Διευθύνων υπάλληλος – Η έννοια του διευθύνοντος υπαλλήλου, ανεξάρτητα του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, αποδίδεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής από την φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη, όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους
Απόφαση 768 / 2017
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α’ της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον “περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις”, που κυρώθηκε με το ν.2269/1920, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διεύθυνσης ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων κατά την σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της που αναφέρονται στο νόμιμο ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας των μισθωτών, θεωρούνται εκείνα στα οποία, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης της επιχείρησης ή τομέα αυτής και εποπτεία του προσωπικού, έτσι ώστε, όχι μόνο επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, αλλά και διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, γιατί ασκούν δικαιώματα του εργοδότη ταυτιζόμενα με αυτόν σε μεγάλο βαθμό, τόσο ως προς τις προς τρίτους σχέσεις, εκπροσωπώντας αυτόν σε συναλλαγές, όσο και σε σχέση με τους υπόλοιπους μισθωτούς αυτού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πρόσληψη ή η απόλυση προσωπικού, η ανάληψη ποινικών ευθυνών σε σχέση με την τήρηση της νομοθεσίας στην επιχείρηση για το συμφέρον των εργαζομένων και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει ο εργοδότης, και τα οποία συνήθως αμείβονται με αποδοχές που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια ή τις καταβαλλόμενες στους άλλους μισθωτούς αποδοχές.
Δεν είναι, όμως, αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, αφού η έννοια του διευθύνοντος υπαλλήλου, ανεξάρτητα του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, αποδίδεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής από την φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη, όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους.
Γι’ αυτό τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, συνδεόμενοι με τον εργοδότη με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας ανάπαυσης, περί αποζημίωσης ή προσαύξησης για την υπερωριακή ή κατά Κυριακές και εορτές εργασία, καθώς και περί χορήγησης ετήσιας άδειας αναψυχής, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβασή τους (ΑΠ 478/2014, ΑΠ 980/2013, ΑΠ 978/2009).ΑΠ 768/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Χ. του Τ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του …………….., που δεν κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: εταιρείας με την επωνυμία “…………… Α.Ε.” που εδρεύει στο ……….. και διατηρεί γραφεία κεντρικής διοίκησης στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………….., με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/7/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1765/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 7006/2013 του Εφετείου Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27/5/2015 αίτησή του και τους από 2/2/2016 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος ανέγνωσε την από 23/2/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των 1ου και 5ου λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών λόγων αυτής καθώς και των επ’ αυτής προσθέτων λόγων. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. (Α) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας.
Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή τη επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της.
Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669§1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26§3 και 87§2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.
Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006, ΑΠ 177/2016).
Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής), η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα.
Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ.8§3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ.281, 671 ΑΚ, 25§§1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από την φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΠλΟλ. ΑΠ 8 και 7/2011), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη “μετατροπή” του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ. ΑΠ 18/2006, ΑΠ 177/2016).
Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/7Ο/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α” 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις.
Και τούτο διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (πρβλ ΠλΟλΑΠ 8 και 7/2011, ΑΠ 177/2016, 21/2014 κλπ.). Αυτό ισχύει ακόμη και εάν κατά την πρόσληψη ή την κατάρτιση της σύμβασης παραβιάσθηκαν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, που διέπει την πρόσληψη ή την κατάρτιση της σύμβασης, των ΠΥΣ 236/1994 και 55/1998, του άρθ.21 ν.2190/1994 (που κατ’ άρθ.44 αυτού άρχισε να ισχύει 30 ημέρες από την δημοσίευση του) και άρθ.6 ν.2527/1997 (ΑΠ 177/2016, 1784/2011).
