσα στις 4-1-2012 προσήλθε στο μουσείο στην περιοχή του … για να προσφέρει τις υπηρεσίες της, τις οποίες όμως η εναγομένη αρνήθηκε να αποδεχθεί. Κατόπιν δε της εν λόγω αρνήσεως η ενάγουσα κοινοποίησε στην εναγομένη στις 5-1-2012 την από 4-1-2012 εξώδικη δήλωση-κλήση, με την οποία, αφού δήλωνε και πάλι όσα ανέφερε στην προηγούμενη από 27-12-2011 εξώδικη δήλωσή της, αλλά επί πλέον και το γεγονός της μη αποδοχής της εργασίας της κατά την 4-1-2012, κατήγγειλε ακολούθως τη σύμβαση εργασίας της λόγω υπαιτιότητας της εναγομένης και εξαιτίας της επιβληθείσας βλαπτικής μεταβολής των συνθηκών εργασίας της και κάλεσε την εναγομένη να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως. Με βάση τα προαναφερόμενα γίνεται φανερό ότι, αφού μειώθηκαν οι δραστηριότητες του μουσείου λόγω της οικονομικής κρίσης, γεγονός που επέβαλλε μειώσεις μισθών καθώς και ωρών εργασίας στους εργαζομένους, όπως και η ενάγουσα, στο συγκεκριμένο χώρο, η εναγομένη δικαιούτο στα πλαίσια του διευθυντικού της δικαιώματος και αφού το σχετικό δικαίωμά της δεν είχε αποκλεισθεί ή περιορισθεί από τη σύμβαση, να μετακινήσει την ενάγουσα, ενόψει του ότι η μετακίνηση αυτή επιβαλλόταν για την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της με τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, χωρίς αυτό να συνιστά μονομερή μεταβολή των όρων της υπαλληλικής της συμβάσεως. Εξ άλλου η επί μακρόν χρονικά παροχή της εργασίας της ενάγουσας στο μουσείο δεν οδηγεί σε κρίση ότι σιωπηρά προστέθηκε στη σύμβαση εργασίας της όρος για το αμετάθετο αυτής, ώστε να καθίσταται ανενεργό το διευθυντικό δικαίωμα της εναγομένης. Το δικαίωμα αυτό της εναγομένης περαιτέρω δεν ασκήθηκε καταχρηστικά, αφού, με βάση τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν, το εν λόγω διευθυντικό δικαίωμα ασκήθηκε απολύτως καλόπιστα και χωρίς υπέρβαση των ορίων τα οποία διαγράφουν ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ενόψει του ότι η ενάγουσα, λόγω της συρρίκνωσης της δραστηριότητας της εναγομένης στο χώρο του μουσείου, νόμιμα κατά τα προαναφερόμενα αλλά και κατ’ επανάληψη, προσκλήθηκε από την αντίδικό της να παράσχει τις υπηρεσίες της στο εμπορικό κέντρο “…”, στα πλαίσια της μεταξύ τους συμβάσεως εργασίας, τόπος παροχής της οποίας ουδέποτε συμφωνήθηκε να αποτελεί μόνο ο χώρος του μουσείου κατά ρητό αποκλεισμό οποιουδήποτε άλλου. Ακόμη, με το να απαιτήσει η εναγομένη από την ενάγουσα να παρέχει την εργασία της στο κατάστημά της στο πιο πάνω εμπορικό κέντρο με την ίδια ειδικότητα και με τις ίδιες αποδοχές αλλά και με τις ίδιες ανά εβδομάδα ώρες απασχόλησης, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι αυτή θα απασχολείτο στη νέα της θέση σε πρωϊνή και απογευματινή βάρδια, ενήργησε μέσα στα πλαίσια της εξουσίας της, κατά την ενάσκηση του σχετικού διευθυντικού της δικαιώματος για την εύρυθμη λειτουργία της επιχειρήσεώς της, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η μεταβολή αυτή επέφερε ηθική ή περιουσιακή βλάβη στην ενάγουσα, αφού αυτή… θα προσέφερε στη νέα της θέση την ίδια ακριβώς εργασία και υπό τις αυτές συνθήκες όπως προηγουμένως και με την ίδια αμοιβή, ενώ το γεγονός ότι η ενάγουσα θα χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να μεταβεί από την κατοικία της στο … στη νέα θέση εργασίας της στο … και αντιστρόφως δεν κρίνεται υποβιβασμός ούτε ηθικός αλλά ούτε και υλικός, δοθέντος ότι η ενάγουσα σε κάθε περίπτωση μπορούσε να μεταβαίνει στο χώρο της εργασίας της με τα μαζικά μέσα μεταφοράς και να εξοικονομεί τα έξοδα για δαπάνη βενζίνης. Τέλος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εναγομένη θα μπορούσε να καλύψει τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησής της με τη μετακίνηση άλλου εργαζομένου με λιγότερα χρόνια υπηρεσίας στο χώρο του μουσείου και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, όπως του Δ. Π., ο οποίος κατά το χρόνο εκείνο ήταν έγγαμος χωρίς τέκνα και με λιγότερα χρόνια υπηρεσίας στο μουσείο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι ο Δ. Π., ο οποίος είχε προσληφθεί και εργαζόταν στο χώρο του μουσείου ως υπάλληλος, δεν μπορούσε να απασχοληθεί στο εμπορικό κέντρο ως πωλητής, σε αντίθεση με την ενάγουσα, η οποία είχε προσληφθεί με την ειδικότητα της πωλήτριας και στη νέα της θέση θα ασκούσε και πάλι τα καθήκοντα της πωλήτριας.
