Τη δεκαετία του 1990 εμφανίζεται στην Αφρική το πρώτο κύμα χορήγησης αδειών κινητής τηλεφωνίας στις μεγάλες εταιρείες τηλεπικοινωνίας, οι οποίες έσπευσαν να το εκμεταλλευθούν, ελπίζοντας να αποκομίσουν μεγάλα κέρδη από τις ραγδαία αναπτυσσόμενες οικονομίες της ηπείρου.
Μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες τηλεπικοινωνιών έσπευσαν να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους στην Αφρική εκείνη την περίοδο, ενώ η Νιγηρία ήταν μία από τις τελευταίες χώρες που χορήγησαν την πρώτη άδεια το 2001. Ωστόσο, παρά τα κέρδη των προηγούμενων ετών, οι μεγαλύτερες εταιρείες τηλεπικοινωνίας που δραστηριοποιούνται στην Αφρική επανεκτιμούν σήμερα την κατάσταση και αναθεωρούν επιλογές που είχαν κάνει μερικά χρόνια πριν.
Ο λόγος; Οι εποπτικές αρχές και οι κυβερνήσεις των χωρών της υποσαχάριας Αφρικής έχουν αρχίσει να πιέζουν τις εταιρείες να παραχωρήσουν μερίδιά τους σε τοπικούς επενδυτές, μέσω της εισόδου τους σε χρηματιστήρια της ηπείρου. Επίσης, η έλλειψη νέων κινήτρων για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους στην αφρικανική οικονομία καθιστά δύσκολη την περαιτέρω ανάπτυξή τους.
Ηδη δύο εταιρείες άρχισαν να αποσύρονται από αγορές της Αφρικής. Η εταιρεία τηλεπικοινωνιών Millcom International Cellular SA, με έδρα το Λουξεμβούργο, αποσύρθηκε από τη Σενεγάλη και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Η δημοφιλής ινδική εταιρεία Airtel πούλησε το μερίδιο των δραστηριοτήτων που κατείχε στην Μπουρκίνα Φάσο και στη Σιέρα Λεόνε στη γαλλική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Orange. Επίσης, κάτι αντίστοιχο συνέβη και με την πολυεθνική εταιρεία Vodafone, η οποία μείωσε την επιχειρηματική της παρουσία στην Κένυα, μεταφέροντας τον Μάιο το μεγαλύτερο μερίδιό της, 3,6 δισ., από την κενυατική εταιρεία Safaricom στη θυγατρική της Vodacom Group, στη Νότια Αφρική.
Αυτή η πρόσφατη εξέλιξη καθιστά τη θυγατρική της Vodafone στην Γκάνα τη μοναδική εταιρεία που διατηρεί αμιγώς το εμπορικό σήμα της Vodafone, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της στην Αφρική. Το επενδυτικό κλίμα που επικρατούσε τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αλλάζει, καθότι πολλές κυβερνήσεις άρχισαν να χάνουν την εύνοια των επενδυτών. Συγκεκριμένα, η πτώση των τιμών των εμπορευμάτων οδήγησε στη μείωση των φορολογικών εσόδων πολλές χώρες της Αφρικής, ενώ ο μέσος όρος ανάπτυξης υποχώρησε στο 1,4% έναντι 3,4% το 2015, σύμφωνα το ΔΝΤ. Αυτή η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος στην υποσαχάρια Αφρική έδωσε το έναυσμα στις ρυθμιστικές αρχές χωρών, όπως η Τανζανία και η Γκάνα, να αναζητήσουν ευκαιρίες ενίσχυσης των εγχώριων εσόδων μέσω των διεθνών εταιρειών. Στην προκειμένη περίπτωση, η Γκάνα και η Τανζανία είχαν ζητήσει επίμονα από τις πολυεθνικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών να παραχωρήσουν το μερίδιό τους στους τοπικούς επενδυτές.
Τον προηγούμενο μήνα, ο πρόεδρος της Τανζανίας Τζον Μακουφούλι επισήμανε ότι η εγγραφή των ξένων εταιρειών τηλεπικοινωνίας στα τοπικά χρηματιστήρια (IPO) θα μπορούσε να αναγκάσει τις εταιρείες να μοιραστούν τα κέρδη τους με τους τοπικούς επενδυτές της Δυτικής Αφρικής. Παρότι η πλειοψηφία των εταιρειών έχει υποχρεωθεί να παραχωρήσει μέρος των μεριδίων σε τοπικούς μετόχους, μόνο μία εταιρεία εξακολουθεί να ενισχύει τις επιχειρήσεις της στην Αφρική.
Ο γαλλικός κολοσσός τηλεπικοινωνιών Orange τον Φεβρουάριο αποκάλεσε την Αφρική βασική περιοχή για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του, ενώ μεγάλο μέρος των επενδύσεών του επεκτείνεται σε χώρες με έντονο το γαλλικό στοιχείο, δηλαδή στο Καμερούν και στην Ακτή Ελεφαντοστού.
Ο Μπρούνο Μέτλινγκ, επικεφαλής των υπηρεσιών της εταιρείας στην Αφρική, εκτιμά ότι οι επενδύσεις της Orange στην ήπειρο θα αναθερμάνουν την ανάπτυξη της οικονομίας στην Ευρώπη, ενώ θα παράσχουν γρήγορα και φθηνά δεδομένα στον νεαρό πληθυσμό της αφρικανικής ηπείρου.