Τούτο (δηλ. ότι στις συμβάσεις αυτές εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις του άρθ.8 ν.2112/1920) συμβαίνει ακόμη και όταν πρόκειται για μία και μοναδική αρχική σύμβαση (πρβλ.ΑΠ 369/2013). Τέλος, πρέπει να επισημανθεί εδώ, ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις της ΚΥΑ 8900/1946, όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την ΚΥΑ 25825/1951 (σε συνδ. με το άρθ. 10§ 1 β.δ.748/1966), των άρθ. 1§1 και 2§1 α.ν. 539/1945, 3§16 ν.4504/1966, 2 και 3 ν.435/1976 και άρθρου μόνου ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, άδεια, αποδοχές και επίδομα αδείας, προσαύξηση 75% για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές αργίες και προσαύξηση 100% για παράνομη υπερωριακή εργασία δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί που απασχολούνται με έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά σε κάθε περίπτωση και οι εργαζόμενοι με βάση άκυρη σύμβαση εργασίας, δηλ. με απλή σχέση εργασίας, ευθέως από το νόμο, και όχι κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 437/015, 128/2015, 948/2014)
(Β) Με το άρθρο πρώτο ν. 1822/1988 ιδρύθηκε ανώνυμη εταιρεία με σκοπό την ανάπτυξη και εκμετάλλευση των αλυκών και του ορυκτού αλατιού της χώρας, λειτουργούσα κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και διεπομένη από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρείες, με την επωνυμία (άρθρο δεύτερο του ως άνω νόμου και 1 του με αυτό κυρωθέντος καταστατικού της) “………………. ΑΕ) (αναιρεσίβλητη εναγομένη), υπαγόμενη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σύμφωνα με το άρθ.1§6 ν. 1256/1982, στον οποίο και τώρα ανήκει σύμφωνα με το άρθ.1§§1 και 2 ν.3429/2005 ως δημόσια επιχείρηση, ως εκ τούτου δε υπόκειται στους περιορισμούς που καθορίζουν την διαδικασία και τους όρους πρόσληψης του προσωπικού με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, τους όρους της κατ’ εξαίρεση από το υποχρεωτικό θεσμικό πλαίσιο πρόσληψης με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου για πρόσκαιρες, επείγουσες και απρόβλεπτες ανάγκες κλπ. (άρθ.2 επ. 14 ν.2190/1994)
(Γ) Κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α’ της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον “περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις”, που κυρώθηκε με το ν.2269/1920, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διεύθυνσης ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων κατά την σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της που αναφέρονται στο νόμιμο ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας των μισθωτών, θεωρούνται εκείνα στα οποία, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης της επιχείρησης ή τομέα αυτής και εποπτεία του προσωπικού, έτσι ώστε, όχι μόνο επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, αλλά και διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, γιατί ασκούν δικαιώματα του εργοδότη ταυτιζόμενα με αυτόν σε μεγάλο βαθμό, τόσο ως προς τις προς τρίτους σχέσεις, εκπροσωπώντας αυτόν σε συναλλαγές, όσο και σε σχέση με τους υπόλοιπους μισθωτούς αυτού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πρόσληψη ή η απόλυση προσωπικού, η ανάληψη ποινικών ευθυνών σε σχέση με την τήρηση της νομοθεσίας στην επιχείρηση για το συμφέρον των εργαζομένων και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει ο εργοδότης, και τα οποία συνήθως αμείβονται με αποδοχές που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια ή τις καταβαλλόμενες στους άλλους μισθωτούς αποδοχές.
Δεν είναι, όμως, αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, αφού η έννοια του διευθύνοντος υπαλλήλου, ανεξάρτητα του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, αποδίδεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής από την φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη, όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους.
Γι’ αυτό τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, συνδεόμενοι με τον εργοδότη με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας ανάπαυσης, περί αποζημίωσης ή προσαύξησης για την υπερωριακή ή κατά Κυριακές και εορτές εργασία, καθώς και περί χορήγησης ετήσιας άδειας αναψυχής, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβασή τους (ΑΠ 478/2014, ΑΠ 980/2013, ΑΠ 978/2009).
Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ.1 εδ. α’ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις σχετικές παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 31/2009, 7/2006, 4/2005, ΑΠ 757/2015).
