Σε ένα υπαρξιακού τύπου δίλημμα θα κληθεί να αποφασίσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο έστειλε προδικαστικό ερώτημα το Γ Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας. Το ερώτημα είναι δικηγόρος ή μοναχός; Η υπόθεση αφορά στο γεγονός ότι βάσει του κώδικα δικηγόρων οι μοναχοί της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και δικηγόροι, να ασκούν δηλαδή δικηγορία. Ένας μοναχός όμως, ο οποίος έχει τελειώσει τη Νομική στην Κύπρο προσέφυγε στο ΣτΕ και ζήτησε να ακυρωθεί η από 18.6.2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α.), με την οποία απορρίφθηκε η από 12.6.2015 αίτηση του, να εγγραφεί στο μητρώο του Δ.Σ.Α. Ο δικηγορικός σύλλογος επικαλέστηκε σχετική διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία – όπως ανέφερε- είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και τους κανόνες δικαίου.
Κι αυτό γιατί ο μοναχός δεν πληρεί προϋποθέσεις, όπως ότι ο δικηγόρος πρέπει να απασχολείται πλήρως με την άσκηση του λειτουργήματός του, ο δε μοναχός δεν δύναται να το επιτύχει αυτό, λόγω των δεσμεύσεών του, επίσης πως η άσκηση της δικηγορίας επάγεται αντιδικία, ασύμβατη με το μοναχικό σχήμα
Ο μοναχός αντιπαρέρχεται τα επιχειρήματα και ισχυρίζεται πως η συμμόρφωσή του προς το καθήκον εγκαταβίωσης στη Μονή της μετανοίας του θα ελέγχεται από τα εκκλησιαστικά όργανα, με αποτέλεσμα, το τελευταίο αυτό ζήτημα να μην αφορά τον Δικηγορικό Σύλλογο.
Το Γ΄ Τμήμα του ΣτΕ απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην συνέχεια, θα εκδώσει την οριστική απόφασή τους.
Συγκεκριμένα, το προδικαστικό ερώτημα έχει ως εξής:
“Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5/ΕΚ έχει την έννοια ότι η εγγραφή ενός μοναχού της Εκκλησίας της Ελλάδος ως δικηγόρου στα μητρώα της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, μπορεί να απαγορεύεται από τον εθνικό νομοθέτη, για τον λόγο ότι οι μοναχοί της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν δύνανται, κατά το εθνικό δίκαιο, να εγγράφονται στα μητρώα των Δικηγορικών Συλλόγων, επειδή δεν παρέχουν, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, ορισμένα απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας εχέγγυα;”.