ΑΠ 899/2017
(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Κατά το άρθρο 7 εδ. α ν. 2112/1920 “Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου”.
Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής “μονομερής μεταβολή” θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα για την τροποποίηση αυτή από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας ούτε να ανήκει στην από το διευθυντικό δικαίωμά του απορρέουσα εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του ή γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος (άρθρο 281 Α.Κ.).
Για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως δεν αρκεί η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής αλλά απαιτείται επιπλέον να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία.
Ως βλαπτική μεταβολή θεωρείται και ο υποβιβασμός και η ανάθεση στον εργαζόμενο καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσεως στην επιχείρηση, που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή και ηθικές ως προς το κύρος και την προσωπικότητά του συνέπειες.
Εξ άλλου από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 288, 648, 652 παρ. 1 και 656 παρ. 1 Α.Κ. προκύπτει ότι στην περίπτωση συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας, ο τελευταίος έχει διαζευκτικά τις εξής δυνατότητες:
α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται σιωπηρά νέα σύμβαση τροποποιήσεως της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη,
β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως εκ μέρους του και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημιώσεως που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και
γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, αν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτές, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας (ο μισθωτός) την αντίδρασή του να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (Α.Π. 447/2015).
Αριθμός 899/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Σοφία Καρυστηναίου και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, στις 18 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…” που εδρεύει κατά το καταστατικό τυπικά στο …, ουσιαστικά στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………….. και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσίβλητου: Γ. Μ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ………….. και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-10-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1834/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6696/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 7-1-2015 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Σοφία Καρυστηναίου ανέγνωσε την από 19-2-2015 έκθεσή της με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αίτησης και την απόρριψη των λοιπών λόγων αυτής. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 7 εδ. α ν. 2112/1920 “Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής “μονομερής μεταβολή” θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα για την τροποποίηση αυτή από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας ούτε να ανήκει στην από το διευθυντικό δικαίωμά του απορρέουσα εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του ή γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος (άρθρο 281 Α.Κ.). Για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως δεν αρκεί η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής αλλά απαιτείται επιπλέον να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Ως βλαπτική μεταβολή θεωρείται και ο υποβιβασμός και η ανάθεση στον εργαζόμενο καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσεως στην επιχείρηση, που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή και ηθικές ως προς το κύρος και την προσωπικότητά του συνέπειες. Εξ άλλου από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 288, 648, 652 παρ. 1 και 656 παρ. 1 Α.