Περαιτέρω, κατά την διάταξη του αριθ. 19 του αυτού ως άνω άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ως άνω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93§3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες, ενώ ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώθηκε σαφώς, δεν συνιστούν ανεπάρκεια αιτιολογιών. Δηλ. μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 757/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας επί αγωγής του ήδη αναιρεσείοντος κατά της τώρα αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας “……………… ΑΕ” με αντικείμενο αξιώσεις του από μεταξύ τους σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με την προσβαλλομένη 7006/2013 απόφασή του και όπως απ’ αυτήν προκύπτει δέχθηκε, ότι η αναιρεσίβλητη εναγομένη, ιδρυθείσα με το ν. 1822/1988 ως επιχείρηση κοινής ωφελείας με σκοπό την εκμετάλλευση των αλυκών και του ορυκτού αλατιού της χώρας προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και αποτελούσα ήδη κατά το άρθ. 1 §§ 1 και 2 ν.3429/2005 δημόσια επιχείρηση, ανήκε και ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και υπόκειται στους περιορισμούς, τις εξαιρέσεις και την διαδικασία πρόσληψης προσωπικού με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ.2 επ., 14 ν.2190/1994 κλπ., ότι την 28-9-1994 συνήφθη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, με βάση την οποία ο ενάγων θα παρείχε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη ως μηχανολόγος μηχανικός είτε στην Αθήνα είτε στην Λήμνο, σύμφωνα με τις ανάγκες του έργου ίδρυσης αλυκής εκεί, χωρίς να αποκλείεται η διεκπεραίωση εργασιών στις άλλες αλυκές που εκμεταλλεύεται η εναγομένη, έναντι μηνιαίων αποδοχών 403.000 δρχ., στις οποίες περιλαμβάνονται όλες οι παροχές και τα επιδόματα που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΕ, ότι η σύμβαση αυτή συμφωνήθηκε να λήξει την 27-2-1995 αυτοδίκαια, χωρίς δηλ. προηγουμένη ειδοποίηση ή καταγγελία ή καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης, ότι επειδή για την σύναψη της παραπάνω σύμβασης δεν τηρήθηκαν η διαδικασία και οι όροι του ν.2190/1994 ήταν αυτή άκυρη, ο ενάγων, όμως, εξακολουθούσε να παρέχει τις υπηρεσίες του και μετά την 27-2-1995 στην εναγομένη, η οποία και τις αποδεχόταν μέχρι την 13-11-2008, όταν λύθηκε η εργασιακή σχέση με καταγγελία εκ μέρους της εναγομένης, ότι σύμφωνα με τα παραπάνω ο ενάγων συνδεόταν με την εναγομένη με απλή σχέση εργασίας, δεδομένου ότι δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω το άρθ.671 ΑΚ και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις και η διαδικασία του ν.2190/1994 για πρόσληψη με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με αποτέλεσμα οι ένδικες αξιώσεις του να μην θεμελιώνονται νομικά σε σύμβαση εργασίας, αλλά μόνο στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ότι στον ενάγοντα ανατέθηκε ευθύνη λειτουργίας του τμήματος προμηθειών της εναγομένης, η διεύθυνση των αλυκών ………….. και ………….. (1998-2002, 2007-2007) η διεύθυνση προμηθειών, διοικητικών υπηρεσιών και ανάπτυξης (2001-2007), καθώς και η μισθοδοσία του προσωπικού, στα πλαίσια δε των αρμοδιοτήτων του αυτών ο ενάγων είχε ιδιαίτερη γραμματέα, κατηύθυνε την ανάπτυξη και εφαρμογή προγραμμάτων διοικητικής απόδοσης, πολιτικής αμοιβών και εκπαίδευσης, παρείχε στρατηγικό σχεδιασμό οργανωτικών αλλαγών για την επίτευξη των επιχειρηματικών στόχων, εξασφάλιζε την αποτελεσματική εφαρμογή της εταιρικής πολιτικής, προσδιόριζε γενικά προγράμματα ανάπτυξης και εκπαίδευσης, αναθεωρούσε μεθόδους προμηθειών και κόστος αποθεμάτων, αγόραζε και επέβλεπε την αγορά υλικών, εκπονούσε επενδυτικά σχέδια και παρακολουθούσε την εκτέλεση τους, κατάστρωνε προϋπολογισμούς αλυκών, εισηγείτο διάφορα θέματα στην διοίκηση της εναγομένης, όπως π.