Σε αύξηση των χρηματοδοτήσεων των τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά κατά 11%, την τριετία 2017-2019, μπορεί να οδηγήσει η επιτυχής αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σημειώνεται ότι από το ξέσπασμα της κρίσης το 2009 και μετά, ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης είναι αρνητικός ως αποτέλεσμα της μεγάλης αύξησης των «κόκκινων» δανείων.
Οπως επισημαίνεται σε μελέτη που δημοσιεύεται στην ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (Νομισματική Πολιτική 2016-2017), εάν οι τράπεζες καταφέρουν να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια NPLs, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό, η αποκλιμάκωση του δείκτη των NPLs θα οδηγήσει στην ενίσχυση των χορηγήσεων δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριών, αύξηση που στην τριετία μπορεί να φτάσει σωρευτικά το 11%. Σύμφωνα με τη μελέτη, αν οι τράπεζες «πιάσουν» τους τριμηνιαίους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων, τότε θα μπορούσαμε να δούμε μια αύξηση των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα κατά 1,5% στο δεύτερο εξάμηνο του 2017, +4,3% το 2018 και αύξηση 4,5% το 2019. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς στόχους των τραπεζών, το 2018 και 2019 είναι τα έτη που θα έχουμε τη μεγαλύτερη μείωση «κόκκινων» δανείων. Αναλυτικότερα, τα μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα (NPEs) θα πρέπει να μειωθούν από τα 103,9 δισ. ευρώ σήμερα (Μάρτιος 2017), σε 98,2 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2017, σε 83,3 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2018 και σε 66,7 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2019. Αντίστοιχα, τα NPLs από 75,2 δισ. ευρώ που ήταν τον περασμένο Μάρτιο, θα πρέπει να μειωθούν στα 65,9 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του έτους, στα 53 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018 και στα 40,2 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019.
Σύμφωνα με τη μελέτη της ΤτΕ μία άνοδος του λόγου των μη εξυπηρετούμενων δανείων ασκεί τις εξής επιδράσεις στις τράπεζες:
• Επιφέρει περιορισμό της ρευστότητας των τραπεζών, καθώς τις αποστερεί από πληρωμές τόκων και χρεολυσίων.
• Οδηγεί σε αυστηροποίηση των όρων και των κριτήριων παροχής δανείων, περιλαμβανόμενης και αύξησης των επιτοκίων, καθώς οι τράπεζες έρχονται αντιμέτωπες με άνοδο του πιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Η αύξηση των επιτοκίων των νέων εξυπηρετούμενων δανείων αντισταθμίζει την απώλεια εσόδων από τα προβληματικά στοιχεία.
• Οι τράπεζες υφίστανται επιδείνωση των όρων με τους οποίους αντλούν αναχρηματοδότηση προς αναδανεισμό στην πραγματική οικονομία λόγω αυξημένου ασφαλίστρου κινδύνου ή και ολοσχερή απώλεια πρόσβασης στις αγορές χονδρικής.
• Στον βαθμό που οι προβλέψεις αναμένεται ότι δεν θα επαρκέσουν για να καλύψουν τις διαγραφές, εύλογα αναπτύσσονται προσδοκίες ότι η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών θα απομειωθεί και συνεπώς οι δυνατότητες των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια θα περιοριστούν. Εξάλλου, και ο σχηματισμός προβλέψεων δεσμεύει σημαντικό μέρος των αδιανέμητων κερδών των τραπεζών, τα οποία υπό διαφορετικές συνθήκες θα επαύξαναν τα ίδια κεφάλαια.
Σε ό,τι αφορά την πορεία των στόχων μείωσης των «κόκκινων» δανείων κατά το πρώτο τρίμηνο, σύμφωνα με πληροφορίες η ΤτΕ σε σειρά επαφών που είχε με τις τράπεζες υπογράμμισε ότι οι επιδόσεις δεν ήταν ικανοποιητικές, παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες προχώρησαν σε υψηλές διαγραφές. Σημειώνεται ότι οι διαγραφές που πραγματοποιήθηκαν στο α΄ τρίμηνο αντιστοιχούν στο 60% των διαγραφών που θα πραγματοποιηθούν το 2017.