Κ. προκύπτει ότι στην περίπτωση συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας, ο τελευταίος έχει διαζευκτικά τις εξής δυνατότητες: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται σιωπηρά νέα σύμβαση τροποποιήσεως της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως εκ μέρους του και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημιώσεως που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, αν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτές, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας (ο μισθωτός) την αντίδρασή του να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (ΑΠ 447/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: “Η εναγομένη [ήδη αναιρεσίβλητη] αποτελεί ανώνυμη κατασκευαστική εταιρεία παλαιστινιακών συμφερόντων με διεθνή επιχειρηματική δραστηριότητα, της οποίας η καταστατική έδρα είναι στο … Η διοίκηση και διαχείρισή της όμως ασκείται στην Αθήνα, όπου διατηρεί ιδιόκτητο πολυώροφο κτίριο γραφείων και πολυάριθμο διοικητικό και επιστημονικό προσωπικό, διατηρώντας εγκατάσταση σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967. Η εναγομένη προσέλαβε τον ενάγοντα [ήδη αναιρεσείοντα] το Μάρτιο του 2001 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να τον απασχολήσει ως ανειδίκευτο εργάτη για τις ανάγκες συντήρησης των γραφείων της αλλά και των χώρων όπου κατοικούσαν τα στελέχη της καθώς και των χώρων που συντηρούνται στα πλαίσια άσκησης δημοσίων σχέσεων. Τον ενέταξε σε συνεργείο συντήρησης με εργοδηγό το Χ. Κ., ο οποίος εξετάστηκε ως μάρτυρας στο πρωτόδικο δικαστήριο. Συμφωνήθηκε το νόμιμο ωράριο επί εξαήμερο εβδομαδιαίως αντί ημερομισθίου 30 ευρώ πλέον ποσού 10 ευρώ ημερησίως για την τυχόν πραγματοποίηση υπερωριακής απασχόλησης και ανεξάρτητα από τις ώρες αυτής. Ο ενάγων απασχολήθηκε με άτυπη σύμβαση μέχρι τις 28-2-2004 ως ανειδίκευτος εργάτης. Στη συνέχεια την 1-3-2004 καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων έγγραφη σύμβαση με την οποία συμφωνήθηκαν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: “1. Ο ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ προσλαμβάνει τον ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ για αόριστο χρόνο για να εργασθεί ως Υπάλληλος Γραφείου στα γραφεία της εταιρίας στο …. Η σύμβαση αυτή είναι αορίστου χρόνου και η ισχύς της αρχίζει την 1η Μαρτίου 2004. Ρητά συμφωνείται ότι οι πρώτες 60 ημέρες εργασίας, συνιστούν δοκιμαστική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας, ο Εργοδότης ή και ο Εργαζόμενος, έχουν το δικαίωμα να καταγγείλουν την παρούσα σύμβαση εργασίας, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς καμία άλλη υποχρέωση και χωρίς καταβολή αποζημίωσης. 2. ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ. Ο ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ, θα εργάζεται στα γραφεία της εταιρίας 6 ημέρες την εβδομάδα, Δευτέρα ως Πέμπτη από τις 8.00 έως τις 15.30 και την Παρασκευή και το Σάββατο από τις 8.00 έως τις 13.00. Συνολικά θα εργάζεται 40 ώρες την εβδομάδα. Ειδικότερα συμφωνείται ότι ο εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα να αναπροσαρμόζει ανάλογα με τις ανάγκες της εταιρίας την κατανομή κατά τη διάρκεια της εβδομάδας των 40 ωρών εργασίας, με τον όρο της έγκαιρης γνωστοποίησης αυτού στους εργαζομένους. Συμφωνείται ρητά ότι υπερωριακή εργασία δεν εκτελείται και δεν αναγνωρίζεται χωρίς την προηγούμενη γραπτή έγκριση των εκάστοτε Διευθυντών των τμημάτων, αμείβεται δε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου…. 4. ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ. Ο ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ θα εργάζεται στα γραφεία της εργοδότριας εταιρίας ως Υπάλληλος Γραφείου. Η εταιρία όμως διατηρεί το δικαίωμα να απασχολεί τον εργαζόμενο οπουδήποτε στην Ελλάδα και με οποιαδήποτε άλλη σχετική ειδικότητα που θα καθορίζεται από την εταιρία σε σχέση με την προσφερόμενη εργασία από αυτόν. 5. ΑΠΟΔΟΧΕΣ Οι συνολικές ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές του ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ, της παρούσας σύμβασης ανέρχονται στο χρηματικό ποσό των 780.00 ευρώ και καταβάλλονται δεδουλευμένες στο τέλος κάθε μήνα. Ρητά συμφωνείται ότι οι εκάστοτε καταβαλλόμενες αποδοχές περιλαμβάνουν και καλύπτουν τον εκάστοτε ισχύοντα νόμιμο μισθό καθώς και τα κάθε μορφής και αιτίας επιδόματα που ισχύουν σήμερα ή που θα θεσπισθούν στο μέλλον (γάμου, τέκνων, κλπ) που προβλέπονται από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις ή τις διαιτητικές αποφάσεις ή καθορίζονται με οποιονδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο. Έτσι εφόσον οι αποδοχές της παρούσας σύμβασης υπερκαλύπτουν το νόμιμο βασικό μισθό και τα κάθε μορφής επιδόματα θεωρείται ότι ο εργαζόμενος έχει εξοφληθεί για κάθε απαίτησή του από το νόμιμο βασικό μισθό και από τα κάθε μορφής επιδόματα που ισχύουν σήμερα και που θα θεσπιστούν στο μέλλον που συμψηφίζονται στις καταβαλλόμενες αποδοχές του… 13. Η παρούσα σύμβαση εργασίας διέπεται από το Ελληνικό Δίκαιο. Αρμόδια Δικαστήρια για την επίλυση των διαφορών μεταξύ του ΕΡΓΟΔΟΤΗ και του ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ, που προκύπτουν από τη μεταξύ τους εργασιακή σχέση ή που σχετίζονται με αυτήν, είναι τα Δικαστήρια των Αθηνών”. Ο ενάγων, αν και τυπικά προσλήφθηκε ως υπάλληλος, συνέχισε να απασχολείται με τα ίδια όπως και προηγουμένως καθήκοντα, δηλαδή σε εργασίες συντήρησης κτιριακών χώρων ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της εναγομένης. Τις ως άνω εργασίες εκτελούσε υπό τις οδηγίες του εργοδηγού και προϊσταμένου του Χ. Κ. ως εργάτης και ουδέποτε ο ενάγων είχε αναβαθμιστεί σε επικεφαλής-προϊστάμενο συντήρησης κτιρίων… Οι αποδοχές του ενάγοντος αναπροσαρμόστηκαν από 1-9-2004 σε 796 ευρώ, από 1-1-2005 σε 814 ευρώ, από 1-9-2005 σε 841 ευρώ, από 1-1-2006 σε 875 ευρώ, από 1-9-2006 σε 901 ευρώ και από 1-1-2007 σε 1.000 ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 31-3-2007, οπότε αποχώρησε από την εταιρία προκειμένου να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, ο ενάγων απασχολούνταν κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας καθώς και τα Σάββατα κατά μέσο όρο επί 12 ώρες ανά ημέρα… Ο ενάγων απασχολείτο 72 ώρες εβδομαδιαίως για 4 κατά μέσο όρο εβδομάδες το μήνα. Στο σημείο τούτο πρέπει να λεχθεί ότι αν ο μισθωτός απασχολήθηκε και πέρα του πενθημέρου, η επιπλέον εργασία του αυτή, δηλαδή η απασχόλησή του κατά την έκτη ή την έβδομη ημέρα της εβδομάδας (ημέρες αναπαύσεως), δεν συνυπολογίζεται στην εβδομαδιαία εργασία του προκειμένου να εξευρεθεί αν πραγματοποίησε υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία. Επομένως, αφού η υπερεργασία υπολογίζεται μόνο επί εβδομαδιαίας βάσεως, η εργασία που παρέχει μισθωτός υπαγόμενος στο σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχολήσεως πέρα του πενθημέρου αυτού, δεν συνιστά σε καμιά περίπτωση υπερεργασία, ενώ, δοθέντος ότι η υπερωρία κρίνεται όχι μόνο επί εβδομαδιαίας αλλά και επί ημερήσιας βάσεως, μπορεί η εν λόγω εργασία, αυτοτελώς λαμβανόμενη για κάθε μια από τις υπόλοιπες δύο ημέρες της εβδομάδας (έκτη ή έβδομη), να συνιστά υπερωρία αν υπερβαίνει για κάθε μια από αυτές το γενικό νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας, ήτοι το οκτάωρο…
Συνεπώς όσον αφορά την έκτη ημέρα, την απασχόλησή του το Σάββατο, μόνο οι πέραν του οκταώρου 4 ώρες θα υπολογιστούν ως υπερωρία… Από το εβδομαδιαίο αυτό ωράριο, ενόψει της κατάργησης της υπερεργασίας με το άρθρο 4 του ν.2874/2000 και για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 30-9-2005, το συμβατικό του ωράριο ήταν 40 ώρες, πέραν του οποίου οι 3 ώρες την εβδομάδα αποτελούσαν ιδιόρρυθμη υπερωρία και οι 21 ώρες παράνομη υπερωρία, αφού πραγματοποιήθηκαν χωρίς την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων. Η προσαύξηση για τις 3 ώρες ιδιόρρυθμης υπερωρίας ανέρχεται σε 50% και για τις 21 ώρες παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως σε 150%. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολείτο επί οκτάωρο Κυριακές και λοιπές αργίες μία φορά το μήνα, χωρίς να στερείται τις αναπληρωματικές ημέρες ανάπαυσης. Για τις ώρες αυτές του οφείλεται προσαύξηση 75% επί των νομίμων αποδοχών… Δεν αποδείχθηκε όμως ότι ο ενάγων ελάμβανε καθόλο το διάστημα της απασχόλησής του ένα γεύμα ημερησίως για την κάλυψη των διατροφικών του αναγκών, του οποίου η μηνιαία αποτίμηση ανερχόταν σε 150 ευρώ… και συνεπώς δεν θα συνυπολογιστεί για τον υπολογισμό της προσαύξησης για υπερωρίες και εργασία τις Κυριακές… Με βάση τις ως άνω παραδοχές ο ενάγων για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 28-2-2004, που οι καταβαλλόμενες αποδοχές του ανέρχονταν σε 30 ευρώ ημερησίως και ωρομίσθιο 4,5 ευρώ (30 Χ 0,15), δικαιούται το ποσό των 10.214 ευρώ [(4,5 ευρώ Χ 50% Χ 12 ώρες) 81 ευρώ + (4,5 ευρώ Χ 150% Χ 84 ώρες) 985 ευρώ = 