Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών φωτίζει τις διαδικασίες μέσω των οποίων οι πολίτες μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση για ακίνητα που απαλλοτριώθηκαν. Το Δικαστήριο, μάλιστα, στο σκεπτικό της 182/2017 απόφαση τους ξεκαθαρίζει ότι δεν τίθεται γενικό τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου επί παντός ακινήτου της Ελληνικής Επικράτειας.
Ρεπορτάζ: Πωλίνα Βασιλοπούλου
Στη επίμαχη δικαστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας ξεκαθαρίζεται ότι έχει παρατηρηθεί, εύστοχα, πως με την παραπάνω ρύθμιση ενισχύεται η εσφαλμένη αντίληψη ότι κάθε κτήμα για το οποίο δεν υπάρχουν ή ακόμη δεν προσκομίζονται τίτλοι, θεωρείται ότι ανήκει στο Δημόσιο, άποψη που οδηγεί σε αποδοχή ύπαρξης τεκμηρίου, έστω και μαχητού, υπέρ του Δημοσίου, το οποίο όμως είναι αντισυνταγματικό, διότι οδηγεί σε στέρηση της ιδιοκτησίας υπέρ του Δημοσίου, χωρίς νόμιμη αιτία και χωρίς να καταβληθεί η πλήρης αποζημίωση, όπως ορίζει το άρθρο 17 του Συντάγματος.
Πρέπει να αποδειχτεί…
Το Δημόσιο ενιστάμενο ή προσφεύγον ή ενάγον –υπογραμμίζει το Πρωτοδικείο– οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει την κυριότητά του, χωρίς να αρκεί η προβολή ενστάσεως κυριότητος αυτού και μόνον ή, πολύ περισσότερο, η άρνηση της κυριότητος του τρίτου.
Παράλληλα επισημαίνει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή δικαιώματος κυριότητας του Δημοσίου επί ρυμοτομούμενου ακινήτου, εφόσον δεν προσκομίζονται τίτλοι κυριότητας ούτε πιστοποιητικά μεταγραφής και μη διεκδίκησης αυτών.
«Ούτε η βασιμότητα των αιτιάσεων του Δημοσίου πιθανολογείται αφού αυτό δεν επικαλείται τρόπο κτήσης της κυριότητας επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου για το οποίο αξιώνουν δικαίωμα συγκυριότητας οι αιτούντες και έτσι δεν αποδεικνύει την κυριότητά του επί της ρυμοτομικώς απαλλοτριωθείσας έκτασης» τονίζεται επίσης στη δικαστική απόφαση.
Προϋποθέσεις
Όσον αφορά τη διαδικασία διεκδίκησης αποζημίωσης για αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου στη δικαστική απόφαση τονίζεται πως τίθενται δύο βασικές προϋποθέσεις για να έχει το δικαίωμα τρίτος να παρέμβει, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας προσδιορισμού της αποζημίωσης, λόγω απαλλοτρίωσης: α) να είναι «ενδιαφερόμενος» και β) να μην έχει κλητευθεί νομίμως ή καθόλου να παραστεί κατά τη συζήτηση της αίτησης.
Η έννοια του ενδιαφερομένου στην διαδικασία της αναγκαστικής απ αλλοτρίωσης προσδιορίζεται επακριβώς με το άρθρο 14 παρ. 1 του ως άνω Ν. 2882/2001. το οποίο ορίζει, ότι διάδικοι στη δίκη προσδιορισμού αποζημίωσης δύνανται να είναι: α) ο υπόχρεος στην πληρωμή της αποζημίωσης, β) εκείνος υπέρ του οποίου κηρύχτηκε η απαλλοτρίωση και γ) εκείνος που αξιώνει κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί του απαλλοτριουμένου.
Με τη φράση «δικαιούται να παρέμβει» δεν χρησιμοποιείται ο όρος «παρέμβαση» με την αυστηρή δικονομική έννοια των κοινών διατάξεων του ΚΠολΔ, αλλά υποδηλώνει τον τρόπο με τον οποίο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να καταστεί διάδικος στη διαδικασία του προσδιορισμού της αποζημίωσης λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή αναγνώρισης δικαιούχων αποζημίωσης, γιʼ αυτό και οι ως άνω διατάξεις ορίζουν όχι μόνο τους όρους και τις προϋποθέσεις της συμμετοχής στις εν λόγω δίκες, αλλά και τον τρόπο συμμετοχής σ’ αυτές, δηλαδή τη «δήλωση» του ενδιαφερομένου ενώπιον του δικαστηρίου, καταχωριζόμενη στα πρακτικά, χωρίς ν’ αποκλείεται η χρήση δικογράφου, ο χαρακτηρισμός του οποίου ως αίτησης, παρέμβασης ή δήλωσης, δεν μεταβάλλει τους πιο πάνω όρους και προϋποθέσεις άσκησης.
Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο απέρριψε αίτημα του ελληνικού Δημοσίου να αναγνωριστεί κύριος ακινήτου που απαλλοτριώθηκε από δήμο και δέχεται την αίτηση ιδιοκτητών μέρους της έκτασης να λάβουν αποζημίωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Πρόκειται για μέρος ιδιοκτησιών που αποτελούν τμήμα μείζονος ακινήτου, συνολικής εκτάσεως 16.740,08 τ.μ., το οποίο ανήκει στην εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα τους στο κέντρο της Αθήνας.
Το δικαστήριο επισημαίνει ότι πως «για το παραδεκτό και νόμιμο της άσκησης της εν λόγω δήλωσης στις απαλλοτριωτικές δίκες δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων κατά τον ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα η αντιποίηση από τον παρεμβαίνοντα ολόκληρου ή μέρους από το αντικείμενο της δίκης, που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, όπως στην κύρια παρέμβαση, ή η ύπαρξη στον προσθέτως παρεμβαίνοντα τρίτο άμεσου (ειδικού) εννόμου συμφέροντος, συνισταμένου στην προστασία δικαιώματος του παρεμβαίνοντα ή στην αποτροπή δημιουργίας εις βάρος του νομικής υποχρέωσης, απειλούμενες από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί ή από τις αντανακλαστικές συνέπειες της».