χ. την πρόσληψη νομικού συμβούλου και την δαπάνη αυτού, τα ποσά αποζημιώσεων για συνταξιοδότηση υπαλλήλων, μειοδοτικό διαγωνισμό για μίσθωση μηχανημάτων χωματουργικών εργασιών, είχε τον έλεγχο και την εποπτεία όλου του μόνιμου προσωπικού (πρόσληψη, μισθοδοσία) κλπ., ότι για όλα τα ανωτέρω θέματα ο ενάγων, ο οποίος είχε πλήρη πρωτοβουλία κινήσεων, αναφερόταν με εισηγήσεις, προτάσεις, έγγραφα, εμπιστευτικές επιστολές κλπ. μόνο στον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης, ότι ενόψει των αυξημένων αρμοδιοτήτων του ο ενάγων διακρινόταν σαφώς από τους άλλους υπαλλήλους της εναγομένης, αφού ασκούσε πολλές αρμοδιότητες της τελευταίας και αμειβόταν με αυξημένες μηνιαίες αποδοχές που είχαν διαμορφωθεί για το 2006 σε 3.634€, για το 2007 σε 3.761€ και για το 2008 σε 3.932€, δηλ. αποδοχές που υπερέβαιναν τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις για υπαλλήλους των ιδίων τυπικών και ουσιαστικών προσόντων και οικογενειακής κατάστασης με τον ενάγοντα για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, των οποίων οι μηνιαίες αποδοχές ανέρχονταν στο ήμισυ περίπου των αποδοχών του ενάγοντος, σύμφωνα δε με τα παραπάνω η θέση του ενάγοντος στην εναγομένη ήταν θέση ιδιαίτερης και όχι απλά αυξημένης εμπιστοσύνης, αφού οι αρμοδιότητές του επηρέαζαν αποφασιστικά την οικονομική πορεία και λειτουργία αυτής, ώστε του προσέδιδαν την κατά την έννοια της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου, με συνέπεια να εξαιρείται της εφαρμογής των προαναφερθεισών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, με βάση δε τα γενόμενα ως άνω δεκτά απέρριψε την έφεση του ενάγοντος αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο : (Α) Παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου των άρθ.14 και 21 ν.2190/1994 και 904 ΑΚ, τις οποίες εφάρμοσε, αν και με βάση τις ως άνω παραδοχές του δεν ήταν εφαρμοστέες, καθώς και των άρθ.8§3 ν.2112/1920, 281 ΑΚ και 25 του Συντάγματος, τις οποίες δεν εφάρμοσε, αν και με βάση τις ίδιες παραδοχές ήταν εφαρμοστέες, καθόσον, σύμφωνα με αυτές, η επίδικη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, εκ των οποίων η εναγομένη υπάγεται έκτοτε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καταρτίσθηκε ως ορισμένου χρόνου πριν από την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ.103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του 2001, και 5 και 11 ΠΔ 164/2004, συνεχίσθηκε και μετά την έναρξη ισχύος τους και κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης και επομένως ήταν, κατ’ επιτρεπτό ορθό νομικό χαρακτηρισμό, αορίστου χρόνου, ανεξάρτητα από την μη τήρηση κατά την σύναψή της των συναφών διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, ενώ εξάλλου διέλαβε συναφώς στην προσβαλλομένη απόφαση του αντιφατικές αιτιολογίες και επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι 1ος και 2ος λόγοι αναίρεσης από τους αριθ.1 και 19, αντίστοιχα, του άρθ.559 ΚΠολΔ (Β) Παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη εφαρμογή, αλλά και εκ πλαγίου, με ελλιπείς αιτιολογίες, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθ.2 εδ. α’ της κυρωθείσης με το ν.2269/1920 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, καθόσον σύμφωνα με τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά ο ενάγων δεν είχε την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου, με την προδιαληφθείσα έννοια, ενώ, εξάλλου, δεν διευκρινίζεται στην προσβαλλομένη απόφαση, εάν ο ενάγων ασκούσε σε μεγάλο βαθμό δικαιώματα και εξουσίες της εργοδότριας εναγομένης, τόσο προς τα έξω στις σχέσεις και συναλλαγές της