1.026 ευρώ Χ 14 μήνες = 14.364 ευρώ – 4.150 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε ο ενάγων (355 ημέρες το έτος 2003 και 60 ημέρες τους δύο πρώτους μήνες του έτους 2004 = 415 ημέρες Χ 10 ευρώ)]. Για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα ο ενάγων δικαιούται την προσαύξηση 75% για την οκτάωρη εργασία του τις Κυριακές. Έτσι, με βάση το νόμιμο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη: α) από 1-1-2003 έως 31-12-2003 το ποσό των 209,61 ευρώ (23,29 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο Χ 75% Χ 12) και β) από 1-1-2004 έως 28-2-2004, το ποσό των 36,32 ευρώ (24,22 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο Χ 75% Χ 2 ) και συνολικά για την ως άνω αιτία δικαιούται το ποσό των 245,93 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το έτος 2003 η εναγομένη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα επιδόματα εορτών και αδείας ούτε του χορήγησε πλήρη την άδεια αναψυχής. Για την ως άνω αιτία του οφείλει: α) επίδομα αδείας 390 ευρώ (30 ευρώ Χ 13 ημερομίσθια), β) επίδομα Πάσχα 450 ευρώ (30 ευρώ Χ 15 ημερομίσθια), γ) επίδομα Χριστουγέννων 750 ευρώ (30 Χ 25 ημερομίσθια) δ) πλέον ποσό 48,75 ευρώ, ως αναλογία στα δώρα του επιδόματος αδείας (390 ευρώ επίδομα αδείας: 8) και ε) αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας αναψυχής 20 ημερών, ποσό 600 ευρώ (30 ευρώ Χ 20) και συνολικά για το έτος 2003 για τις ως άνω αιτίες η εναγομένη οφείλει το ποσό των 2.238,75 ευρώ. Για το έτος 2004 η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για το επίδομα Πάσχα διαφορά ποσού 113,49 ευρώ (780 ευρώ μηνιαίος μισθός Χ 1/2 – 276,51 ευρώ που ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί ότι έλαβε). Για το έτος 2006 η εναγομένη δεν οφείλει διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων… Συνολικά για τις ως άνω αιτίες η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.352,24 ευρώ… Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, που όπως προαναφέρθηκε τον Απρίλιο του 2007 αποχώρησε από την εταιρία για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, μετά την ολοκλήρωσή της επέστρεψε στην εναγομένη, όπου ανέλαβε εκ νέου εργασία στις 18-2-2008. Τοποθετήθηκε στην προηγούμενη θέση του ως εργάτης συντήρησης και με τις ίδιες αποδοχές. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 2008 ο ενάγων αποχώρησε από την εργασία του χωρίς να ενημερώσει την εναγομένη και στις 17-9-2008, της επέδωσε την από 11-9-2008 εξώδικη διαμαρτυρία και δήλωσή του, με την οποία, επικαλούμενος ότι δεν τον απασχολεί πραγματικά και ότι δεν τηρεί τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας, ότι οι αποδοχές του μειώθηκαν σε ποσοστό 55-60%, δήλωσε στην εναγομένη ότι θα επανέλθει στο χώρο εργασίας εφόσον του δήλωνε γραπτώς ότι θα τηρήσει τους συνομολογημένους συμβατικούς όρους, χωρίς να τους προσδιορίζει ειδικότερα. Η εναγομένη απάντησε στην ως άνω δήλωση του ενάγοντος με την από 25-9-2008 εξώδικη απάντηση-δήλωση πρόσκλησή της, με την οποία αρνήθηκε στο σύνολο όλους τους ισχυρισμούς του ενάγοντος για μη πραγματική απασχόλησή του και μη τήρηση των όρων της μεταξύ τους σύμβασης και για μείωση των αποδοχών του και τον καλούσε να εμφανιστεί στις 29-9-2008 προκειμένου να συνεχίσει την εργασία του με τους όρους και τις συνθήκες που εργαζόταν από την έναρξη της σύμβασης. Στο τέλος της ως άνω εξώδικης δήλωσης δήλωνε στον ενάγοντα ότι θα θεωρήσει τη μη εμφάνισή του ως οικειοθελή αποχώρησή του. Ο ενάγων δεν επανήλθε στην εργασία του αλλά απέστειλε στην εναγομένη την από 2-10-2008 εξώδικη απάντησή του, με την οποία ζητούσε από την εναγομένη να συγκεκριμενοποιήσει την πρότασή της όσον αφορά τους όρους με τους οποίους θα εργάζεται, στη συνέχεια της δήλωνε ότι προσφέρει τις υπηρεσίες του, ως υπεύθυνος-επικεφαλής συνεργείου συντήρησης των οικιών Πολιτείας και γραφείων της εταιρείας, εφόσον αυτή τηρήσει τα νόμιμα και δεσμευτεί εγγράφως. Στην ως άνω δήλωση η εναγομένη απάντησε με την από 8-10-2008 εξώδικη απάντηση και δήλωση, με την οποία δήλωνε στον ενάγοντα ότι η πρόσκλησή της να εμφανιστεί αυτός και να συνεχίσει να απασχολείται είναι πραγματική και ότι εμμένει στις δηλώσεις της που του γνωστοποιήθηκαν με την από 30-9-2008 δήλωσή της. Έκτοτε ο ενάγων δεν επανήλθε στην εργασία του.
