Οι καθυστερήσεις μέχρι την ολοκλήρωσή τους, η ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλουν τους φορολογουμένους και εντέλει η αποδοτικότητα των φορολογικών ελέγχων έχουν έρθει στο προσκήνιο μετά την πολυαναμενόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τα έτη για τα οποία έχει παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου για έλεγχο. Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι έλεγχοι διαρκούν πάνω από έναν χρόνο και οι ελεγχόμενοι φορολογούμενοι καλούνται να αιτιολογήσουν συναλλαγές τους από το 2000 έως το 2013. Οι συναλλαγές που πρέπει να αιτιολογηθούν προκύπτουν συνήθως από άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών του ελεγχομένου και αφορούν καταθέσεις αλλά και αναλήψεις ή πληρωμές του. Η συγκέντρωση των δικαιολογητικών και στοιχείων από τον ελεγχόμενο είναι επίπονη, αφού συνήθως πρέπει να αποταθεί στις τράπεζές του και να ζητήσει τις κινήσεις των λογαριασμών του αλλά και παραστατικά συναλλαγών για τις οποίες ελέγχεται (π.χ. επιταγές, εμβάσματα, εντάλματα, κ.λπ.). Οι τράπεζες, ιδίως σε περιπτώσεις που έχουν συγχωνευθεί με άλλες, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, αργούν να ανταποκριθούν, αφού πρέπει να ανατρέξουν σε αρχεία παλαιών ετών. Στην πράξη, η συλλογή των παραστατικών και η υποβολή τους μπορεί να διαρκέσουν πολλούς μήνες και γίνονται με την ανοχή της ελεγκτικής αρχής, αφού, με βάση τις υφιστάμενες διατάξεις, ο ελεγχόμενος καλείται με το «Αίτημα Παροχής Πληροφοριών» (το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη του ελέγχου) να αιτιολογήσει τις ελεγχόμενες συναλλαγές του εντός πέντε ημερών. Οι συναλλαγές αυτές μπορεί να είναι μερικές δεκάδες έως πολλές εκατοντάδες και να καλύπτουν διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας.
Επειτα από αίτημα του ελεγχομένου, παρέχεται 20ήμερη παράταση για την υποβολή των στοιχείων, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, αυτή μπορεί να διαρκέσει μήνες.
Τρεις φάσεις
Σχετικά με τη διάρκεια της ολοκλήρωσης των ελέγχων, θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι εξής προθεσμίες, οι οποίες προβλέπονται από τον νόμο:
- Μετά την υποβολή των στοιχείων από τον φορολογούμενο, η ελεγκτική αρχή εκδίδει την «Προσωρινή Πράξη Προσδιορισμού Φόρου», όπου καταλογίζονται φόροι και προσαυξήσεις. Ο ελεγχόμενος έχει προθεσμία 20 ημερών να υποβάλει υπόμνημα για να αντικρούσει τις απόψεις του ελέγχου και να συνυποβάλει τυχόν συμπληρωματικά στοιχεία. Το υπόμνημα, μαζί με τα συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά, είναι σχεδόν πάντα πολυσέλιδο – υπάρχουν υπομνήματα άνω των 2.000 σελίδων.
- Η ελεγκτική αρχή, αφού μελετήσει τα επιχειρήματα και τα δικαιολογητικά, εκδίδει την «Οριστική Πράξη Προσδιορισμού Φόρου», όπου πρέπει τεκμηριωμένα να αποδεχθεί ή να απορρίψει τις αιτιάσεις ή κάποιες από αυτές του ελεγχομένου. Ο ελεγχόμενος έχει προθεσμία 30 ημερών να προσφύγει με ενδικοφανή προσφυγή στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) για να αντικρούσει τις απόψεις της ελεγκτικής αρχής.
- Η ΔΕΔ έχει προθεσμία 120 ημερών να αποδεχθεί εν όλω ή εν μέρει την «ενδικοφανή προσφυγή» του ελεγχομένου ή να την απορρίψει ρητά και σιωπηρά. Από την έναρξη του ελέγχου μέχρι αυτό το σημείο, για τις σχετικά σοβαρές περιπτώσεις, το διάστημα που μεσολαβεί είναι 8-12 μήνες και, επομένως, δεν ευσταθεί πάντα ο ισχυρισμός ότι καθυστερούν οι έλεγχοι με υπαιτιότητα της ελεγκτικής αρχής. Στον αντίποδα, οι προθεσμίες είναι «άδικες» για τους ελεγχομένους που καλούνται να συγκεντρώσουν στοιχεία και να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς τους εντός 20 ή 30 ημερών. Είναι προφανής η ανάγκη αναθεώρησης της μεθοδολογίας των ελέγχων από την ελεγκτική αρχή. Πιστεύουμε δε ότι η τελευταία θα πρέπει να εφαρμόσει κατάλληλα τροποποιημένη τη μεθοδολογία των ορκωτών ελεγκτών λογιστών, ώστε για κάθε έλεγχο να τίθενται επίπεδα σημαντικότητας και η επιλογή των συναλλαγών προς έλεγχο να γίνεται με διεθνώς αποδεκτές δειγματοληπτικές μεθόδους.