με αρχές και ιδιώτες, όσο και σε αναφορά με την εσωτερική λειτουργία της, καθόσον αναφέρεται μεν, όλως γενικά, ότι είχε τον έλεγχο και την εποπτεία και δη την πρόσληψη όλου του, πάντως μη καθοριζομένου αριθμητικά, μόνιμου προσωπικού, δεν εξειδικεύεται, όμως, ο τρόπος της εποπτείας αυτής και δη κατά πόσον ο ενάγων καθόριζε και έλεγχε το ωράριο εργασίας των λοιπών εργαζομένων, ούτε εάν προέβαινε στην αξιολόγησή τους ή την απόλυσή τους, και περαιτέρω δεν αναφέρεται, εάν ο ενάγων είχε αναλάβει ποινικές ευθύνες σε σχέση με την τήρηση της συναφούς νομοθεσίας που αφορά το συμφέρον των εργαζομένων της εναγομένης επιχείρησης, ούτε εάν δεν ήταν υποχρεωμένος να τηρεί συγκεκριμένο ωράριο, μη υποκείμενος, συνακόλουθα, σε σχετικό έλεγχο ως προς τα χρονικά σημεία προσέλευσής του στον χώρο εργασίας του και της αποχώρησής του απ’ αυτόν, ή αντίθετα υπείχε τέτοια υποχρέωση, υποβαλλόμενος και σε αντίστοιχο έλεγχο. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο συναφής 4ος λόγος αναίρεσης κατ’ αμφότερα τα σκέλη του από τους αριθ.1 και 19 άρθ.559 ΚΠολΔ (Γ) Εφόσον εσφαλμένα δέχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε απλή σχέση εργασίας και ότι ο ενάγων στα πλαίσια αυτής είχε την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου, εσφαλμένα επίσης έκρινε ότι τυχόν αξιώσεις του μπορούν να θεμελιωθούν μόνο στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθ.904 επ. ΑΚ) που δεν ήταν, όμως, εφαρμοστέες, καθώς και ότι ο ενάγων, λόγω ακριβώς της ιδιότητάς του αυτής, δεν δικαιούται αποδοχές και επίδομα αδείας και οποιαδήποτε αμοιβή ή προσαύξηση για εργασία κατά τις Κυριακές και υπερωριακή εργασία κλπ., με την κρίση του δε αυτήν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις 2§1 α.ν. 539/145, 3§16 ν.4504/1966, 2 και 3 ν.435/1976, τις οποίες εσφαλμένα δεν εφάρμοσε, αν και ήταν εφαρμοστέες, αφού σε κάθε περίπτωση, και εάν δηλ. ήθελε γίνει δεκτό ότι μεταξύ των διαδίκων δεν υπήρχε έγκυρη σύμβαση εργασίας, ο ενάγων έχει τις συναφείς αξιώσεις ευθέως εκ του νόμου. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο 3ος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 1 του ίδιου ως άνω άρθρου.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι οι παραδεκτά ασκηθέντες από 2-2-2016 τρεις πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης (με αριθ.8161/3-2-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ι. Κ.) είναι πανομοιότυποι με τους 1°, 2° και 4°, αντίστοιχα, κύριους λόγους αναίρεσης, συμπληρώνοντας απλά αυτούς ως προς την προβολή στο Εφετείο των ισχυρισμών, επί των οποίων στηρίζονται.
III. Με τον 5° (και τελευταίο) λόγο αναίρεσης από το άρθ.559 αριθ.9 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστη την κύρια βάση της αγωγής του με το αντίστοιχο αίτημα από την καθιερουμένη με τις διατάξεις των άρθ.288 ΑΚ, 4§1 και 22§1 του Συντάγματος και 141 της Συνθήκης ΕΚ αρχή της ίσης μεταχείρισης. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν προσκομίζεται η ένδικη αγωγή, στοιχείο απαραίτητο για την έρευνα της συνδρομής του αναιρετικού αυτού λόγου, αλλά η μεταγενέστερη μεταξύ των αυτών διαδίκων και με διαφορετικό αντικείμενο από 12-1-2015 και με αριθ. 2798/57/2015.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω πρέπει ν’ αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρινίσεις, στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση, αφού αυτό μπορεί να συγκροτηθεί από άλλον δικαστή (άρθ.580§3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθ.176, 183, 191 §2 ΚΠολΔ), που δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 7006/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Φεβρουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