Συνεπώς ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς από τις αρχές Σεπτεμβρίου 2008 και παρά τις προσκλήσεις της εναγομένης δεν εμφανίστηκε… Από τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, με την επάνοδό του από το στρατό, απασχολήθηκε με τις ίδιες συνθήκες και με τις ίδιες αποδοχές και συνεπώς η εναγομένη δεν μετέβαλε βλαπτικά τους όρους εργασίας του χωρίς τη συναίνεσή του, ασκώντας καταχρηστικά το διευθυντικό της δικαίωμα”. Με βάση αυτές τις παραδοχές το εφετείο δέχθηκε την έφεση της εναγομένης κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή κατά το μέρος της με το οποίο ο ενάγων, επικαλούμενος μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και συνεπεία αυτής υπερημερία της εναγομένης, ζητούσε την επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας. Στη συνέχεια δε αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή κατά το πιο πάνω κεφάλαιό της, το απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Έτσι που έκρινε το εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 656 Α.Κ. και 7 ν. 2112/1920 και ειδικότερα στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως αφού διέλαβε σ’ αυτήν ασαφείς, ελλιπείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ζήτημα της μειώσεως ή μη των αποδοχών του ενάγοντος μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας και της εξαιτίας αυτών βλαπτικής μεταβολής ή μη των όρων της εργασιακής του συμβάσεως, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, αν και δέχθηκε ότι από την αρχή της εργασιακής συμβάσεως και μέχρι που ο ενάγων διέκοψε την εργασία του για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία (για μια εξαετία και πλέον) εργαζόταν κάθε εβδομάδα τουλάχιστον για 72 ώρες πέραν του νομίμου ωραρίου του, δικαιούμενος πρόσθετης αμοιβής (η οποία “πρόσθετη αμοιβή” σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη είχε λάβει το χαρακτήρα τακτικών αποδοχών), στη συνέχεια δέχθηκε ότι ο ενάγων μετά την επάνοδό του στην εργασία του απασχολήθηκε με τις ίδιες συνθήκες και αποδοχές, χωρίς να διευκρινίζει αφενός αν εργαζόταν πλέον του νομίμου ωραρίου του όπως και προηγουμένως και ποιο ποσό λάμβανε για την εργασία του και ποια αιτία αφορούσε τούτο (νόμιμο μισθό ή και πρόσθετη αμοιβή για εργασία πέρα του νομίμου ωραρίου).
Συνεπώς οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους επισημαίνονται οι ως άνω ασάφειες και αντιφάσεις και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., είναι βάσιμοι.
2. Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ.4, 566 παρ.1 και 577 παρ.3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι στο έγγραφο της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. θεμελιώνει η προσβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικότερα για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών (άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ. Α.Π. 20/2005). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο κατά το πρώτο σκέλος του λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια, για τη θεμελίωση δε του λόγου αυτού εκθέτει κατά λέξη τα εξής: “Παντελώς αναιτιολόγητες είναι οι κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης περί της αβασιμότητος του ισχυρισμού μου ότι ελάμβανα δωρεάν ένα γεύμα ημερησίως από την αντίδικο ως αντάλλαγμα της εργασίας μου αποτιμώμενο σε 150 ευρώ μηνιαίως και απορρίψεως του σχετικού αιτήματος συνυπολογισμού του ποσού αυτού στα επιδόματα εορτών και αδείας και στο ημερομίσθιο… Οι ανωτέρω… κρίσεις… συνήχθησαν χωρίς να παρατίθενται οι αναγκαίοι συλλογισμοί, γεγονότα και στοιχεία ούτε και τα αποδεικτικά μέσα επί των οποίων βασίστηκαν”. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι σ’ αυτόν δεν αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών της προσβαλλομένης στο σχετικό σημείο τους, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις, δεν ήταν δε αναγκαίο, για την πληρότητα των αιτιολογιών της προσβαλλομένης, να αναφέρει το εφετείο από ποια αποδεικτικά μέσα οδηγήθηκε σε κάθε επί μέρους κρίση του.
3. Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που απέρριψε τα αιτήματα της από 1-10-2008 αγωγής του αναιρεσείοντος για επιδίκαση μισθών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση κατά το μέρος της αυτό προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.), παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 6696/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος της αυτό προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Μαρτίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