Συνεπώς η απόφαση της εναγομένης περί μετακίνησης της ενάγουσας δεν έγινε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας, με αποτέλεσμα η τελευταία να μη δικαιούται να θεωρήσει την ανωτέρω απόφαση της εναγομένης και την εμμονή της σ’ αυτήν ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας και να μη δικαιούται περαιτέρω να αξιώσει την αποζημίωση απόλυσής της…”. Με βάση τα ανωτέρω το εφετείο δέχθηκε την έφεση της εναγομένης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή και αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και κράτησε την υπόθεση, απέρριψε κατ’ ουσίαν την αγωγή. Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού διέλαβε σ’ αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν ως προς το κρίσιμο ζήτημα της έλλειψης καταχρηστικής συμπεριφοράς εκ μέρους της εναγομένης και βλαπτικής εκ μέρους αυτής μεταβολής των όρων εργασίας της ενάγουσας κατά την άσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος με τη μετακίνηση της ενάγουσας από το … περιοχής … Αθηνών στο κατάστημά της που βρισκόταν στο ρηθέν εμπορικό κέντρο του …. Η ειδικότερη αιτίαση ότι το εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αντιφατικές παραδοχές αφενός μεν ότι: “Η θέση της [εννοείται: της ενάγουσας] στο μουσείο δεν είχε προσωρινό χαρακτήρα αφού δεν είχε συμφωνηθεί συγκεκριμένος χρόνος παραμονής, η δε διάρκεια παραμονής της συνηγορούσε υπέρ της μονιμότητας της θέσης της”, αφετέρου δε ότι: “Η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας προβλέπει απασχόλησή της στο χώρο του εργαστηρίου… η δε παραμονή της ή μη στο χώρο εργασίας του … στην περιοχή των Αθηνών αναγόταν στο διευθυντικό δικαίωμα της εργοδότριας εταιρείας”, είναι αβάσιμη, αφού τέτοιες παραδοχές δεν διαλαμβάνονται στην προσβαλλομένη.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα και αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω αναιρετική πλημμέλεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
O προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.Α.Π. 25/2003, 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι δεν έλαβε υπόψη τους έχοντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και νομίμως προταθέντες αγωγικούς ισχυρισμούς της ότι αδυνατούσε να δεχθεί τη μετακίνησή της στο εμπορικό κέντρο λόγω των εντελώς διαφορετικών ωρών εργασίας και της μεγάλης αποστάσεως μεταξύ του τόπου κατοικίας και της εργασίας της, ότι ως μητέρα δύο ανηλίκων τέκνων αδυνατούσε να ακολουθήσει πρωϊνά και απογευματινά ωράρια εργασίας, ότι η συμπεριφορά της εναγομένης ήταν κακόπιστη και καταχρηστική και ότι συνιστούσε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας της ως και περί του περιεχομένου της από 27-12-2011 εξώδικης κλήσης-δήλωσης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης προκύπτει ότι οι ανωτέρω αγωγικοί ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας ελήφθησαν υπόψη από το εφετείο και απορρίφθηκαν. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της, να συμψηφισθεί δε ολικά μεταξύ των διαδίκων η εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη (άρθρο 179 περ. β Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 183 του ίδιου κώδικα).