ΑΠ 686 / 2017
(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Σύμφωνα με την παρ.2 εδ. Β’ του άρθρου 74 του ν. 3863/2010, όπως αντικαταστάθηκε διαδοχικά με το άρθρο 17 παρ.5β του ν. 3899/2010 και με την υποπ. ΙΑ 12 της παρ. ΙΑ περ.1 του ν. 4093/2012, “Η καταγγελία σύμβασης εργασίας ιδιωτικού υπαλλήλου με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, δεν δύναται να πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη έγγραφη προειδοποίηση του εργοδότη, η οποία θα ισχύει από την επομένη της γνωστοποίησής της προς τον εργαζόμενο με τους εξής όρους [ακολουθούν διαβαθμίσεις του χρόνου προειδοποίησης, ανάλογα προς τη διάρκεια του χρόνου υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη]. Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο το ήμισυ της κατά το επόμενο εδάφιο του παρόντος αποζημίωσης”.
Οι διατάξεις του ν. 3863/2010 αφορούν στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας που γίνεται εκ μέρους του εργοδότη, είναι γενικές σε σχέση με εκείνες του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 και δεν επηρεάζουν το ύψος της ούτως ή άλλως μειωμένης αποζημιώσεως, που οφείλεται στις περιπτώσεις που ρυθμίζονται από το άρθρο 8 του ν. 3198/1955.
Αριθμός 686/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1 Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές Ευφημία Λαμπροπούλου, αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα και Σοφία Καρυστηναίου, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 10η Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Σ. του Γ., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου ………….., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Ανώνυμος Εταιρεία” και το διακριτικό τίτλο “… BANK”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου ………………, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-3-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η 1490/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως αντιθέτων εφέσεων, η 291/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30-5-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Εισηγητής ορίσθηκε ο αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Στη διάταξη του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955 ορίζεται ότι μισθωτοί που απασχολούνται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη (με την έννοια του άρθρου 6 παρ.1 του ν. 2112/1920 ή του β.δ. της 16/18 Ιουλίου 1920) ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας ή, αν δεν προβλέπεται τέτοιο όριο, το 65° έτος της ηλικίας τους (ήδη, από 1-1-2013, το 67ο έτος, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος ΙΑ4 περ.2 του ν. 4093/2012), αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω β.δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η αποζημίωση υπολογίζεται όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παρ.1 και 2 του ν. 3198/1955.
Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την εφαρμογή της απαιτείται
α) η σχέση εργασίας να είναι αορίστου χρόνου,
β) ο εργαζόμενος να αποχωρεί ύστερα από τη συμπλήρωση συγκεκριμένου χρόνου υπηρεσίας και
γ) η αποχώρηση να γίνεται με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Ως εκ τούτου, την αποζημίωση δεν δικαιούνται εκείνοι, των οποίων η εργασιακή σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως συμβαίνει σε περίπτωση σύμβασης κατά την οποία οι εργαζόμενοι έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, που προβλέπει την αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση προκαθορισμένου ορίου ηλικίας. Εν τούτοις, γίνεται δεκτό ότι και στην περίπτωση μιας τέτοιας σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν με τον κανονισμό έχει προβλεφθεί η δυνατότητα προώρου λύσεως αυτής, ενυπάρχει διαλυτική αίρεση. Οπότε, πληρωθείσης της αιρέσεως, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε σύμβαση αόριστου χρόνου (Ολ ΑΠ 1110/1986, ΑΠ 425/2016, ΑΠ 286/2015).
2. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. β’ του ν. 3198/1955, το οποίο έχει προστεθεί με το άρθρο 8 παρ.4 του ν.δ. 3789/1957 και αντικατασταθεί με το άρθρο 5 παρ.1 του ν. 435/1976, μισθωτοί εν γένει που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε οργανισμού για τη χορήγηση συντάξεως, εφ’ όσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, δύνανται εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία εκ μέρους του εργοδότη τους, λαμβάνοντας σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι μεν επικουρικώς ασφαλισμένοι τα 40%, οι δε μη ασφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη.