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-9-2015 αίτηση για αναίρεση της 1176/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Συμψηφίζει ολικά μεταξύ των διαδίκων την εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Μαρτίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συζήτηση της εν λόγω προσφυγής ο εκπρόσωπος της εναγομένης δήλωσε ότι στις 4-12-2009 θα καταβληθούν στους εργαζομένους οι δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Σεπτεμβρίου 2009 και μέρος των αποδοχών Οκτωβρίου 2009, οι οποίες θα εξοφληθούν στις 14-12-2009 και ότι στις 21-12-2009 θα καταβληθεί το δώρο Χριστουγέννων και οι δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Νοεμβρίου 2009, αποδέχθηκε δε ο εκπρόσωπος των εργαζομένων τα ως άνω. Το Δεκέμβριο 2009 η εναγομένη κατέβαλε στους ενάγοντες, όπως και στους υπόλοιπους εργαζομένους της, μέρος από τους ως άνω μηνιαίους μισθούς τους, καθώς και το δώρο Χριστουγέννων 2009 σε όλους τους εργαζομένους, γεγονός που δεν αμφισβητούν οι ενάγοντες. Στις 1-2-2010 οι ενάγοντες, καθώς και άλλοι έξι εργαζόμενοι, προσέφυγαν εκ νέου στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, παραπονούμενοι για τη μη καταβολή σ’ αυτούς από την εναγομένη των αποδοχών τους των μηνών Δεκεμβρίου 2009 και Ιανουαρίου 2010. Κατά τη συζήτηση της εν λόγω προσφυγής, την 4-2-2010, οι εργαζόμενοι δήλωσαν ότι τους οφείλονται μέρος των αποδοχών των μηνών Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2009 και οι αποδοχές των μηνών Δεκεμβρίου 2009 και Ιανουαρίου 2010 και ότι από 13-1-2010 το εργοτάξιο της εναγομένης έκλεισε και δεν τους προσφέρεται από την επιχείρηση αντικείμενο εργασίας, γι’ αυτό δε το λόγο προέβησαν από 2-2-2010 σε επίσχεση εργασίας, ως μέτρο άσκησης πίεσης για την επιχείρηση. Ο εκπρόσωπος της εναγομένης δήλωσε ότι οφείλονται στους εργαζομένους της εταιρείας δεδουλευμένες αποδοχές, οι οποίες θα καταβληθούν αμέσως μόλις καταβληθούν από την “Περιφέρεια” τα χρήματα. Από 15-6-2009 η “Περιφέρεια” δεν έχει καταθέσει χρήματα για λογαριασμό της εταιρείας. Επίσης δήλωσε ότι ως προς τη μη ανάθεση αντικειμένου εργασίας στους εργαζομένους από την επιχείρηση από 13-1-2010, ο χρόνος αυτός αναγνωρίζεται από την επιχείρηση ως εργάσιμος χρόνος, για τον οποίο θα καταβληθούν οι αποδοχές. Δευτερολογώντας οι εργαζόμενοι δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν την ποινική δίωξη του υπεύθυνου της επιχείρησης μετά από τα λεγόμενα του εκπροσώπου του εργοδότη ότι δεν έχουν κατατεθεί τα οφειλόμενα χρήματα από το Δημόσιο και ευχαριστούν τον τελευταίο διότι δήλωσε ότι θα καταβληθούν τα χρήματα από 13-1-2010. Ο πρώτος των εναγόντων έλαβε για το μισθό του Οκτωβρίου 2009 το ποσό των 1.000 ευρώ την 4-12-2009 και των 570 ευρώ την 23-2-2010 και εξοφλήθηκε πλήρως, για το μισθό του Νοεμβρίου 2009 έλαβε το ποσό των 1.850 ευρώ μαζί με τις υπερωρίες την 31-12-2009, εξοφληθείς πλήρως για τον εν λόγω μισθό, για το μισθό του Δεκεμβρίου 2009 έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ την 23-2-2010 και των 441,80 ευρώ την 1-4-2010 και εξοφλήθηκε πλήρως και για το μισθό του Ιανουαρίου 2010 έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ την 30-4-2010 και το ποσό των 750 ευρώ την 19-5-2010 και εξοφλήθηκε πλήρως. Ο δεύτερος ενάγων έλαβε για μισθό του Οκτωβρίου 2009 μαζί με τις υπερωρίες το ποσό των 473,33 ευρώ την 4-12-2009 και των 401,67 ευρώ την 23-2-2010 και εξοφλήθηκε πλήρως για τον εν λόγω μισθό, για το μισθό του Νοεμβρίου 2009 μαζί με τις υπερωρίες το ποσό των 840 ευρώ την 31-12-2009 και εξοφλήθηκε πλήρως για τον εν λόγω μισθό και για το μισθό του Δεκεμβρίου 2009 μαζί με τις υπερωρίες το ποσό των 500 ευρώ την 23-2-2010 και των 375 ευρώ την 1-4-2010. Η καταβολή των ως άνω ποσών δεν αμφισβητείται από τους ενάγοντες. Επίσης η εναγόμενη κατέβαλε σταδιακά στους 200 εργαζόμενους που απασχολούσε στα δύο εργοτάξιά της, ήτοι των …, όπου εκτελούσε άλλο δημόσιο έργο, όλες τις δεδουλευμένες αποδοχές που καθυστερούσε. Με βάση τα ανωτέρω οι ενάγοντες άσκησαν νόμιμα το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας τους εφόσον είχαν αξίωση από ληξιπρόθεσμες οφειλές, πλην όμως η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών των εναγόντων, όπως και άλλων εργαζομένων, οφειλόταν όχι σε υπαιτιότητα ή δυστροπία της εναγομένης αλλά στην ιδιαίτερη δυσχερή οικονομική κατάσταση αυτής, γεγονός που ήταν γνωστό στους ενάγοντες. Η κρίση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η εναγομένη, παρά τη δυσχερή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, εξοφλούσε, έστω και με καθυστέρηση, τις δεδουλευμένες αποδοχές των μισθωτών της. Με τα δεδομένα αυτά, η άσκηση από τους ενάγοντες του δικαιώματος επισχέσεως εργασίας έγινε εσπευσμένα, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφονται από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματός τους και είναι καταχρηστική. Επομένως η εναγόμενη δεν περιήλθε σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της εργασίας των εναγόντων, με αποτέλεσμα να μην οφείλει σ’ αυτούς τους αξιούμενους μισθούς υπερημερίας από 3-2-2010 έως 6-10-2010 όσον αφορά τον πρώτο και από 3-2-2010 έως 28-8-2010 όσον αφορά το δεύτερο, καθώς και επιδόματα εορτών Χριστουγέννων Πάσχα 2010, δεκτής γενομένης της ενστάσεως της εναγομένης του άρθρου 281 Α.Κ. που προέβαλε παραδεκτά πρωτοδίκως και επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της εφέσεως…”. Με βάση αυτές τις παραδοχές το εφετείο δέχθηκε την έφεση της εναγομένης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η ένσταση κατάχρησης του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας των εναγόντων, είχε γίνει μερικώς δεκτή η αγωγή κατά το πρώτο κεφάλαιό της με το οποίο οι ενάγοντες ζητούσαν την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, επιδομάτων αδείας, αποδοχών αδείας και επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και είχε υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες για τις πιο πάνω αιτίες τα ποσά των 18.492,52 ευρώ στον πρώτο και των 5.483,65 ευρώ στο δεύτερο, που αντιστοιχούσαν στους μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 3-2-2010 έως 6-10-2010 για τον πρώτο και από 3-2-2010 έως 28-8-2010 για το δεύτερο, στις αποδοχές αδείας και στο επίδομα αδείας του έτους 2010 και στην αναλογία επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2010. Στη συνέχεια το εφετείο εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, την απέρριψε κατά το πιο πάνω κεφάλαιό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Έτσι που έκρινε το εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως αφού διέλαβε σ’ αυτήν αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας των εναγόντων. Ειδικότερα οι αντιφάσεις στις αιτιολογίες της προσβαλλομένης συνίστανται στο ότι με αυτές αφενός μεν γίνεται δεκτό ότι “οι ενάγοντες άσκησαν νόμιμα το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας τους”, αφετέρου δε ότι “η άσκηση από τους ενάγοντες του δικαιώματος επισχέσεως εργασίας έγινε εσπευσμένα, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφονται από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματός τους και είναι καταχρηστική”. Δηλαδή αρχικά γίνεται δεκτό ότι το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας των εναγόντων ασκήθηκε νόμιμα και στη συνέχεια ότι αυτό ασκήθηκε παράνομα, αφού κατά τα προεκτεθέντα η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος είναι παράνομη. Εξ άλλου οι αιτιολογίες αυτές είναι ανεπαρκείς αφού μόνη η αναφορά ότι “η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών των εναγόντων, όπως και άλλων εργαζομένων, οφειλόταν όχι σε υπαιτιότητα ή δυστροπία της εναγομένης αλλά στην ιδιαίτερη δυσχερή οικονομική κατάσταση αυτής, γεγονός που ήταν γνωστό στους ενάγοντες” δεν είναι επαρκής για να καταστήσει την άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων καταχρηστική. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πιο πάνω πλημμέλειες, είναι βάσιμος. Ενόψει όλων αυτών πρέπει, κατά παραδοχή του προαναφερθέντος (δευτέρου) λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε το πρώτο κεφάλαιο της αγωγής, παρελκούσης της έρευνας του πρώτου λόγου αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται το ίδιο κεφάλαιο της προσβαλλομένης, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση κατά το μέρος της αυτό προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλο δικαστή είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 5513/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος της αυτό προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