Για τη χορήγηση της αποζημίωσης αυτής εφαρμόζονται κατά τα λοιπά πάντα τα οριζόμενα στα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του ν.δ. 3198/1955 ως και στις διατάξεις του ν. 2112/1920 όπως ισχύει, πλην εκείνων που αφορούν στην προειδοποίηση.
Η διάταξη, για την εφαρμογή της οποίας απαιτείται μόνο η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, εξισορροπεί τα συμφέροντα εργοδότη και εργαζόμενου, διότι παρέχει υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα σε μειωμένη αποζημίωση (αντί της πλήρους, εάν την πρωτοβουλία της λύσεως της συμβάσεως εργασίας είχε ο εργοδότης ή της απώλειας του σχετικού δικαιώματος, εάν την πρωτοβουλία είχε ο εργαζόμενος) και αποβλέπει, ταυτόχρονα, στην ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων και στη δημιουργία κενών θέσεων εργασίας.
Τέλος, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των εδ. α’ και β’ του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 και την τελολογική ερμηνεία αυτών, η πρώτη είναι συμπληρωματική της δεύτερης και έχει εφαρμογή όταν δεν συντρέχει η προϋπόθεση εφαρμογής εκείνης (ΑΠ 1693/2014, ΑΠ 214/2014), οπότε με συνδρομή των διαφορετικών προϋποθέσεων του εδ. α’ (βλ. παραπάνω, αρ.1) χορηγείται και πάλι η μειωμένη αποζημίωση.
3. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 και 3 του ν. 2112/1920, για υπάλληλο που κατά το χρόνο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας είχε συμπληρώσει στον ίδιο εργοδότη 28 έτη προϋπηρεσίας και άνω, η οφειλόμενη αποζημίωση συνίσταται στις τακτικές αποδοχές 24 μηνών. Και σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 του ν. 3198/1955, ο υπολογισμός της αποζημιώσεως γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.
Προκειμένου περί υπαλλήλου, για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως δεν λαμβάνονται υπ’ όψη οι μηνιαίες αποδοχές του κατά το μέρος που υπερβαίνουν το οκταπλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό 30.
Τέλος, σύμφωνα με την παρ.2 εδ. Β’ του άρθρου 74 του ν. 3863/2010, όπως αντικαταστάθηκε διαδοχικά με το άρθρο 17 παρ.5β του ν. 3899/2010 και με την υποπ. ΙΑ 12 της παρ. ΙΑ περ.1 του ν. 4093/2012, “Η καταγγελία σύμβασης εργασίας ιδιωτικού υπαλλήλου με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, δεν δύναται να πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη έγγραφη προειδοποίηση του εργοδότη, η οποία θα ισχύει από την επομένη της γνωστοποίησής της προς τον εργαζόμενο με τους εξής όρους [ακολουθούν διαβαθμίσεις του χρόνου προειδοποίησης, ανάλογα προς τη διάρκεια του χρόνου υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη]. Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο το ήμισυ της κατά το επόμενο εδάφιο του παρόντος αποζημίωσης”.
Οι διατάξεις του ν. 3863/2010 αφορούν στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας που γίνεται εκ μέρους του εργοδότη, είναι γενικές σε σχέση με εκείνες του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 και δεν επηρεάζουν το ύψος της ούτως ή άλλως μειωμένης αποζημιώσεως, που οφείλεται στις περιπτώσεις που ρυθμίζονται από το άρθρο 8 του ν. 3198/1955.
4. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ένδικη, από 28-3-2011 αγωγή, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ότι την 30-10-1980 είχε προσληφθεί ως υπάλληλος από την τότε “… Τράπεζα της Ελλάδος”, της οποίας διάδοχος κατόπιν συγχωνεύσεως κατέστη η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητος. Ότι από τότε απασχολήθηκε συνεχώς στην υπηρεσία του εργοδότη μέχρι την 7-7-2010, ημέρα κατά την οποία ο ίδιος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας με την προειδοποίηση ότι κατά την 1-10-2010 θα αποχωρήσει οικειοθελώς, διότι θεμελιώνει δικαίωμα λήψεως πλήρους συντάξεως γήρατος. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, κυρίως, ζήτησε την καταβολή αποζημίωσης ποσού 38.390 ευρώ, επικαλούμενος τη συνδρομή των προϋποθέσεων του εδ. α’ του άρθρου 8 του ν. 3198/1955, με συγκατάθεση του εργοδότη τεκμαιρόμενη από τον ισχύοντα εσωτερικό κανονισμό εργασίας. Επικουρικώς, ζήτησε την καταβολή αποζημίωσης ποσού 30.172 ευρώ, επικαλούμενος τη συνδρομή των προϋποθέσεων του εδ. β’ του άρθρου 8 του ν. 3198/1955. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την 1490/2014 απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την κυρία βάση αυτής και αναγνώρισε ότι στον ενάγοντα οφείλεται αποζημίωση ύψους 27.800,64 ευρώ, εκ των οποίων επιδίκασε με καταψηφιστική διάταξη το αιτηθέν μέρος των 20.000 ευρώ. Μετά την άσκηση αντιθέτων εφέσεων, εκδόθηκε η ήδη προσβαλλομένη 291/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία η μεν έφεση του ενάγοντος, που επιδίωκε την εντελή ευδοκίμηση της αγωγής του, απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η δε έφεση της εναγομένης έγινε δεκτή, η τότε εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίσθηκε και, ύστερα από νέα έρευνα της αγωγής, αυτή έγινε εν μέρει δεκτή ως προς την επικουρική βάση της. Οπότε, με διαφορετικό υπολογισμό, περί του οποίου γίνεται λόγος στη συνέχεια της παρούσας, επιδικάσθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 15.356,54 ευρώ.
5. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, την 30-10-1984, είχε προσληφθεί με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως υπάλληλος, από την τότε “… Τράπεζα της Ελλάδος”, στον οργανισμό προσωπικού της οποίας προβλεπόταν η αυτοδίκαιη αποχώρηση του προσωπικού με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Ότι ο ίδιος υπέβαλε προς την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητο, ως εκ συγχωνεύσεως διάδοχο του αρχικού εργοδότη, την από 7-7-2010 δήλωση οικειοθελούς αποχωρήσεως με προαγγελία για την 1-10-2010, λόγω συνταξιοδοτήσεως, πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται στον οργανισμό προσωπικού. Ότι κατά την ορθή ερμηνεία του οργανισμού προσωπικού της εναγομένης, ο οποίος ως προς το ζήτημα αυτό δεν διαφέρει από τον οργανισμό προσωπικού του αρχικού εργοδότη, η οικειοθελής αποχώρηση προβλέπεται ως τρόπος λύσεως της συμβάσεως εργασίας με πρωτοβουλία του εργαζομένου, χωρίς την ευχέρεια αποτελεσματικής εναντίωσης εκ μέρους του εργοδότη. Ότι κατά το χρόνο της αποχώρησής του ο ενάγων, ο οποίος ήταν κυρίως ασφαλισμένος στο ΤΑΠΙΛΤ που ήδη εντάχθηκε στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, είχε συμπληρώσει χρόνο ασφάλισης 25 ετών και 10 μηνών στην υπηρεσία της εναγομένης (με προσμέτρηση του χρόνου που είχε διανυθεί στην υπηρεσία του αρχικού εργοδότη). Ότι λόγω της αναγνώρισης υπέρ του ενάγοντος και προηγηθέντος χρόνου ασφαλίσεως (σε άλλους εργοδότες), αυτός έλαβε πλήρη σύνταξη γήρατος με 34 έτη ασφάλισης. Ότι ο ενάγων ήταν και επικουρικώς ασφαλισμένος στο ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, από το οποίο έλαβε, επίσης, το προβλεπόμενο βοήθημα.
Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το εφετείο έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει την αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. β’ του ν. 3198/1955, διότι αποχώρησε έχοντας συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για να λάβει πλήρη σύνταξη γήρατος, και όχι εκείνη του εδ. α’ του ίδιου άρθρου, το οποίο στην περίπτωσή του δεν μπορούσε να έχει εφαρμογή, παρά το ότι συνέτρεχαν και αυτού οι προϋποθέσεις, λόγω της συμπληρωματικής ισχύος του έναντι του εδ. β’ .
Περαιτέρω, όμως, το εφετείο, κατά τον υπολογισμό του ύψους της οφειλόμενης αποζημίωσης, έκρινε ότι στον ενάγοντα πρέπει να καταβληθεί ποσοστό 40% των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, προσαυξημένων με την αναλογία των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα, αδείας και ισολογισμού και δη αποδοχών που αντιστοιχούν σε 12 μήνες.
Κατόπιν αυτών, εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε επιδικάσει την αποζημίωση του εδ. α’ του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 και, λαμβάνοντας ως αφετηρία το περιστατικό ότι οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα ήσαν 2.647,68 ευρώ, πολλαπλασίασε τον αριθμό αυτό επί 14,5 και διαίρεσε δια 12 (για να συνυπολογίσει τη μηνιαία προσαύξηση από τα ως άνω επιδόματα) και, κατόπιν, πολλαπλασίασε το αποτέλεσμα (3.199,28 ευρώ) επί 12 (για να έχει τις αποδοχές δώδεκα μηνών, τις οποίες κατά την άποψη του εφετείου θα δικαιούτο ο ενάγων επί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη), το δε γινόμενο πολλαπλασίασε επί 40% (για να έχει την αποζημίωση των επικουρικώς ασφαλισμένων) και επιδίκασε το ποσό των 15.356,54 ευρώ. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας
α) δέχθηκε χωρίς επαρκή αιτιολογία ότι ο ενάγων είχε συμπληρώσει στην υπηρεσία της εναγομένης χρόνο προϋπηρεσίας 25 ετών και 10 μηνών, με ημερομηνία πρόσληψης την 30-10-1984, ενώ σύμφωνα με το περιεχόμενο της αγωγής, το οποίο ως προς το ζήτημα αυτό δεν αμφισβητήθηκε από την εναγομένη, είχε συμπληρώσει χρόνο προϋπηρεσίας 29 ετών και 11 μηνών, με ημερομηνία πρόσληψης την 30-10-1980,
β) δεν έλαβε υπ’ όψη κατά περιεχόμενο συγκεκριμένα αποδεικτικά έγγραφα (παρά το γεγονός ότι κάνει αφηρημένη αναφορά σε κάποια από αυτά) και δη την …-2-2011 απόφαση συνταξιοδοτήσεως του ενάγοντος από το ΤΑΠΙΛΤ-ΙΚΑ και την από 27-5-2011 απόφαση του ΔΣ του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ για την επικουρική συνταξιοδότησή του, ήτοι έγγραφα τα οποία επικαλέσθηκε εγκαίρως και νομίμως ο ενάγων και στα οποία αναφέρεται ότι ο αληθής χρόνος πρόσληψης αυτού στην υπηρεσία του αρχικού εργοδότη ήταν η 30-10-1980 και
γ) δέχθηκε χωρίς επαρκή αιτιολογία ότι ο ενάγων, εάν είχε καταγγελθεί απροειδοποίητα η σύμβαση εργασίας, θα δικαιούτο για αποζημίωση απολύσεως τις αποδοχές 12 μηνών, ενώ με την εσφαλμένη εκδοχή του εφετείου ότι ο χρόνος προϋπηρεσίας ήταν 25 έτη συμπληρωμένα θα δικαιούτο τις αποδοχές 21 μηνών και με την ορθή εκδοχή του ενάγοντος ότι ο χρόνος προϋπηρεσίας ήταν άνω των 28 ετών θα δικαιούτο τις αποδοχές 24 μηνών (επί 40% ως επικουρικώς ασφαλισμένος). Επομένως, ο δεύτερος και ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους επισημαίνονται οι παραβιάσεις αυτές και προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.11γ’ και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι.
6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 291/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 21η Μαρτίου 2017.
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 2α Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